Τζάνγκο, ο βασιλιάς του Σουίνγκ
Αντλώντας έμπνευση από την ζωή και τη μουσική πορεία του Τζάνγκο Ράινχαρτ, του βιρτουόζου της κιθάρας, Βέλγου με καταγωγή Ρομά, η ταινία επικεντρώνεται στον Β Παγκόσμιο Πόλεμο και τις συναντήσεις του Ράινχαρτ με τους Γερμανούς αξιωματικούς. Η έναρξη διαθέτει ένταση και ενέργεια παρόμοια με εκείνα της κιθάρας του κεντρικού ήρωα. Ο Τζάνγκο εμφανίζεται στο Παρίσι, μπροστά σε ένα κοινό που ανυπομονεί να ακούσει τη μουσική του και να χορέψει στους ρυθμούς του σουίνγκ. Παρόντες Γερμανοί στρατιώτες που φαίνεται να αγαπούν τη μουσική του Τζάνγκο, αν και η γερμανική στρατιωτική ηγεσία δεν εγκρίνει τον γεμάτο μπρίο ρυθμό. Τον καλούν παρ’ όλα αυτά να εμφανιστεί στη Γερμανία και μάλιστα ενώπιον του Γκαίμπελς, κάτι που ο Τζάνγκο αρνείται.
Από το σημείο αυτό -την απόφαση του κεντρικού χαρακτήρα να καταφύγει σε μία περιοχή στα σύνορα με την Ελβετία με την ελπίδα να καταφέρει να το σκάσει από τους διώκτες του-, η ταινία μοιάζει ξαφνικά να «ξεφουσκώνει». Ακολουθεί τα βολικά χνάρια μιας προβλέψιμης βιογραφίας που δεν καταφέρνει να μεταδώσει στον θεατή την ψυχοσύνθεση του βιογραφούμενου, ενώ ακόμα και η μουσική του μοιάζει παραδόξως απούσα.
Σε όλα αυτά μπορεί να προσθέσει κανείς μία femme fatale (την ερμηνεύει η Σεσίλ Ντε Φρανς), την αντιζηλία αυτής με τη σύζυγο του μουσικού (στον ρόλο βρίσκουμε την ανακουφιστικά γεμάτη φρεσκάδα τραγουδίστρια από την Ουγγαρία, Μπέα Πάλια), καθώς και τις απαραίτητες καρικατούρες στο πρόσωπο των Γερμανών αξιωματικών.
Τα πράγματα δεν διορθώνονται καθόλου με το φινάλε, το οποίο δεν ξεφεύγει καθόλου από τα κλισέ και φέρνει στο μυαλό μνήμες από τη Μελωδία της Ευτυχίας (χωρίς τις αισιόδοξες μελωδίες που θα το έκαναν ανεκτό).
Δυστυχώς, ούτε ο Ρεντά Κατέμπ, ο οποίος ερμηνεύει συγκρατημένα τον μουσικό δεν καταφέρνει να σώσει την ταινία που μοιάζει να έχει καταληφθεί από την κατάρα της αδιάφορης μουσικής βιογραφίας…
Pingback: Τζάνγκο, ο βασιλιάς του σουίνγκ | Έβδομη Τέχνη