ΘΕΜΑΤΑΦεστιβάλ

tiff60: Δε θέλω να γίνω δυσάρεστος… αλλά θα γίνω

Το «Δε θέλω να γίνω δυσάρεστος αλλά πρέπει να μιλήσουμε για κάτι πολύ σοβαρό» είναι σίγουρα η ταινία με τον πιο μαρκόσυρτο τίτλο του φετινού προγράμματος του φετινού 60ου ΦΚΘ.

Μια αργή κάθοδος προς την εσωτερική κόλαση ενός αντιήρωα, διανθισμένη με αρκετά κωμικά στοιχεία, συνθέτουν τη δεύτερη ταινία του Γιώργου Γεωργόπουλου, μετά το Tungsten του 2011. Νεαρός άντρας ειδοποιείται από νοσοκομείο που είχε δόσει αίμα, ότι είναι φορέας μιας ασθένειας φονικής για τις γυναίκες που πιθανώς έχει συνεβρεθεί τα τελευταία χρόνια, καθώς μια εξ αυτών, πιθανώς ο αρχικός φορέας που τον κόλλησε, πιθανώς να έχει τη λύση για τη δημιουργία θεραπείας.

Ο άντρας από είτε από ενοχές είτε από ευθυνοφοβία (όπως μάλλον θα αποδειχτεί στη συνέχεια) θα αποφύγει να δόσει λίστα ονομάτων στο νοσοκομείο, αλλά θα επιχειρήσει να τις συναντήσει αυτοπροσώπως για να τις ειδοποιήσει. Με περισσή ανευθυνότητα, αντί να τις ειδοποιήσει όλες άμεσα, παίρνει το χρόνο του αρκετές κρίσιμες ημέρες μέχρι να ειδοποιήσει όλες τις παρτενέρ του, σαν να προσπαθεί κάπου να αποφύγει να φτάσει. Ξεκινώντας από το πιο πρόσφατο παρελθόν λοιπόν, ο κεντρικός χαρακτήρας θα αρχίσει να πηγαίνει με κάθε συνάντηση προς τα πίσω, μια αναδρομή στο ερωτικό παρελθόν του, με νέα κάθε συνάντηση να γίνεται πιο επίπονη, αλλά και πιο αποκαλυπτική.

Ωραία κεντρική ερμηνεία από τον Όμηρο Πουλάκη, με ερμηνευτική απλότητα ξεκινά έναν χαρακτήρα ολιγομίλητο, που αρχικά δείχνει laid back και σέξι, αλλά πάνω από όλα κουλ, ένα ύφος που συχνά χαρακτηρίζει τον φετινό πρέσβη της αγοράς, ηθοποιό Γιώργο Πυρπασόπουλο σε γνωστές ερμηνείες του. Τον χαρακτήρα του θα τον συμπαθήσεις, αλλά όσο περνά η ώρα θα τον λυπηθείς μέχρι θα τον σιχαθείς, είναι κατά ένα τρόπο, ένας “πτυσσόμενος” αντιήρωας. Χωρίς υπερβολές, με μια σχετική απάθεια στο βλέμμα περνά την αμηχανία ή την ένταση στο πρόσωπο του ακόμα και χωρίς να μιλάει, ενώ βγάζει και το κωμικό με το χαρακτήρα του να φωνάζει οργισμένα σε όσους καπνίζουν σε απαγορευμένους χώρους (μια από τις μικρές ειρωνίες της ταινίας, στην οποία δεν ακούγεται σχεδόν καθόλου το ασφαλό σεξ και η χρήση προφυλακτικού).

Ο Βαγγέλης Μουρίκης μετά την εισαγωγή κωμικών στοιχείων στο παίξιμο του, στη Νορβηγία του Γιάννη Βεσλεμέ, εδώ δίνει μια καθαρόαιμη κωμική ερμηνεία ενσαρκώνοντας τον διευθυντή-ποιητή που μιλά με μηχάνημα και φαίνεται ότι το κωμικό του ταιριάζει γάντι (αν και η προσέγγιση εδώ είναι κοντά στο ύφος του Γιάννη Ζουγανέλη). Κερασάκι στην ταινία άλλη μια cameo εμφάνιση του σκηνοθέτη Γιάννη Οικονομίδη.

Αξίζει να αναφέρουμε την πολλή ωραία δουλειά στα ειδικά εφέ, που ανέλαβε η yafka, δουλειά ίσως δύσκολη για όσους δεν ξέρουν να την εντοπίσουν, διότι δεν αναφέρομαι μόνο στην τελική σκηνή, αλλά πολύ δε περισσότερο σε άλλα σημεία, όπως για παράδειγμα στη σκηνή με το σκύλο που τρέχει πίσω από το αμάξι. Είναι απαραίτητο οι σύγχρονοι Έλληνες δημιουργοί να εμπιστευτούν περισσότερο τη χρήση καλών εφέ στις ταινίες τους, παρά να υπεκφεύγουν σε εύκολες λύσεις που μειώνουν και τη ρεαλιστικότητα και το τελικό αποτέλεσμα στα μάτια του θεατή. Από την άλλη εδώ θα μου επιτρέψετε μια μικρή γκρίνια, για το “αυτόματο μηχάνημα συραπτικού” που χρησιμοποιείται έναντι αυτόματου πιστολιού προκών και την παντελή έλλειψη εφέ ή πειστικού μακιγιάζ στη σκηνή.

Οι δημιουργοί στην ομιλία μετά την προβολή συζήτησαν με το κοινό την προβληματική και τις προεκτάσεις της σύγχρονης επικοινωνίας, όπως φαίνεται στην ταινία, όπου δύσκολα γίνεται πρόσωπο με πρόσωπο αλλά με τη μεσολάβηση ενός τηλεφώνου, μιας βιντεοκλήσης, ενός μηχανήματος ομιλίας. Ένα άλλο ενδιαφέρον έμμεσο σχόλιο η βάναυση εισροή μεγάλων εμπορικών ή κατασκευαστικών κτιρίων σε γνωστές περιοχές της Αθήνας, όπως το Μαρούσι ή το Χαλάνδρι, περιοχές στις οποίες μένουν και κινούνται και οι συντελεστές, καθώς και την προώθηση του ανταγωνισμού στη σύγχρονη κοινωνία (όπως για παράδειγμα με τα καλλιστεία των bodybuilders ή σκύλων).

Η ταινία είναι από τις καλές και φρέσκες προτάσεις του ελληνικού σινεμά που είδαμε στο 60ο ΦΚΘ και αποτελεί μια ταινία που θα μπορούσε να προσελκύσει και μεγαλύτερο ηλικιακά αλλά και νεανικό κοινό. Έχω την εντύπωση ότι παρά την ένταση της πλοκής, θα ήθελε λίγο περισσότερη δράση και κίνηση, καθώς από τη μέση και μετά που οι μάσκες πέφτουν και το δράμα κορυφώνεται, η ταινία γίνεται περισσότερο στατική, το μοντάζ της λιγότερο κοφτό και το χιουμοριστικό-κωμικό στοιχείο που τη χαρακτήριζε εξαρχής παραγκωνίζεται. Στο σύνολο της όμως είναι μια ταινία που την ευχαριστιέσαι, την οποία συνοδεύει ωραία και η μουσική που έχει επιλεγεί.

“Δεν θέλω να γίνω δυσάρεστος αλλά…” είναι πραγματικά κρίμα, γιατί με λίγο περισσότερο προσοχή στο σενάριο και ρυθμό, θα ήταν από τις κορυφαίες ελληνικές ταινίες της χρονιάς. Όπως και να έχει είναι σίγουρα ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση.

Αντώνης Γκούμας

Θα μπορούσε να ζήσει εξίσου ευχάριστα στη Μέση Γη όσο στη Metropolis, από τα πιο ρεαλιστικά πλάνα στα πιο σουρεαλιστικά συννεφάκια. Μπαίνοντας στις αίθουσες παθιάζεται αμετανόητα κάθε φορά που σβήνουν τα φώτα. Στα Φεστιβάλ που καλύπτει αντί για τις πολυαναμενόμενες ταινίες προτιμά να ανακαλύπτει άγνωστα μικρά διαμαντάκια που ίσως να μην δούμε ποτέ στις ελληνικές αίθουσες. Συνήθως καλοπροαίρετος, προσέξτε, όμως, όταν κραδαίνει το «τσεκούρι» του.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *