ΘΕΜΑΤΑΦεστιβάλ

Νύχτες Πρεμιέρας: Ανασκόπηση Τετάρτης (24/9/14)

cinepivates 20aiff2014 0024Το ενδιαφέρον του κοινού επέστρεψε στο διαγωνιστικό κομμάτι με δυο προκλητικές -εικαστικά- για τον αμφιβληστροειδή ταινίες: ο λόγος για τα Mend και Canal. Δεν ήταν οι μόνες ενδιαφέρουσες επιλογές και το ’71 στη δεύτερη προβολή του δεν ήταν η μοναδική sold out παράσταση. Ανάμεσα στις ταινίες που ξεχωρίσαμε ήταν και το Πέτρες στις Τσέπες Μου, ενώ πανικός γινόταν στην προβολή της πλήρους βερσιόν του Nymphomaniac στο Ideal, για τους θαρραλέους που μπήκαν σε αυτό το πέντε ωρών και είκοσι πέντε λεπτών τεστ αντοχής (από όλες τις απόψεις). Στα ελληνικά δρώμενα είχαμε την πρώτη σκηνοθετική δουλειά με την υπογραφή του Δημήτρη Πιατά. Στις αίθουσες, μεταξύ άλλων, είδαμε επίσης και τον Κωστή Μαραβέγια, που είχε πάει να δει το ντοκιμαντέρ για τον Έλιοτ Σμιθ, που εμείς είχαμε δει από τη χθεσινή του προβολή.

Πανδημία
(Σκηνοθεσία: Δημήτρης Πιατάς / 111′ / Ελλάδα)

pandimiaΗ Ελλάδα σε πλήρη κατάρρευση. Μια χώρα που έχει πληγεί όχι μόνο από την οικονομική κρίση –που «αναγκάζει» την κυβέρνηση να φορολογήσει ακόμα και τον θάνατο- αλλά και από μια Πανδημία («το χαμόγελο της Τζοκόντας») που έχει οδηγήσει τους πολίτες σε καταστάσεις τρομοκρατίας. Η αφήγηση της πρώτης σκηνοθετικής και σεναριακής απόπειρας του Δημήτρη Πιατά διαδραματίζεται γύρω από την ζωή ενός παρουσιαστή τηλεόρασης, που ερμηνεύει ο πρώην πρύτανης Θεοδόσης Πελεγρίνης, και στην προσπάθεια ενός έτερου παρουσιαστή (Δημήτης Πιατάς) να τον ξεσκεπάσει για τις ανορθόδοξες τακτικές που ακολούθησε προκειμένου να εξελιχθεί. Μια μαύρη κωμωδία που ενώ μοιάζει να αγωνιά να κάνει ένα πολιτικό σχόλιο, τελικά περιστρέφεται γύρω από την ζωή και το διεφθαρμένο παρελθόν ενός αναγνωρισμένου τηλεοπτικού δημοσιογράφου. Με κινηματογράφηση που μοιάζει προηγούμενης δεκαετίας και με κάποια άστοχα σημεία μονταζιακού κολάζ πλάνων αρχείου διαδηλώσεων της Αθήνας, η ΠΑΝδηΜΙΑ δεν προσπαθεί να σε πείσει για την κινηματογραφική της αρτιότητα παρά να σατιρίσει και να διαμαρτυρηθεί για όσα δεχόμαστε τα τελευταία χρόνια σαν πολίτες χωρίς να αντιδρούμε. Με πολλούς φίλους του γνωστού ηθοποιού να έχουν συμμετάσχει αφιλοκερδώς, στο τελικό αποτέλεσμα ξεχωρίζει η ερμηνεία του ίδιου του Πιατά και οι αυθόρμητα ξεκαρδιστικές σκηνές του Μάκη Παπαδημητρίου.

Nemo

pandimia001Δυστυχώς είχα υψηλές προσδοκίες από την πρώτη σκηνοθετική δουλειά του Δημήτρη Πιατά, που μου είναι ιδιαίτερα συμπαθής. Η ταινία βασίζεται σε ένα αξιολογότατο αρχειακό βιντεάκι μικρού μήκους που αξίζει τον κόπο να κάτσετε ως το τέλος να το δείτε. Κατά τα άλλα, έχει μια ξεκάθαρη κεντρική ιδέα αλλά μπλέκει πολλά ασύνδετα πράγματα προσπαθώντας να φτιάξει ένα δικό της σύμπαν –ίσως μελλοντολογικό, ίσως απλά παράλληλο με το παρόν μας- και κάπου μέσα εκεί χάνεται προδομένη από τις τεχνικές της ελλείψεις σε εικόνα και ήχο. Σεναριακά τα προβλήματα φουντώνουν ως προς την ανάπτυξη των χαρακτήρων που παρουσιάζονται αλλά και τους διαλόγους. Οι τελευταίοι, ενώ θα έπρεπε να είναι αστείοι με την έννοια του καυστικού σχολίου μένουν σε επιδερμικό χιούμορ επίπεδου επιθεώρησης. Το πρώτο μέρος χαρακτηρίζεται από εξωτερικά πλάνα, όπου ο σκηνοθέτης δεν κατάφερε να τιθασεύσει τη μάζα του όχλου να μοιάζει ρεαλιστικός και φτηνά εσωτερικά τηλεοπτικά πλάνα εκπομπών, που παραπέμπουν στη δεκαετία του 80. Στο δεύτερο μέρος περνάμε σε χώρο θεατρικό με παρόμοια κινηματογράφιση. Εκεί ο Πιατάς είναι σαφώς περισσότερο σε οικείο χώρο και το αποτέλεσμα βελτιώνεται αισθητά.

pandimia012Ξέρω ότι πολλοί θα βιαστούν να πλέξουν διθυράμβους ή αντίθετα να λιθοβολήσουν τον δημιουργό, εγώ νιώθω ότι ήταν κάτι που ο Δημήτρης ήθελε πολύ να το κάνει και το τόλμησε. Και το έκανε με τους δικούς του όρους, στο δικό του στιλ, χρησιμοποιώντας τους δικούς του ανθρώπους, φίλους του, κυρίως ερασιτέχνες και όχι ηθοποιούς. Η κόρη του έχει μια μικρή δική της εσωτερική μίνι ιστορία που αν είχαν δουλέψει όλα καλά θα είχε προσδώσει άλλο ύφος στην ταινία. Η Ναταλία Δραγούμη τελικά εμφανίζεται ελάχιστα δευτερόλεπτα. Ο κεντρικός πρωταγωνιστής του, ο πρώην πρύτανης, έχει μια ενδιαφέρουσα εμφάνιση για άνθρωπο που δεν έχει ασχοληθεί με την ηθοποιία, αλλά τελικά προδίδεται -όπως και οι λοιποί δημοσιογράφοι που εμφανίζονται- από μη ρεαλιστικότητα της ερμηνείας. Το σουρεαλιστικό στοιχείο είναι έντονο, όπως και το υποβόσκων μήνυμα της «παλαιότερης σειράς» ότι είναι ακόμα εδώ παρά την κρίση και δεν θέλει να μείνει με τα χέρια σταυρωμένα και αυτό οφείλουμε να το αναγνωρίσουμε. Είναι το μικρό λιτό αλλά συγκινητικό σχόλιο του εμπνευστή απέναντι στην άποψη που καυτηριάζεται στο έργο «Γιατί έπαψε να φωνάζει; Επειδή μεγάλωσε». Τελική ετυμηγορία, καλή η σκέψη, κακή η εκτέλεση, λοιπόν.

Gimli

pandimia008pandimia003pandimia002pandimia005

pandimia009pandimia007pandimia006pandimia004

Rocks In My Pockets / Πέτρες στις Τσέπες μου
(Σκηνοθεσία: Ζίνε Μπαουμάνε / 89′ / Λετονία-ΗΠΑ)

rocks-pockets

Οι γυναίκες στην οικογένεια της σκηνοθέτιδος έχουν μία τάση προς την κατάθλιψη -ανάμεσά τους και η ίδια η δημιουργός. Η Ζίνα Μπαουμάνε περιγράφει τις ιστορίες γυναικών της οικογένειάς της, χρησιμοποιώντας animation σε μία προσπάθεια να μη βαρύνει περισσότερο το δύσκολο θέμα της. Από τη γιαγιά της που αναγκαζόταν να κουβαλά δεκάδες κουβάδες με νερό από το ποτάμι, πάνω στον λόφο κάθε μέρα και που προσπάθησε να πνιγεί σε ένα ρυάκι, μέχρι την ξαδέλφη της που ήταν πεπεισμένη ότι θα αρραβωνιαστεί τον νοικάρη της, μέχρι και την ίδια που μάχεται με την κατάθλιψη, η Λετονή δημιουργός καλείται να αντιμετωπίσει την ασθένεια της ιστορίας της. Συνδυάζει στοιχεία κωμικά και δραματικά, όπως συνδυάζει και τεχνικές animation: stop-motion με παπιέ μασέ και ζωγραφισμένες στο χέρι εικόνες. Κάνοντας η ίδια το voice over υπάρχουν φορές που αισθάνεσαι ότι προσπαθεί υπερβολικά πολύ να ελαφρύνει την ατμόσφαιρα της ταινίας. Της αξίζουν, σίγουρα, συγχαρητήρια για το θάρρος της να μοιραστεί με το κοινό τις συναρπαστικές ιστορίες της οικογένειάς της, σε μία προσπάθεια να κάνει τον θεατή να συνειδητοποιήσει τι ακριβώς είναι η κατάθλιψη.

Τάιλερ

Ένα ιδιαίτερο animation με επίκεντρο του την γυναικεία κατάθλιψη, τις επιλόχειες κρίσεις και τις αυτοκτονικές τάσεις γυναικών. Η ταινία ασχολείται με ένα σημαντικό θέμα, περιγράφοντας καταστάσεις μέσα από ιστορίες του γενεολογικού δέντρου μιας νεαρής σύγχρονης γυναίκας. Περιέχει ένα συνδυασμό απλοϊκού σκίτσου και μακετών ή αντικειμένων ως φόντο του, με εμμονές σε μοτίβα και συμβολισμούς και διαθέτει ορισμένες έξυπνες παραστάσεις και ενδιαφέρουσες επιμέρους ιστορίες. Αυτό που το κάνει έντονα κουραστικό και τελικά ενοχλητικό είναι το voiceover που εισάγει η ίδια η σκηνοθέτης με την πεζή και χάλια αγγλική προφορά στην αφήγηση της.

Gimli

The Mend / Κανείς Δε θα πάθει Τίποτα
(Σκηνοθεσία: Τζον Μάγκαρι / 111′ / ΗΠΑ)

mendΔυο αδέρφια με εντελώς διαφορετικές προσωπικότητες, κοσμοθεωρίες και ψυχοσυνθέσεις συναντιούνται σε μια περίοδο κρίσεως και για τους δυο και αλληλεπιδρούν αναπάντεχα. Είτε απλά υποφέρουν και ανέχονται ο ένας τον άλλο, είτε έρχονται σε ρίξη, είτε προσπαθούν να βοηθήσουν, αυτοί οι δυο εντελώς διαφορετικοί άνθρωποι, που προέρχονται από την ίδια πρώτη ύλη, θα έχουν την ευκαιρία να φτάσουν στην βάση της ουσία τους, να ανακαλύψουν τα κοινά τους σημεία και να τραβήξουν τις διαχωριστικές γραμμές τους ως προς τις σημαντικές αποφάσεις τους για τον τρόπο που θέλουν να ζήσουν την ζωή τους. Η σύγκρουση δεν είναι πάντα άμεση. Ξεκινά χλιαρά στο πάρτι, περνά σε υπόγεια όταν ο άσωτος αδερφός μένει μόνος φιλοξενούμενος στον προσωπικό χώρο του άλλου, για να κλείσει δυνατά με την απογυμνωμένη δεύτερη συνάντηση και τον απενοχοποιημένο άμεσο διάλογο. Η αλληλεπίδραση είναι ισχυρό σοκ και για τους δυο χαρακτήρες που προς το τέλος θα φανεί ότι έχουν κοιν και σε σημεία θα αφομοιώσουν ο ένας τον άλλο. Η κινηματογράφιση είναι στο προσωποκεντρική δίνοντας έμφαση στα κοντινά πλάνα στα πρόσωπα προβάλλοντας την ένταση (εξωτερική ή εσωτερική) καθρευτισμένη στους ήρωες. Πολύ καλές ερμηνείες από τους δυο κεντρικούς πρωταγωνιστές, με τον Τζος Λούκας σε ρόλο διαφορετικό και τον Στέφεν Πλάνκετ εξαιρετικό, ενώ και οι δυο συμπρωταγωνίστριες τους είχαν αξιοπρεπείς παρουσίες. Στα αρνητικά η χιουμοριστική εμφάνιση του Όστιν Πέντλετον είναι λίγο άστοχη με ερμηνευτικές υπερβολές αλλά και στη σεναριακή δομή του ως χαρακτήρα. Το συνολικό τελικό αποτέλεσμα είναι αξιοπρεπές, αλλά φέτος έχουμε είδαμε ήδη πολύ πιο δυνατές ταινίες στο διαγωνιστικό τμήμα.

Gimli

The Canal / Το Κανάλι
(Σκηνοθεσία: Άιβαν Καβάνα / 92′ / Ιρλανδία)

canal002Οι ταινίες τρόμου, είναι ταινίες που παίζουν με τον φόβο της ανθρώπινης ψυχής. Ένα είδος αυτοψυχαναλητικής μεθόδου, κάθαρσης από την απειλή. Για να μπορέσουν να λειτουργήσουν με αυτόν τον τρόπο και να μας αγκιστρώσουν, μπήγοντας μας μέσα στο κόσμο τους, θα πρέπει πρώτα από όλα να γίνει μελέτη τι είναι τελικά αυτό που φοβάται ο άνθρωπος. Υπήρχαν μάστορες αυτού του «φθηνού» κινηματογραφικού είδους, μαέστροι του σασπένς και της ψυχικής έντασης. Υπάρχουν και κακέκτυπα, που απλά παίρνουν κάποια από τα στοιχεία αφήγησης των κλασικών έργων και δεν καταθέτουν τίποτα πρωτοποριακό και φρέσκο, σε βαθμό όχι απλά προβλέψιμο μα και αδιάφορο. Από ανεξάρτητο κινηματογραφιστή περιμένουμε πάντα να φτάνει, έστω κοντά, στο νέο. Και όμως εδώ έχουμε απλά ένα re-remake ιρλανδικής κοπής, ενός αμερικάνικου remake, τρόμου made in Japan. Φαντάσματα, κοριτσάκια, ξαφνικοί θόρυβοι, μεταφυσική αναίτια, όλα την κατάλληλη στιγμή, για να τρομάξουμε. Τόσο κατάλληλη χρονικά που απλά δεν νιώθουμε απολύτως τίποτα.

canal001Ο σκηνοθέτης, αντί να δημιουργήσει σενάριο ψυχογράφημα της φρίκης των ενοχών, αντί να προτιμήσει μια διαδρομή ανεύρεσης προσωπικού ύφους, απλά προσπαθεί να παίξει με την εικόνα, με λανθασμένο και μη πετυχημένο τρόπο, με πάμπολλα επιτηδευμένα jump cuts που διασπούν την αφήγηση παρά την συνθέτουν, λίγες έξυπνες σκηνές/ιδέες που μένουν ξεκρέμαστες στο επιφανειακό σενάριο που βρίθει από κλισέ, με χαρακτήρες άχτιστους και άτολμους να βγουν από τα όρια του είδους, φωτογραφία απεριποίητη και με νόημα απαρατήρητο. Αποτέλεσμα, η ταινία να αδυνατεί να μας βάλει στο οπτικό πεδίο της, είτε για λόγους πλοκής, είτε για τους χαρακτήρες, είτε για τον τρόμο, που τον χειρίζεται απλά σαν ένα ακόμη συναίσθημα, και όχι ως ένα βαθύ προάγγελο χιλιάδων άλλων ζοφερών και σκοτεινών ψυχικών καταστάσεων.

Χρήστος Σκυλλάκος, για τους Cinepivates

canal003Ένας αρχειοθέτης ταινιών μετακομίζει με την οικογένεια του σε ένα σπίτι όπου μετά ανακαλύπτει ότι πριν χρόνια είχαν διαπραχθεί εγκλήματα. Αρχίζει να ψάχνει αρχειακό υλικό και βρίσκει στοιχεία που έχουν περίεργες ομοιότητες με τον ίδιο και την οικογένεια του. Μπορεί η υπόθεση να είναι προβλέψιμη για όσους παρακολουθούν ταινίες τρόμου σίγουρα όμως έχει ένα συστατικό δικό της αυτή η ταινία. Η ειδοποιός διαφορά είναι στα τεχνικά μέσα και τον τρόπο χρήσης τους και εκεί θέλω να σταθώ λίγο. Ο λόγος, ότι η φωτογραφία είναι πολύ καλή, ως και στιλιζαρισμένη, η εικόνα ενίοτε πειραματική αβαν γκαρν, με χρωματικούς φωτισμούς πάνω στα πρόσωπα των ηρώων, χρησιμοποιώντας δύσκολες ή ανάποδες γωνίες λήψεις ή το bokeh (φωτεινές κουκίδες) σε άλλα σημεία. Θα μου πείτε, τι σχέση έχουν όλα αυτά σε μια ταινία τρόμου. Δεν είναι απαραίτητα κακός αυτός ο πειραματισμός, που δείχνει δηλαδή ότι ο σκηνοθέτης είναι λίγο παραπάνω ποιοτικός από όσο χρειάζεται για ένα κατά τα άλλα horror B-movie. Η αλήθεια είναι ότι τελικά μπερδεύει, μπλέκοντας όλα αυτά που προανέφερα μαζί με καλοδουλεμένο, επίσης αρκετά καλό ήχο, ο οποίος παραπέμπει άμεσα σε ταινία τρόμου. Έτσι αισθάνεται κάνεις σαν εκεί που βλέπει ένα ενδιαφέρον καλλιτεχνικό βιντεοκλίπ να νιώθει ταυτόχρονα ένα προαίσθημα ότι κάτι κακό θα συμβεί ή κάτι θα πεταχτεί ξαφνικά. Όχι ότι τελικά συμβαίνει τόσο συχνά αυτό. Στις ερμηνείες ξεχωρίζει ο κεντρικός πρωταγωνιστής.

canal4canal2canal1canal3

Ο σκηνοθέτης μας είπε ότι το γύρισμα πραγματοποιήθηκε μόνο σε είκοσι μέρες και αφιέρωσε περισσότερο χρόνο μετά στο μοντάζ και τον ήχο. Μας αποκάλυψε επίσης ότι το μικρό παιδί στο ρόλο του γιου του ήρωα στην πραγματικότητα δεν γνώριζε ότι γύριζαν ταινία τρόμου. Ήθελε να κάνει κάτι κινηματογραφικό, κάτι που να αναφέρεται και στο ίδιο το σινεμά (εξ’ου κι ο ρόλος του αρχειοθέτη φιλμ). Ο κεντρικός ήρωας θα γνώριζε όλες τις ταινίες τρόμου και θα ξέρει όλα τα κλισέ. Βρήκε αστείο να ξεκινά η ταινία με τη σκηνή της επιλογής ενός στοιχειωμένου σπιτιού, καθώς οι εφιάλτες του ήρωα θα επηρεάζονταν τελικά από τις γνώσεις του. Το βασικό στοιχείο που ήθελε να αποδώσει είναι της αίσθησης ενός εφιάλτη. Οι εφιάλτες του δεν είναι λογοκριμένοι, έχουν ωμές εικόνες. Στη Γαλλία ήρθε κάποιος και ούρλιαξε μπροστά στο πρόσωπο του «Πως μπόρεσες» και το γεγονός αυτό έκανε τον Ιρλανδό σκηνοθέτη να νιώσει ότι έκανε καλά τη δουλειά του. 

Gimli

cinepivates

Συντακτική ομάδα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *