54ο ΦΚΘ: Ανασκόπηση Τρίτης
Μία δυνατή συμμετοχή στο Διαγωνιστικό Τμήμα (το Bluebird) και μία ταινία που είναι υποψήφια για βραβείο Lux του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου -ο λόγος για τον Εγωιστή Γίγαντα της Κλιό Μπερνάρντ που έχει πάρει και διανομή στη χώρα μας ξεχώρισαν την Τρίτη, πέμπτη ημέρα του 54ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Μια καλή πρόταση είδαμε από την Τουρκία με το Jin, το ύφος του σκηνοθέτη μας μπέρδεψε στο Βικ και Φλο είδαν μια αρκούδα, ενώ το Κινήσεις στο Σκοτάδι ξεκινά με τρόπο ενδιαφέροντα, αλλά γρήγορα χάνει τη δυναμική του.
Και επειδή δεν είναι μόνο τα κινηματογραφικά που έχουν σημασία, αξίζει όποιος βρεθεί στην πόλη να ρίξει μια ματιά στην έκθεση που διοργανώνει το Μουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης στον φωτογράφο Άρθουρ Τες. Οι εικόνες του Τες είναι άκρως κινηματογραφικές: θυμίζουν άλλοτε όνειρα και εφιάλτες, είναι άλλοτε σκηνοθετημένες, ενώ στα πρώτα βήματά του προτιμά τη φωτογραφία δρόμου.
Το γαλάζιο πουλί
Μία από τις αγαπημένες μου ταινίες του Φεστιβάλ, αν όχι η αγαπημένη μου, το Γαλάζιο Πουλί του Λανς Έντμαντς διαδραματίζεται στο χιονισμένο Μέιν. Εκεί, όπου η δύναμη της φύσης δεν μπορεί να αγνοηθεί, ένα τραγικό περιστατικό θα αλλάξει τις ζωές των κατοίκων μιας μικρής κωμόπολης. Ένα αγόρι βρίσκεται παγωμένο μέσα σε ένα κλειδωμένο σχολικό λεωφορείο. Φταίει η ανεύθυνη μητέρα του που ξέχασε να το παραλάβει; Η μήπως η οδηγός του σχολικού που δεν πρόσεξε το παιδί που ήταν μέσα; Έχει ειπωθεί ότι η ταινία φέρει έντονα τα σημάδια του Γλυκού Πεπρωμένου του Ατόμ Εγκογιάν και της Χιονοθύελλας του Ανγκ Λι. Και είναι αλήθεια. Ο Έντμαντς μελετά τον μικρόκοσμο των ηρώων του, βάζει στο φόντο το εμπόριο ξυλείας που καταρρέει, τις ελπίδες όσων κατοίκων έχουν μείνει πίσω για μια καλύτερη ζωή. Το περιστατικό με το αγόρι γίνεται ο καταλύτης που θα ενώσει ή θα χωρίσει τα μέλη δύο οικογενειών, ενώ το γαλάζιο πουλί του τίτλου γίνεται ταυτόχρονα εικόνα ελπίδας και εγκλεισμού. Ο σκηνοθέτης ντύνει τα πλάνα του με ατμοσφαιρική μουσική και συχνά κάνει τον άνθρωπο «παιχνίδι» στα χέρια της φύσης. Η ταινία διαθέτει ένα αριστοτεχνικό σενάριο και εξαιρετικούς χαρακτήρες -ιδιαίτερα οι γυναικείοι. Όλοι βρίσκουν τη θέση τους στην ταινία. Δεν είναι απορίας άξιο που μόλις στην πρώτη του σκηνοθετική απόπειρα ο Έντμαντς κατάφερε να συγκεντρώσει καρατερίστες ηθοποιούς όπως οι Τζον Σλέιτερι, Μάργκο Μαρτιντέιλ και Έιμι Μόρτον.
Τάιλερ
This was that earth of which we have heard, made of chaos and old night… I stand in awe of my body. This matter to which I am bound has become so strange to me.
The Mainwoods / Henry David Thoreau
Σίγουρα αποτελεί ένα από τα φαβορί του φετινού διαγωνιστικού τμήματος. Αδιαμφισβήτητα πρόκειται για μια καλή και προσεγμένη δουλειά με ένα κοινωνικό θέμα που εστιάζει όμως στο δραματικό και δεν παρουσιάζεται με ιδιαίτερη πρωτοτυπία, όπως αντίστοιχα κάνει το γαλλικό Suzanne. Oι ανθρώπινες σχέσεις στο επίκεντρο μας έχουν δώσει πολλές καλές ταινίες στις ΗΠΑ, με δυνατό δράμα και σενάριο που ‘σπάει κόκκαλα’ όπως το Simple Plan (του Σαμ Ράιμι, 1998) με τον Μπίλι Μπομπ Θόρτον, ή το Burning Plan (του Γκουλιέλμο Αριάγκα, 2008) με τη Σαρλίζ Θερόν. Φυσικά, το Γλυκό Πεπρωμένο, παρόμοιας θεματολογίας, το οποίο είναι γυρισμένο σε διαφορετικό στιλ, που μας έκανε να το λατρέψουμε με την τρυφερότητα και την ανάλαφρη ρομαντική ματιά του. Για εμένα το Bluebird έχει καλές ερμηνείες, αλλά όχι έντονο προσωπικό σκηνοθετικό ύφος που να μας κάνει να το θυμόμαστε μετά από χρόνια.
Gimli
O εγωιστής γίγαντας
Μετά το εξαιρετικά ενδιαφέρον, The Arbor, η Κλιό Μπαρνάρντ μάς φέρνει τον Εγωιστή Γίγαντα, ταινία που είναι υποψήφια και για το βραβείο Lux του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Η σκηνοθέτιδα εμπνέεται από το διήγημα του Όσκαρ Γουάιλντ και φτιάχνει μία ταινία για την κατώτερη βρετανική τάξη, αυτή που ζει μέσα στην φτώχεια και την ανέχεια. Από την ιδέα και μόνο διαπιστώνει κανείς ότι η Μπαρνάρντ δεν είναι μία τυχαία σκηνοθέτιδα. Δεν πήρε απλά το κείμενο του Γουάιλντ και το μετέφερε στην οθόνη, αλλά εμπνεύστηκε από αυτό, το μετουσίωσε σε μία άλλη μορφή τέχνης, δίνοντάς του δική του πνοή. Στην ταινία παρακολουθούμε δύο αγόρια, τον Άρμπορ και τον Σουίφτι. Ο πρώτος είναι υπερκινητικός, εξοργίζεται εύκολα και δυσκολεύεται να παραμείνει ήρεμος. Ο μόνος που μπορεί να τον βοηθήσει είναι ο ευγενικός Σουίφτι, που αγαπάει τα άλογα. Όταν τα δύο αγόρια αποβληθούν από το σχολείο -ο πρώτος μόνιμα, ο δεύτερος για μερικές ημέρες- θα ξεκινήσουν να μαζεύουν παλιοσίδερα για λογαριασμό του Κίτεν, ενός αδίστακτου και φιλοχρήματου άνδρα. Σύντομα ο Κίτεν θα δείξει την προτίμησή του για τον Σουίφτι, αρνούμενος τον Άρμπορ. Το σύμπαν της Μπαρνάρντ είναι γεμάτο ξεφτισμένα καλώδια, πυλώνες της ΔΕΗ, σκουριασμένα παλιοσίδερα που στέκουν ως άδεια σημάδια της πάλαι ποτέ ισχυρής βιομηχανίας της Βρετανίας. Ισχυρή εργατική τάξη; Δεν υπάρχει σε αυτή την ταινία. Στον Εγωιστή Γίγαντα η αίγλη έχει πια χαθεί. Ο Σουίφτι αναγκάζεται να μένει σε ένα σπίτι που οι δικοί του τρώνε συνέχεια μια μπουκιά από το ίδιο φαγητό, που τα μέλη είναι πολλά -άρα και τα στόματα που πρέπει να τραφούν- που ο τρόπος για να επιβιώσεις είναι να πουλήσεις τα λιγοστά που έχεις ή να κλέψεις αυτά που έχουν οι άλλοι. Πάνω απ’ όλα, ο Εγωιστής Γίγαντας είναι ένας ύμνος στη φιλία. Ο Άρμπορ ανακαλύπτει στον Σουίφτι τον άνθρωπο που διαφέρει από αυτόν, τον ωθεί στις σκανταλιές όσο ο δεύτερος τον κρατά εντός των ορίων του. Τα δύο αγόρια (Κόνερ Τσάπμαν, Σον Τόμας) ενσαρκώνουν τους ρόλους τους με απόλυτη πιστότητα -ειδικά ο πρώτος που κουβαλά στην πλάτη του το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας. Σίγουρα μία ταινία που συστήνει στο ευρύτερο κοινό ένα σπουδαίο ταλέντο.
Τάιλερ
H ταινία, που στην Αγγλία θεωρείται από τις καλύτερες των τελευταίων χρόνων, είναι τρυφερή και ανθρώπινη και χαρακτηρίζεται από έντονη εσωστρέφεια. Το κοινωνικό φαινόμενο της Αγγλίας που “τρώει” τα παιδιά της (το λεγόμενο ‘teenage wasteland’, όπως είχε εκφραστεί και στο τραγούδι Baba O’Reily των Who το ’70) δεν είναι πρόσφατο. Οι ερμηνείες των δυο μικρών πρωταγωνιστών είναι εξαιρετικές και η φιλία τους χτίζει το δυνατό συγκινησιακό μέρος. Η ένσταση είναι ότι το πρώτο μέρος που επικρατεί η σκληρότητα των εκφράσεων και της ίδιας της καθημερινότητας κρατά λίγο παραπάνω από όσο έπρεπε και κουράζει σε σημεία, ενώ στο δεύτερο μέρος που είναι το πιο συγκλονιστικό αφιερώνεται λιγότερος χρόνος αναλογικά. Αν το κρατούσε λίγο παραπάνω ο ‘ξανθομπάμπουρας’ πρωταγωνιστής, που έτσι κι αλλιώς ήταν αρκετά καλός, θα μπορούσε να κλέψει την ερμηνεία της χρονιάς.
Gimli
Jin
Ένα τολμηρό εγχείρημα για τουρκική ταινία αποτελεί αυτό το φιλμ-ύμνος στη φυσιολατρία, με έναν αλληγορικό μύθο της σύγχρονης ‘κοκκινοσκουφίτσας’, όπως εύστοχα το χαρακτήρισαν πολλοί. Ο πόλεμος ανάμεσα σε Τούρκους και Κούρδους στα βουνά μοιάζει να είναι χωρίς αρχή και τέλος. Εκεί ζει η Τζιν, μια μικρή κοπέλα, παγιδευμένη ανάμεσα στη μάχη των δυο εθνών. Αποφασίζει να δραπετεύσει από την ένοπλη οργάνωση των Κούρδων αυτονομιστών και να προσπαθήσει να φτάσει στην πόλη. Κρύβεται όμως τόσο από τα μέλη της πρώην ομάδας της όσο και από τις δυνάμεις ασφαλείας. Τα ωραία πλάνα και η καθηλωτική μουσική που διακόπτονται απότομα από τους ήχους της μάχης μας εισάγουν όμορφα στο θέμα. Η ηρεμία του φυσικού τοπίου σε συνδυασμό με το μουσικό θέμα, η χλωρίδα και η πανίδα σε συνδυασμό με τους ήχους του ανέμου, εκπροσωπούν τη σοφία του αιώνιου. Ο άνθρωπος είναι ο ‘υβριστής’ που έρχεται και τσαλαπατά κάθε τι το ωραίο. Το όμορφο πρόσωπο του κοριτσιού γίνεται σκυθρωπό, καχύποπτο και σκοτεινό όταν είναι κοντά άλλοι άνθρωποι και ήρεμο ή χαμογελαστό όταν είναι μόνη στο δάσος. Η Τζιν καταλήγει στο ρητό ‘γνώρισα τους ανθρώπους και αγάπησα τα ζώα’. Πραγματικά είναι πιο ασφαλής στριμωγμένη σε μια σπηλιά δίπλα σε μια άγρια αρκούδα παρά στο ξέφωτο που άλλοι άνθρωποι το βομβαρδίζουν. Ιδίως οι βομβαρδισμοί σε πολλά σημεία φαντάζουν αυθαίρετοι δείχνοντας την ματαιότητα, ενώ τα πυρά που σκορπίζονται δίπλα στο κορίτσι τονίζουν το συναίσθημα του κυνηγημένου που βρίσκεται σε αδιέξοδο, αντικατοπτρίζοντας το δίλημμα ολόκληρου αυτού του λαού που βρίσκεται τόσα χρόνια με την πλάτη στον τοίχο μη έχοντας χώρα για καταφύγιο. Η αφήγηση κρύβει μια εσωτερική ευγένεια, κυλά αργά σαν παραμύθι, χωρίς πολλούς διαλόγους. Αν αφεθείτε στη ροή της η δίωρη περιπλάνηση του κοριτσιού στην ταινία δεν θα σας κουράσει. Η Τζιν αφήνεται στη φύση, σκαρφαλώνει σαν αγρίμι στα δέντρα και μεταμορφώνεται σε έναν σύγχρονο Μόγλη.
Gimli
Η Βικ και η Φλο είδαν μια αρκούδα
Λυπάμαι που σας το χαλάω αλλά η Βικ και η Φλο δεν βλέπουν καμία αρκούδα, ούτε καν στον ύπνο τους. Η ταινία του Καναδού Ντενί Κοτέ έχει ως ηρωίδες δύο γυναίκες που έχουν μόλις αποφυλακιστεί, οι οποίες αποφασίζουν να συνεχίσουν τη σχέση που είχαν στη φυλακή και εκτός αυτής. Μένουν στο σπίτι ενός κατάκοιτου θείου και έχουν να αντιμετωπίσουν την οργή των γειτόνων καθώς και μία κακιά, αλλά πολύ κακιά γυναίκα από το παρελθόν της Φλο. Πρόκειται για μία ταινία που δεν ξέρεις ακριβώς πώς να την προσεγγίσεις. Άλλοτε επιλέγει το κοινωνικό σχόλιο, άλλοτε το δράμα, άλλοτε την εξωφρενική κωμωδία και άλλοτε την υπερβολή. Πρόκειται για ένα πολύ φιλόδοξο σχέδιο του σκηνοθέτη, το οποίο κατά τη γνώμη μου δεν πετυχαίνει. Όχι επειδή δεν συμπαθείς τους κεντρικούς χαρακτήρες, αλλά επειδή τα διαφορετικά είδη κουράζουν τον θεατή.
Ο σκηνοθέτης βρέθηκε στο Ολύμπιον μετά την πρώτη προβολή της ταινίας στη Θεσσαλονίκη και απάντησε στις ερωτήσεις του κοινού. Είπε πως του αρέσει να φτιάχνει χαρακτήρες που παρεκκλίνουν ελάχιστα από τον νόμο, και όχι που βρίσκονται τελείως εκτός αυτού. «Παλιά επέλεγα άνδρες χαρακτήρες γιατί ήταν πιο λιγομίλητοι. Τώρα θέλησα να γράψω γυναικείους χαρακτήρες. Δεν βασίστηκα σε κάποιο βιβλίο, η ιδέα ξεπετάχτηκε από το μυαλό μου. Μη με ρωτήσετε από πού ήρθε, δεν ξέρω. Ίσως θα έπρεπε να ρωτήσουμε έναν ψυχαναλυτή». «Τα πάντα ξεκίνησαν από τον τίτλο. Βικ και Φλο δεν ξέρουμε τι είναι. Είναι άνδρες, γυναίκες, ζώα; Θα μπορούσε να είναι ακόμα και μια ταινία καρτούν. Είναι σαν μια πίτσα: έχει πολλά κομμάτια μέσα -κωμωδία, δράμα, γκροτέσκο- και όλα αυτά πρέπει να ενώνονται στο τέλος. Δεν ξέρω εάν τα έχω καταφέρει» είπε. (Προσοχή ακολουθεί σπόιλερ) «Αυτή την ταινία την έκανα για να διασκεδάσω. Κλήθηκα να αντιμετωπίσω δύο προκλήσεις: μπορείς να φτιάξεις μια ιστορία με δύο ήρωες με τους οποίους συμπάσχει ο θεατής και στο τέλος να τους σκοτώσεις; Και μπορείς να πάρεις μία ερωτική ιστορία και να την μετατρέψεις σε ιστορία εκδίκησης;» «Στην ταινία παίζουμε με τα στερεότυπα» είπε ο σκηνοθέτης. «Εννοώ, έχεις έναν κακό που είναι ένας τεράστιος μαύρος τύπος και η Τζάκι έχει ασιατικά χαρακτηριστικά. Ναι, δεν είναι πολιτικά ορθή η ταινία, αλλά την έκανα για να διασκεδάσω. Δεν είχα κάποια δήλωση να κάνω για τους άνδρες, τις γυναίκες ή την ομοφυλοφιλία» κατέληξε.
Τάιλερ
Κινήσεις στο Σκοτάδι
Δύο περιβαλλοντολόγοι και ένα πρώην μέλος των ειδικών δυνάμεων αποφασίζουν να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους και να ανατινάξουν ένα φράγμα. Η «περιβαλλοντική» αυτή τρομοκρατική πράξη θα έχει απρόσμενες συνέπειες και θα κλονίσει τον χαρακτήρα και στις πεποιθήσεις τους. Στο πρώτο μέρος της η ταινία της Κέλι Ράιχαρντ έχει μεγάλο ενδιαφέρον. Ένας καλός σκοπός δικαιολογεί μία κακή πράξη; Μέχρι ποιου σημείου ο σκοπός αγιάζει τα μέσα; Η Ράιχαρντ χτίζει την ταινία της με ρυθμό (την βοηθά η εξαιρετική μουσική του Τζεφ Γκρέις), σασπένς, καλές ερμηνείες. Κι ενώ θα μπορούσε να ασχοληθεί περισσότερο με τα ερωτήματα που αναφέρονται παραπάνω, επιλέγει στο δεύτερο μέρος να εξαντλήσει την ταινία σε ένα θριλεράκι της σειράς που δεν συνάδει ούτε με την ατμόσφαιρα που έχει φτιάξει, αλλά ούτε και με τους χαρακτήρες που έχει χτίσει στο πρώτο κομμάτι της ταινίας. Δυστυχώς, το Κινήσεις στο Σκοτάδι καταλήγει να είναι μια μέτρια ταινία που δίνει λίγες απαντήσεις σχετικά με τα όσα διαδραματίζονται επί της οθόνης. Οι πρωταγωνιστές της, Πήτερ Σαρσγκάρντ, Τζέσε Άιζενμπεργκ και Ντακότα Φάνινγκ, κάνουν, πάντως, ό,τι μπορούν.
Τάιλερ