Alien: Covenant
Εν μέρει σίκουελ του Προμηθέα, εν μέρει προσπάθεια επιστροφής στην ατμόσφαιρα του πρώτου Άλιεν, το Alien: Covenant αποτελεί το δεύτερο μέρος μιας τριλογίας -τουλάχιστον βάσει όσων έχει πει ο ίδιος- που ετοιμάζει ο Ρίντλει Σκοτ. Ο Σκοτ συνεχίζει να εξερευνά τη θεματική της δημιουργίας που τον είχε απασχολήσει και στο Προμηθέα, αλλά και τις αδυναμίες του δημιουργού.
Δέκα χρόνια μετά την εξαφάνιση του σκάφους στο οποίο επέβαινε η δρ. Ελίζαμπεθ Σο, το Covenant το οποίο μεταφέρει πάνω από 2000 αποίκους στον πλανήτη Origae-6 λαμβάνει ένα παράξενο σήμα ανθρώπινης προέλευσης από έναν πλανήτη που πληροί όλες τις προϋποθέσεις για την ύπαρξη ζωής. Το πλήρωμα του σκάφους αποφασίζει να τον εξερευνήσει και όπως θα περίμενε κανείς τα μέλη του βρίσκονται αντιμέτωπα με κάτι πολύ τρομακτικό.
Σε αντίθεση με τον Προμηθέα εδώ έχουμε μπόλικες εμφανίσεις του αγαπημένου τέρατος -αν και χρειάζεται να περάσουν σχεδόν 40 λεπτά πριν το δούμε τελικά στην οθόνη. Και τότε ακόμα, όμως, οι εμφανίσεις του δεν εκπλήσσουν, ούτε είναι ικανές να κάνουν τον θεατή να πεταχτεί από τη θέση του, ενώ παρά τις φιλότιμες προσπάθειες της Κάθριν Ουότερστον ο χαρακτήρας της δεν μπορεί να συγκριθεί με εκείνον της Ρίπλεϊ – αν και η Ουότερστον είναι σαφώς καλύτερη από ότι ήταν η Νούμι Ράπας.
Εκεί που το Covenant γίνεται εξαιρετικά ενδιαφέρον είναι το κομμάτι που αφορά τον χαρακτήρα (μάλλον πρέπει να πούμε τους χαρακτήρες) που ερμηνεύει ο Μάικλ Φασμπέντερ και στη δουλειά που έχει κάνει ο ίδιος ο ηθοποιός πάνω σε αυτούς. Ο Φασμπέντερ επιστρέφει στον ρόλο του Ντέιβιντ – το ανδροειδές του Prometheus- ενώ ερμηνεύει και τον Γουόλτερ, το ανδροειδές του Covenant. Είναι μεγάλη πρόκληση για έναν ηθοποιό τι να καλείται να ερμηνεύσει δυο χαρακτήρες τόσο παρόμοιους και τόσο διαφορετικούς. Ο Φασμπέντερ καταφέρνει να αποδώσει υπέροχα τις διαφορές των δύο συνθετικών χαρακτήρων μέσα από λεπτές εκφράσεις του προσώπου, τη στάση του σώματός του και τον τρόπο ομιλίας του.
Αν και ο σεναριογράφος Τζον Λόγκαν ασχολείται με την ιδέα του δημιουργού – θεού και την αμφισβήτησή του (ή τα όριά του), υπάρχουν στοιχεία που δεν καταφέρνει να εκμεταλλευτεί. Για παράδειγμα, ο θεατής μαθαίνει ότι ο χαρακτήρας του Μπίλι Κράνταπ είναι θρήσκος, αλλά η ταινία δεν εκμεταλλεύεται αυτή την ιδέα τη στιγμή που θα έπρεπε και όχι μόνο την αφήνει ανεκμετάλλευτη, αλλά τη χρησιμοποιεί μόνο για εύκολο τρόμο, για να βάλει τον ήρωα να δηλώνει ότι σε μικρή ηλικία «είχε δει τον διάβολο» -ό,τι κι αν υποτίθεται ότι σημαίνει αυτό.
Ας αφήσουμε στην άκρη τη μία μετά την άλλη τις κακές επιλογές που μοιάζουν να κάνουν οι χαρακτήρες της ταινίας. Δυστυχώς, και παρά την εξαιρετική δουλειά που εχει γίνει στο production design, το Alien: Covenant δεν διαθέτει την απαραίτητη φρεσκάδα που θα μπορούσε να ανανεώσει πραγματικά τον μύθο του alien. Αντί γι αυτό επαναλαμβάνει γνωστά μοτίβα που ίσως ικανοποιήσουν τους φαν, αλλά δεν θα τους εκπλήξουν.