Annabelle
Όταν ξεκινάς το γράψιμο ενός σεναρίου και υπερβάλλεις με τις αναφορές σε προηγούμενες ταινίες, τότε ξεκινούν αυτομάτως και οι συγκρίσεις. Και όταν το έργο με το οποίο αναμετράς την δική σου σκέψη είναι θεμέλιο κινηματογραφικής αφήγησης, ουσίας και φόρμας, τότε το παραγόμενο προϊόν, είναι εμφανώς μια αστειότητα.
Το “Annabelle”, προσπαθεί να γίνει ένα καινούριο “Rosemary’s Baby”. Πού πας λοιπόν; Το αριστούργημα του Polanski, δεν είναι ο Γολιάθ. Είναι ο Νταβίντ – γίγαντας. Σίγουρα, θα χάσεις.
Τι οι χαρακτήρες, τι τα κοστούμια, τι τα μαύρα μωρουδίστικα καροτσάκια, τι οι ευθύς καταβολές του στόρι, όλα συνηγορούν, στο ότι ο σεναριογράφος και ο σκηνοθέτης, δεν πολυσκέφτηκαν να μας πουν κάτι καινούριο, αλλά παίρνοντας από εδώ και από εκεί, απερίσκεπτα και αναίτια, στοιχεία, κατά βάση πλοκής και σε καμιά περίπτωση ουσίας, από την ταινία τρόμου, που επιβεβαίωσε την άποψη μας για το τι εστί ο τρόμος, ειδικά ο αόρατος, ο καθόλου μεταφυσικός και πλήρως ουσιαστικός, τότε κάνεις απλά ένα spin off που μας κάνει να γελάμε εκεί που πρέπει να φρικάρουμε.
Το Annabelle, προσπαθεί να μας πει μια δεύτερη ιστορία στο επιφανειακό «σύμπαν» που δημιούργησε το πρόσφατο “The Conjuring”. Μ ‘ αυτό μπορούμε να το συγκρίνουμε και να πούμε με απόλυτη σιγουριά: «Τι είχες Γιάννη, τι είχα πάντα».
Και να η σιγουριά ενός νεαρού ζευγαριού στην Αμερική, και να η μοναξιά, και να το προκάτ στοιχειωμένο σπίτι, και να η άψυχη – εδώ και κινηματογραφικά – κούκλα, και να και ο παπάς, και να ο θόρυβος και τα ζουμ και τα απότομα κλεισίματα των πορτών. Αυτή είναι η φόρμα, η πλέον κλασική στις παραγωγές «ακαδημαϊκού» χαρακτήρα με την κακή έννοια – καλύτερα εμπορικού – που θα τρομάξουν τους σχετικά αμύητους στο σινεμά και ειδικότερα του είδος.
Ερμηνείες ανούσιες, σκηνοθέτηση τους δίχως τσαγανό και με πολλά λάθη -επιπολαιότητα και πασάλειμμα δηλαδή-, χαρακτήρες κενοί δίχως ψυχισμό, δίχως λεπτές γραμμές ανάμεσα στη λογική και τον παραλογισμό, στην ηρεμία και τον τρόμο.
Απλά εισέρχονται στην οθόνη, λένε τα λόγια, ουρλιάζουν «φοβισμένοι» και φεύγουν από το πλατό. Ένα το επίπεδο της ταινίας. Στόχος – το πολύ – να μας φύγουν τα ποπ κoρν από το χέρι, γιατί θα μας τρομάξει το δυνατό Dolby Digital. Κατά τα άλλα, η μεταφυσική, αυτοσκοπός, – εντυπωσιασμός για κόψιμο εισιτηρίων- η φωτογραφία παθητικότατη, ο χώρος δεν παίζει κανένα ρόλο στην ψυχοσύνθεση που απουσιάζει εμφανώς από όλους τους χαρακτήρες, αισθητική παιδαριώδης και στιγμές στιγμές σαν σε μεταμεσονύκτιου ψευδοντοκιμαντέρ τηλεόρασης, καμιά αλληγορική και συμβολική διάθεση.
Μια χιλιοειπωμένη ιστορία, που ειλικρινώς δυσκολεύομαι να βρω τον λόγο να συνεχίζει. Ένα πρόχειρο και αντιαισθητικό κάδρο κινηματογραφικών στοιχείων, μεγάλων δημιουργιών του είδους, διαχειριζόμενο πλήρως απογοητευτικά και απαράδεκτα. Άσχημη ταινία με τα όλα της.
Travis
Travis είναι ο Χρήστος Σκυλλάκος. Γιατί Travis; Γιατί βλέποντας τον, ξεκίνησα μια κουραστική οδοιπορία μαζί του, εκείνος με στόχο να βρει το «Παρίσι» στις ερημιές του Τέξας κι εγώ αυτό το κάτι στις σκοτεινές αίθουσες, αυτό που κάνει τον κινηματογράφο τόσο ανθρώπινα σπουδαία τέχνη, μια μυθοπλαστική επαναεπιβεβαίωση της πραγματικότητας. Από την πιο «άσημη» b movie κατάθεση ως τα δοκίμια του Bergman, αυτό το μέσο, είναι μια γλώσσα, που μας κοιτά στα μάτια ειλικρινώς. Αυτό είναι που με συναρπάζει. Προσωπική ιστοσελίδα: http://kinoeye-gr.blogspot.gr/