ΚΡΙΤΙΚΕΣΣινεμά

38 Μάρτυρες

Η νύχτα πέφτει στην πόλη της Βρέστης. Στην είσοδο ενός συγκροτήματος κατοικιών η αστυνομία βρίσκει το πτώμα μιας νέας γυναίκας μέσα σε μια λίμνη αίματος. H Λουίζ ανακαλύπτει,γυρίζοντας από ένα επαγγελματικό ταξίδι στην Κίνα, ότι η γειτονιά της έχει συγκεντρώσει τα βλέμματα όχι μόνο της πόλης αλλά και όλης της Γαλλίας. Οι γείτονες ισχυρίζονται ότι δεν άκουσαν τίποτα. Ο Πιέρ, ο αρραβωνιαστικός της Λουίζ, της λέει ότι δούλευε εκείνο το βράδυ και ότι δεν ξέρει τίποτα για τον φόνο. Κατατρεγμένος από τις ενοχές και τις τύψεις όμως ο Πιέρ πηγαίνει στο αστυνομικό τμήμα και αποκαλύπτει την αλήθεια: ότι ήταν αυτόπτης μάρτυρας του φόνου. Στην διάρκεια της έρευνας η αστυνομία ανακαλύπτει ότι όλοι οι γείτονες ήταν μάρτυρες του γεγονότος χωρίς να προσφέρουν βοήθεια στο θύμα. Η πρωτοβουλία του Πιέρ και η αποκάλυψη της αλήθειας θα οδηγήσουν την σχέση του με τους υπόλοιπους μάρτυρες αλλά και την σχέση με την Λουίζ στα άκρα.

Ο Λικ Μπελβό χρησιμοποιεί τον κεντρικό του ήρωα Πιέρ για να μας παραπλανήσει στην αρχή, κάνοντας μας να νομίζουμε ότι θα παρακολουθήσουμε μια κλασσική αστυνομική ταινία. Συχνά πλάνα του τόπου του εγκλήματος, η εμφάνιση ενός γείτονα που, σαν φάντασμα, παρακολουθεί τις συζητήσεις του Πιέρ και της Λουίζ και η κινηματογράφηση του λιμανιού με το μπαλέτο των γερανών και των εμπορευμάτων ορίζουν τον Πιέρ σαν ύποπτο σε ένα χώρο που έχει εκκενωθεί από την ανθρωπότητα. Ακριβώς πάνω στην στιγμή που υποψιαζόμαστε τον Πιέρ  ο Μπελβό στέλνει τον ήρωα του, ντυμένο με την επίσημη στολή του, στα γραφεία της αστυνομίας όπου ομολογεί ότι αυτός , όπως και όλοι οι άλλοι που σιωπούν από φόβο ή από δειλία, άκουσε τις κραυγές της νεαρής γυναίκας. Από αυτή την στιγμή η αστυνομική έρευνα περνάει σε δεύτερο πλάνο και η ταινία γίνεται το χρονικό της σύγκρουσης της συλλογικής δειλίας και του μοναχικού θάρρους του Πιέρ. Όλη η αλήθεια κρύβεται στην φράση του εισαγγελέα στην δημοσιογράφο Συλβί που ερευνά από την πλευρά της το έγκλημα και χρησιμοποιείται σαν ενδιάμεσος μεταξύ σκηνοθέτη και θεατή: “Ένας μάρτυρας που σιωπά είναι ένα κάθαρμα, 38 μάρτυρες που σιωπούν είναι ένας απλός πολίτης. Δεν θα ασκήσω δίωξη εναντίον τους”. Το σενάριο δεν ασχολείται με το έγκλημα αλλά με τους παράγοντες που επέτρεψαν να υπάρχει, δηλαδή την δειλία και την αδιαφορία που κρύβεται μέσα στο καθένα από εμάς . Η κλινική ψυχρότητα με την οποία εξετάζει ο σκηνοθέτης-σεναριογράφος το έγκλημα, η θεατρικότητα των χώρων και η κοινοτοπία των χαρακτήρων του συνθέτουν ένα τρομακτικό πίνακα της θυσιαστικής φύσης του κοινωνικού συμβολαίου: ο άνθρωπος ενάντια στο σύνολο. Η κοπέλα θυσιάζεται σαν σύγχρονη Ιφιγένεια για την ηρεμία του κοινωνικού συνόλου. Ο Μπελβό γράφει και σκηνοθετεί αυτήν την ταινία σε μια πόλη, που ξαναχτίστηκε πάνω στα ερείπια του Β Παγκοσμίου Πολέμου, η οποία τρέφει στον κόλπο της το άφθαρτο  φάντασμα της κοινοτοπίας του κακού και ταυτόχρονα εγκαλεί τον θεατή να σκεφτεί πάνω στην δική του δειλία και την αδιαφορία του που επιτρέπει στο κακό να υπάρχει.  Ο Κοκτό έγραψε ότι “Οι καθρέφτες θα πρέπει να σκεφτούν σοβαρά πριν μας στείλουν πίσω την εικόνα μας” και αυτή η ταινία είναι, παρά κάποιες αστοχίες στους διαλόγους , ένας καθρέφτης που ζητά από εμάς να σκεφτούμε πάνω στην εικόνα της κοινωνίας μας.

Η σκηνοθεσία του Μπελβό είναι αντάξια του σεναρίου. Η κάμερα σαρώνει σαν άνεμος την πόλη και το λιμάνι με κοφτά πλάνα εξαίσιας προοπτικής που βάζουν τον θεατή στο σκηνικό του έργου. Κατά την διάρκεια της κηδείας της νεαρής η πόλη μοιάζει να παγώνει και τα πλάνα αδειάζουν από ζωή ενώ ταυτόχρονα, χάρη στο σφιχτό μοντάζ, παρακολουθούμε το ζευγάρι που είναι βυθισμένο στην σιωπή με γυρισμένη την πλάτη ο ένας στον άλλο. Στο επόμενο πλάνο η κίνηση ξαναρχίζει στην πόλη αλλά το ζευγάρι παραμένει ακίνητο στην θέση του, εγκλωβισμένο σε μια σχέση που βαδίζει προς το τέλος της.  Το αποκορύφωμα της ταινίας είναι η σκηνή της αναπαράστασης του εγκλήματος που είναι μια παραβολή πάνω στην ίδια την δύναμη του κινηματογράφου, οι αστυνομικοί λειτουργούν σαν σκηνοθέτες που αποκαλύπτουν στον καθένα την φρίκη του εγκλήματος . Οι κραυγές που ακούγονται εκτός κάδρου ενεργούν σαν καταλύτης συναισθημάτων στους πρωταγωνιστές και στο θεατή. Η κλιμάκωση έρχεται αφήνοντας όλους τους χαρακτήρες σε μια λεπτή ισορροπία που η φυγή της Λουίζ μοιάζει ως η μόνη λύση. Οι εξαιρετικές ερμηνείες των ηθοποιών συντελούν στο κλίμα της ταινίας. Η Νικόλ Γκαρσία διαπρέπει στο ρόλο της δημοσιογράφου που αναλαμβάνει με ενθουσιασμό την δημοσιογραφική έρευνα για να οδηγηθεί στην τελική απογοήτευση όπως και ο Ντιντιέ Σάντρ που με απέριττη ερμηνεία μας δείχνει όλη την απογοήτευση και την κούραση που έχει προκαλέσει στον εισαγγελέα η επαφή με την πραγματικότητα. Η Σοφί Κουιντόν είναι εξαιρετική στο ρόλο της Λουίζ και κατορθώνει να μας συγκινήσει καθώς στο πρόσωπο της καθρεπτίζεται η ηρεμία πριν την καταιγίδα αλλά και η ίδια η καταιγίδα συναισθημάτων που προκύπτει από την φριχτή ανακάλυψη. Ο Υβάν Αττάλ δίνει μια καταπληκτική ερμηνεία στο ρόλο του Πιέρ δίνοντας μας ένα πορτραίτο του ανθρώπου που βρίσκεται σε μια άρνηση του εαυτού του και περιφέρεται ως ένα φάντασμα μετά την ομολογία του χάνοντας κάθε δύναμη δημιουργίας μετά την ομολογία. Το πρόσωπο του και η κίνηση του σώματος του αντανακλούν την απάθεια και την κούραση μιας ολόκληρης κοινωνίας.

Συμπέρασμα λοιπόν; Μια εξαιρετική ψυχολογική μελέτη της σύγχρονης κοινωνίας δοσμένη με ένα απλό τρόπο και στηριγμένη από εξαιρετικές ερμηνείες που σε ωθούν σε μια δύσκολη οδό : της ενδοσκόπησης των φόβων σου και των πιστεύω σου.

Κωνσταντίνος Σκαρμούτσος

Παρά το γαλλικό μου ψευδώνυμο που είναι και το φιλμικό alter ego του Francois Truffaut, γεννήθηκα στην Αλεξανδρούπολη στης οποίας τους κινηματογράφους είχα τις πρώτες επαφές με τον κινηματογράφο. Από τη μια «Ο πόλεμος των άστρων» και από την άλλη ο «Τοίχος» του Γιλμάζ Γκιουνέι συνέστησαν το δίπολο πού με κυνηγάει. Τα άστρα του Χόλιγουντ και τα διακριτικά φώτα του cinéma d’auteur με οδήγησαν στην Γαλλία όπου ανδρώθηκα στην κινηματογραφική σκέψη. Τι μ’αρέσει; Απλό: όλες οι καλές ταινίες από όλα τα είδη εκτός από τις ρομαντικές κομεντί. Ιδιαίτερη προτίμηση σε ευρωπαïκό, ανεξάρτητο αμερικάνικο και ασιατικό κινηματογράφο. Κλείνω εδώ γιατί ως γνήσιος λάτρης του γαλλικού νέου κύματος μου αρέσει να μιλάω με τις ώρες.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *