ΘΕΜΑΤΑΦεστιβάλ

#aiff25: εντυπωσιακές μανούβρες στο σκοτάδι

Όσο το φεστιβάλ οδεύει προς το τέλος του, αυτό που μας μένει είναι αυτή η διαρκής πρόκληση, το μεθυστικό συναίσθημα που μας κατακλίζει κάθε φορά που χαμηλώνουν τα φώτα και μας αφήσουν εκτεθειμένους στο σκοτάδι, για να βρεθούμε αντιμέτωποι με μια ακόμα ταινία, να ενθουσιαστούμε ή να απογοητευτούμε, να προβληματιστούμε, να συζητήσουμε… να ανακαλύψουμε. Αυτή είναι η ουσία της μαγείας που προσφέρουν κάθε χρόνο οι Νύχτες Πρεμιέρας που συνεχίζουν κάθε χρόνο ακάθεκτες, με όλο και περισσότερους πιστούς ακόλουθους.

Ο Θάνατος του Ντικ Λονγκ (the Death of Dick Long)

Ο τρομερός τυπάς που ακούει στο όνομα Ντάνιελ Σέινερτ, ένας εκ των δυο σκηνοθετών που μας χάρισαν πριν λίγα χρόνια το σουρεαλιστικό Swiss Army Man, επιστρέφει δυναμικά, ίσως με την καλύτερη ταινία που είδαμε στο φετινό φεστιβάλ και σίγουρα την πιο αντισυμβατική. Εμπνεόμενος από τον αμερικάνικο νότο και την πολιτεία του, της Αλαμπάμα, μας παραδίδει ένα μείγμα δράματος και μυστηρίου, βουτηγμένο στο μαύρο χιούμορ.

Τρεις φίλοι ένα βράδυ «ξεδίνουν» αλλά η κατάσταση ξεφεύγει από τον έλεγχο… Χωρίς να μάθουμε, στην αρχή, τι πραγματικά έχει συμβεί παρακολουθούμε τους δυο να εγκαταλείπουν τον τρίτο έξω από τα επείγοντα ενός νοσοκομείου και να εξαφανίζονται. Όταν την επόμενη μέρα μαθαίνουν ότι ο φίλος τους τελικά απεβίωσε προσπαθούν απεγνωσμένα να καλύψουν τα ίχνη τους και παρακολουθώντας τους, σιγά σιγά αποκαλύπτεται και σε εμάς τι πραγματικά έχει γίνει. Μια ταινία που πραγματικά όσα λιγότερα ξέρετε τόσο περισσότερο θα την απολαύσετε.

Ό,τι και να σκεφτείτε αποκλείεται να πάει το μυαλό σας! Και όσο ξεδιπλώνεται η ιστορία, το ένα σοκ ακολουθεί το άλλο, με κεντρικούς χαρακτήρες με IQ λίγο χαμηλότερο του μέσου όρου, αλλά και τους λοιπούς χαρακτήρες και τους αστυνομικούς με εξίσου χαμηλό (κλείνοντας το μάτι στο Fargo των Κοέν), και ένα συγκαλυμμένο αρρωστημένο κεντρικό θέμα, που θα σας κάνει να θέλετε να μισήσετε την ταινία αλλά δεν θα μπορείτε …και κάπου εκεί βγαίνει αβίαστα μπόλικο γέλιο αλλά και η αλληγορία που κρύβεται πίσω από την ταινία.

Φτιαγμένη με αγάπη αλλά και πίκρα για την πατρίδα του, ο σκηνοθέτης παίζει και αυτός στην ταινία του, αναλαμβάνοντας μάλιστα ο ίδιος τον σύντομο ρόλο του Ντικ Λονγκ, μιας και δεν θα μπορούσε να τον αναλάβει κανείς άλλος. Θα την λατρέψετε ή θα τη μισήσετε, δεν υπάρχει μέση οδός εδώ.

Ντέιβιντ Κρόσμπι: Να θυμάσαι το Όνομα μου (David Crosby: Remember my Name)

Εξαιρετικό μουσικό ντοκιμαντέρ για τον παλαίμαχο αλλά ακόμα ενεργό τραγουδοποιό Ντέιβιντ Κρόσμπι του σούπεργκρουπ Crosby Stills Nash (& Young). Ο 80χρονος πλέον Κρόσμπι με αφοπλιστική ειλικρίνεια και έντονη αυτοκριτική διάθεση, ξεδιπλώνει όλη τη ζωή του μπροστά μας, από τα πρώτα βήματα και τους Byrds, στους CSN και CSNY, από τις σχέσεις του με τους άλλους μουσικούς, τα εκκεντρικά ντυσίματα, τις ερωτικές σχέσεις και τα προσωπικά δράματα, τους εθισμούς στα ναρκωτικά, τη φυλάκιση του. Το Rolling Stone το χαρακτήρισε ως ένα από τα καλύτερα μουσικά ντοκιμαντέρ που έγιναν ποτέ και ίσως να έχει δίκαιο.

O Κρόσμπι ποτέ δε διακρινόταν για το τακτ του και τώρα πλέον, ως συνειδητοποιημένος «σκατόγερος» δε χάνει ευκαιρία να εξαπολύσει τις κακίες του (το τι σούρνει στο Τζιμ Μόρισον δε λέγεται) ή να πικάρει παλαιούς φίλους ή ανταγωνιστές του. Η φιλία όπως και οι ερωτικές σχέσεις είναι σημείο που στέκεται πολύ η ταινία, καθώς και εκεί ο Κρόσμπι κουβαλά πολλές τύψεις, θέλει να πει πολλά συγνώμη και συγκινεί παραδεχόμενος ότι λόγω του ευέξαπτου χαρακτήρα του έχει πληγώσει και έχει χάσει πολύ κόσμο, όλους του τους φίλους, ακόμα και την κόρη του. Αξίζει να αναφέρουμε ότι το απίστευτο υλικό στο σύνολο του, αλλά και η οικειότητα που βγαίνει στις συνεντεύξεις οφείλεται σε πολλές περιπτώσεις στον Κάμερον Κρόου (Almost Famous, Vanilla Sky, Jerry Maguire), ο οποίος είναι και συμπαραγωγός του ντοκιμαντέρ.

Είναι εντυπωσιακό πόσο αναλοίωτη έχει μείνει η φωνή αυτού του ανθρώπου, σε αυτή την ηλικία, μετά από τόσα ναρκωτικά, εμφράγματα, ασταμάτητο κάπνισμα. Σε μια στιγμή αρπάζει την κιθάρα του και βγαίνει στο διάδρομο του κτιρίου για καλύτερη ακουστική και τραγουδά με όλη τη ψυχή του. Από εκεί βγαίνει η μουσική και αντλεί τη δύναμη να συνεχίσει δεν εξηγείται διαφορετικά. Εξάλλου, όσο γλυκόπικρο ή ματαιόδοξο κι αν ακούγεται, αυτό το ντοκιμαντέρ είναι ένας μεγάλος αποχαιρετισμός από έναν μουσικό που βρίσκεται κοντά στο τέλος της διαδρομής του και θέλει να πει τα συγνώμη και τα αντίο του, …πάντα με τον τρόπο που θέλει αυτός!

Η Λίμνη με τις Αγριόχηνες (the Wild Goose Lake)

Μπόλικο ασιατικό σινεμά σε αυτές τις 25ες Νύχτας Πρεμιέρας, με τη Λίμνη με τις Αγριόχηνες είναι μια εξ αυτών που προβλήθηκαν. Με την βασική υπόθεση της να είναι αν θέλετε μια ελεύθερη μεταφορά από τις Τρεις Μέρες του Κόνδορα, βουτηγμένη στο αίμα, την κινέζικη μαφία και τον υπόκοσμο.

Κάπου εκεί δρα ο κεντρικός πρωταγωνιστής, επικεφαλής ομάδας κλεφτών μοτοσικλετών. Στην μεγάλη συνάντηση όπου οι ομάδες χωρίζουν τις περιοχές δράσης τους ξεσπά αψιμαχία με άλλη ομάδα που θέλει να καρπωθεί την περιοχή τους και τα πράγματα γρήγορα ξεφεύγουν εκτός ελέγχου. Η νύχτα που ακολουθεί είναι πνιγμένη στο ξεκαθάρισμα λογαριασμών όπου ο κεντρικός ήρωας από λάθος σκοτώνει έναν αστυνομικό με αποτέλεσμα να τον επικηρύξουν έναντι υπέρογκης αμοιβής.

Επικηρυγμένος από όλους ο κεντρικός ήρωας προσπαθεί να κρυφτεί, να σωθεί, να φτάσει στη γυναίκα του ή σε κάποιο ασφαλές μέρος, όμως γρήγορα αντιλαμβάνεται ότι είναι εγκλωβισμένος σε μια ζώνη όπου δεν μπορεί να εμπιστευτεί κανέναν. Στην εφιαλτική αυτή νύχτα, κατάβαση στην άβυσσο, συνοδοιπόρο του θα βρει μια μυστηριώδη πόρνη, από τις λεγόμενες «κυρίες του ποταμού».

Ενδιαφέρουσα ιδέα, αλλά εκτέλεση που πετυχαίνει μόνο σε σημεία το στόχο της, καθώς αμφιταλαντεύεται μερικές φορές άγαρμπα μεταξύ μιας αργής «φεστιβαλικής» προσέγγισης και εκρήξεων βίας και κυνηγητού που στο τέλος μοιάζει να επαναλαμβάνεται ανούσια. Ήθελε λίγο περισσότερη δουλειά στην υπόθεση και στο δούλεμα χαρακτήρων, δεν δείχνουν στυβαροί, άξιοι να σε μεταφέρουν μαζί τους σε όλο αυτό το κυνηγητό -φαίνεται ότι σε μερικές στροφές χάνουν μέρος του κοινού. Ομοίως η φωτογραφία μοιάζει διχασμένη σε μια ταινία που διαδραματίζεται κυρίως νύχτα, αλλού προσεγμένη, υπερτονίζοντας χρώματα και δίνοντας ατμόσφαιρα και αλλού υπερβολικά σκοτεινή, τόσο που δυσκολεύεσαι να αντιληφθείς πλήρως τη δράση.

Όλα για τον Υβ (All about Yves)

Όταν ακούς τον τίτλο, πιστεύεις ότι το όνομα παραπέμπει σε άνθρωπο, αμ δε! Ο Υβ είναι το νέο υπερσύγχρονο ψυγείο που βρίσκεται ακόμα σε πειραματική φάση και η ερευνητική ομάδα αποφασίζει να τον δώσει σε ένα άτομο για να τεστάρει τη λειτουργία του. Όταν η ερευνήτρια Σο (Ντόροα Τιλιέρ -που ίσως θυμάστε την εκπληκτική ερηνεία της στο υπέροχο «Ο Κύριος και η Κυρία Άντελμαν») επισκέπτεται το σπίτι του Ζερόμ αντιλαμβάνεται αμέσως ότι δεν είναι αστυνομικός αλλά ένας ξεπεσμένος ράπερ που μετά από έναν αποτυχημένο δίσκο κοπροσκυλιάζει όλη μέρα, αλλά επειδή τον συμπαθεί αποφασίζει να του αφήσει δοκιμαστικά τον Υβ.

Έτσι ξεκινά η εκμάθηση του Υβ αλλά και του Ζερόμ και από την αλληλεπίδραση τους θα γεννηθούν σπουδαία πράγματα, κωμικές καταστάσεις αλλά και μεγάλες αντιπαλότητες. Στοχεύοντας περισσότερο στο κωμικό στοιχείο η ταινία χρησιμοποιεί το όχημα της επιστημονικής φαντασίας (ή θα λέγαμε καλύτερα «το καβαλάει») προσθέτοντας ένα ακόμα ρομπότ στους απόγονους του HAL 9000 από το 2001: Οδύσσεια του Διαστήματος και του σουρεαλισμού, αλλά δυστυχώς δεν το προχωράει τόσο όσο θα ήθελαν ίσως οι φίλοι του είδους. Αντίθετα εστιάζει στο εύκολο χιούμορ και τη μουσική ραπ, κάτι που αλλού της βγαίνει αλλού όχι.

Το σενάριο μοιάζει να ήθελε λίγο περισσότερο χιούμορ, λίγο προσοχή σε ατάκες καφρίλας που μοιάζουν αταίριαστες παρά αστείες, η σκηνοθεσία μερικές φορές είναι πιο αργή από ότι επιτάσσουν αυτά που βλέπουμε και σε τελική ανάλυση επιτάσσει η ίδια η ταινία και το είδος της. Τα αναφέρω μαζί διότι σενάριο και σκηνοθεσία είναι του ίδιου, του Μπενουά Φορτζάρ, που είχε μια ωραία ιδέα αλλά η υλοποίηση της δεν είναι του πεταματού, αλλά ήθελε λίγο καλύτερη προετοιμασία, μεράκι και ρυθμό.

Αράχνη (Spider / Araña)

Από το πονεμένο παρελθόν της Χιλής αντλεί έμπνευση και αυτή η ταινία που κινείται σε δυο χρόνους, από τη μια στο παρόν και από την άλλη στα 70s. Στο παρόν ένας περίεργος άντρας γίνεται μάρτυρας μιας ληστείας τηγς τσάντας μια γυναίκας από έναν νεαρό πορτοφολά και χωρίς ενδοιασμούς τον κυνηγά αδυσώπητα με το όχημα του, πέφτει πάνω του και τον σκοτώνει. Παρόλο που χειροκροτείται από μέρος των περαστικών σαν ήρωας (!) η αστυνομία βρίσκει στο πορτ παγκάζ όπλα και τον συλλαμβάνει για να ανακαλύψει ότι πρόκειται για ηγετικό μέλος ακροδεξιάς εξτρεμιστικής οργάνωσης που θεωρούταν για χρόνια νεκρός. Η σύλληψη του θα πυροδοτήσει καταστάσεις και θα αφυπνίσει ανθρώπους την ιστορία των οποίων θα μάθουμε με αναδρομές στο παρελθόν.

Με προσεγμένη παραγωγή και ερμηνείες, όπως μας έχει συνηθίσει σταθερά τα τελευταία χρόνια ο ισπανόφωνος κινηματογράφος, θα παρακολουθήσουμε να ξεδιπλώνεται η ιστορία του μυστηριώδους άντρα, αλλά και του ζευγαριού που τον πλαισιώνουν πολιτικά αλλά και σε ένα μπλεγμένο ερωτικό τρίγωνο που δημιουργείται λόγω του παθιασμένου του έρωτα με τη σύζυγο του συντρόφου του.

Πρωτότυπη προσέγγιση του ακροδεξιού στρατοπέδου (συνήθως τις ταινίες απασχολούν ιστορίες αριστερών), αλλά και η τρυφερότητα με την οποία τους προσεγγίζει, που φαίνεται σε στιγμές πιο ανθρώπινη ματιά ενώ σε άλλες δείχνει να τους χαρίζεται, ίσως για να καταδικάσει το κοινό. Πολύ διαφορετική για παράδειγμα από τη σκληρότητα του χολιγουντιανού American History X, που δείχνει ένα γουρούνι να αποκτά συνείδηση, εδώ έχει έναν φαινομενικά συμπαθή χαρακτήρα, που δείχνει όμως αμετανόητος παρά το πέρασμα των χρόνων από πάνω του.

Σκηνοθεσία και μουσική συμπορεύονται με τη φωτογραφία και όλα μαζί δίνουν εύστοχα το άρωμα κάθε εποχής, ώστε να είναι άμεσα κατανοητό πότε είμαστε στο σήμερα και πότε στο παρελθόν, χωρίς όμως να αποφύγει μικρά νεκρά διαστήματα τα οποία οφείλονται κατά τη γνώμη μου κυρίως στη δραματουργία του σεναρίου. Υπάρχουν δυστυχώς και μερικές αστοχίες, που οφείλονται από τη μια στις ηλικίες των χαρακτήρων τότε και σήμερα (βάσει της ηλικίας τους τότε στο τώρα θα έπρεπε να είναι 80ρηδες και όχι 50χρονοι), αλλά και τις ίδιες τις επιλογές ηθοποιών, με τους ηθοποιούς του παρελθόντος να μη μοιάζουν φυσιογνωμικά με τους ηθοποιούς που υποδύονται τους ίδιους χαρακτήρες στο παρόν -ιδιαίτερα του άντρα της γυναίκας με τη χαρακτηριστική μύτη που όπως και να το κάνεις είναι ένα στοιχείο που δεν μπορεί να μη προσέξει κανείς.

Έλα στο Μπαμπά (Come to Daddy)

Έγραφα τις προάλλες, ορμώμενος από τον Λόγκαν Λέρμαν στο «Τέλος της Διαδρομής (End of Sentence)» που προβλήθηκε στις 25ες Νύχτες Πρεμιέρας, για το πόσο εύκολα αποτίναξαν κάποιοι ηθοποιοί μεγάλους ρόλους ενώ κάποιοι άλλοι μοιάζουν ακόμα κολλημένοι εκεί. Στη δεύτερη κατηγορία δυστυχώς ανήκει ο Ελάιζα Γούντ, που έγινε από τη μια μέρα στην άλλη διάσημος ως Φρόντο του «Άρχοντα των Δαχτυλιδιών». Ίσως λόγω του φιζίκ του, ίσως λόγω άστοχων επιλογών ο ηθοποιός δεν έχει καταφέρει να έχει την εξέλιξη που θα περίμεναν όλοι. Κανείς όμως δεν μπορεί να του προσάψει ότι δεν προσπαθεί, είτε σε σειρές είτε σε ταινίες, συμμετέχοντας ακόμα και σε αλλόκοτα B-Movies, αναλαμβάνοντας όσο πιο περίεργους ρόλους μπορεί, σε σημείο να κοντεύει τελικά να ταυτιστεί με αυτούς τους ρόλους.

Εδώ ενσαρκώνει έναν αλλόκοτο νεαρό χίπστερ που μετά από πολλά χρόνια λαμβάνει γράμμα από τον πατέρα του που είχε εγκαταλείψει αυτόν και τη μάνα του από όταν ήταν πολύ μικρός, ο οποίος τον καλεί να τον επισκευτεί στην απομονωμένη του εξοχική κατοικία. Φτάνοντας, χτυπώντας την πόρτα του ανθρώπου που έμαθε τόσα χρόνια να μισεί, νιώθει αποφασισμένος να τον αντιμετωπίσει, ίσως και να τον συγχωρέσει. Ο άντρα όμως που ανοίγει δείχνει εξαρχής επιθετικός απέναντι του και σίγουρα εντελώς διαφορετικός από ότι ο νεαρός θα περίμενε. Τη μουδιασμένη αρχή θα ακολουθήσει η μια ανατροπή μετά την άλλη, που περάσει από πολλά απρόσμενα μονοπάτια, από ιστορία φαντασμάτων, μέχρι αιματοβαμμένου μακελιού, με στιγμές χιούμορ αλλά και gore.

Σίγουρα το σενάριο ως ιδέα είναι ευφάνταστο, κάπου όμως στην εκτέλεση χωλαίνει. Μη διατηρώντας ενιαίο ύφος η αρχή είναι αρκετά κουραστική και τα σύντομα comic reliefs (χιουμοριστικές στιγμές) δεν επαρκούν για να κρατήσουν ζεστό το ενδιαφέρον μέχρι την μεγάλη αποκάλυψη, ενώ η συνέχεια μοιάζει ασύνδετη σαν να παρακολουθείς άλλη ταινία. Αν το δεις για να διασκεδάσεις πρέπει εξαρχής να χαμηλώσεις τις προσδοκίες σου και μη το πάρεις πολύ στα σοβαρά.

Η Ώρα του Λύκου (the Wolf Hour)

H ταινία με την οποία επιλέξαμε να κλείσουμε τις προβολές μας από το φετινό φεστιβάλ είναι ένα ιδιόμορφο κλειστοφοβικό θρίλερ, με κεντρική πρωταγωνίστρια την Ναόμι Γουότς (η οποία πίστεψε στην ταινία ώστε ανέλαβε και την παραγωγή της).

Στο λεγόμενο «καλοκαίρι του Σαμ», το πιο αιμοβόρο καλοκαίρι για τη Νέα Υόρκη του 1977, με ένα κατα συρροή δολοφόνο να σπέρνει τον πανικό, στο Μπρονξ, ίσως την πιο επικίνδυνη και κακόφημη συνοικία, μένει μια συγγραφέας σε τέλμα. Τέσσερα χρόνια μετά την έκδοση ενός επιτυχημένου βιβλίου της, η γυναίκα μένει μόνη κλεισμένη σε ένα διαμέρισμα, βασανισμένη από ψυχολογική πάθηση που της καθιστά αδύνατο να βγει στον έξω κόσμο. Το μαρτύριο της εντείνεται από ξαφνικά, επίμονα χτυπήματα στο κουδούνι του θυροτηλέφωνου της πολυκατοικίας της, όπου κανείς δεν απαντά όταν ρωτά ποιος είναι. Μια διαρκής κόλαση και ένα ποτήρι έτοιμο να ξεχυλίσει.

Ωραίοι φωτισμοί παραπέμπουν κυρίως στο σέπια, προσεγμένα ηχητικό μοντάζ και μιξάζ (φέρνει στο νου κάτι από Berberian Sound Studio του 2012), αλλά και μια δυνατή κεντρική ερμηνεία από τη Γουότς διατηρούν το ενδιαφέρον στην ταινία, παρόλο που κινείται σε στιγμές υπνωτιστικά αργά και δεν βγαίνει από το δωμάτιο, παρά σε ελάχιστες στιγμές.

Η Ναόμι Γουότς αποδίδει εύστοχα όλη την απόγνωση και τρέλα που γυροφέρνει το χαρακτήρα της εγκλοβισμένης στο διαμέρισμα γυναίκας, με την κολασμένη πόλη απέξω να βρυχάται έτοιμη να την κατασπαράξει. Κόντρα σε όλη αυτή την κόλαση, η ηθοποιός που και εδώ γράφει υπέροχα στο φακό και δείχνει κατά πολύ νεώτερη της ηλικίας της, καταφέρνει να βγάλει και μπόλικο αισθησιασμό στο χαρακτήρα της, όπου απαιτεί ο ρόλος.


Αντώνης Γκούμας

Θα μπορούσε να ζήσει εξίσου ευχάριστα στη Μέση Γη όσο στη Metropolis, από τα πιο ρεαλιστικά πλάνα στα πιο σουρεαλιστικά συννεφάκια. Μπαίνοντας στις αίθουσες παθιάζεται αμετανόητα κάθε φορά που σβήνουν τα φώτα. Στα Φεστιβάλ που καλύπτει αντί για τις πολυαναμενόμενες ταινίες προτιμά να ανακαλύπτει άγνωστα μικρά διαμαντάκια που ίσως να μην δούμε ποτέ στις ελληνικές αίθουσες. Συνήθως καλοπροαίρετος, προσέξτε, όμως, όταν κραδαίνει το «τσεκούρι» του.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *