Το καλοκαίρι της ζωής μας
Οι γονείς της Λέα, του Αντριάν και του μικρού Τεό τους ανακοινώνουν ότι θα χωρίσουν. Οι καλοκαιρινές διακοπές που ονειρευόντουσαν ακυρώνονται και αναγκάζονται να φύγουν μαζί με την γιαγιά τους Ιρέν στο κτήμα του παππού τους Πολ στην όμορφη περιοχή της Προβηγκίας. Τα παιδιά δεν έχουν δει ποτέ τον παππού τους εξαιτίας των διαφορών που είχε με την μητέρα τους. Η συνάντηση του παππού με τα εγγόνια δεν ξεκινάει και με τις καλύτερες προϋποθέσεις καθώς ο Πολ είναι αυστηρός και γκρινιάρης και οι δύο έφηβοι αντιδρούν στις συνεχείς παρατηρήσεις του. Η αρχή της προσέγγισης θα γίνει μέσω του μικρού Τεό που είναι κωφάλαλος και θα μπορέσει να απαλύνει την σκληρή καρδιά του παππού. Η Λέα και ο Αντριάν , παρά την αρχική δυσαρέσκεια τους, θα αρχίσουν να εγκλιματίζονται στην ζωή της γαλλικής επαρχίας και θα ζήσουν και τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα.
H ταινία σίγουρα θα αρέσει στο κοινό αλλά θα απογοητεύσει τους σινεφίλ. Για ποιο λόγο; Η συνύπαρξη εξαιρετικών ιδεών με μερικά από τα χειρότερα κλισέ αυτού του είδους της δραματικής κωμωδίας. Είναι έξυπνη η ιδέα να δοθεί το χάσμα των γενεών μέσα από τις σχέσεις παππού και εγγονών αλλά πόσο προβλέψιμο να ανακαλύψουμε ξαφνικά ότι ο ψυχαναγκαστικός παππούς είχε παρελθόν ως άγριος νέος που γύρισε τον κόσμο με την μηχανή του και ήταν ένα πραγματικό παιδί των λουλουδιών. Βέβαια το θέμα της ταινίας προσφέρεται για κλισέ αλλά η σκηνοθέτης και σεναριογράφος δεν φαίνεται να θέλει να αποχωριστεί αυτά που δεν είναι απαραίτητα για την πλοκή. Οι δεύτεροι ρόλοι ή λειτουργούν ή είναι συχνά καρικατούρες όπως η ωραία του χωριού με τον ωραίο αδερφό που σαγηνεύει την νεαρή Λέα αλλά αποδεικνύεται στο τέλος ότι είναι ένα μικρό κάθαρμα. Αυτή η κακή ισορροπία κάνει την ταινία να μην απογειώνεται καθώς το πρώτο καλό ημίωρο της ταινίας διαδέχεται μια προσπάθεια της σεναριογράφου και σκηνοθέτη να μας συγκινήσει χρησιμοποιώντας τα πιο χιλιοειδωμένα κλισέ. Λείπει μια γενική κατεύθυνση του σεναρίου που θα επέτρεπε στο θεατή να συμπάσχει περισσότερο με τους χαρακτήρες και τις περιπέτειες τους.
H σκηνοθεσία της Ρόζ Μπός ακολουθεί και αυτή μια διπλή κατεύθυνση ανάμεσα στα εντυπωσιακά πλάνα που κατορθώνουν να αναδείξουν την ομορφιά και την ιδιαιτερότητα του τοπίου της Νοτιοανατολικής Γαλλίας χωρίς όμως να ξεφεύγουν από την αισθητική ενός ταξιδιωτικού οδηγού. Αντίθετα κινηματογραφεί με ευαισθησία και διακριτικότητα τα πρόσωπα και τα σώματα των παιδιών. Οι ερμηνείες των ηθοποιών είναι που κάνουν την ταινία να ξεφεύγει από την ανυπαρξία. Ο μικρός Λουκά Πελισιέ είναι καταπληκτικός στο ρόλο του κωφάλαλου Τεό και οι γλυκύτατες εκφράσεις του αντικαθιστούν την ομιλία. Πολύ καλή είναι και Κλοέ Ζουανέ στο ρόλο της Λέα που ερμηνεύει με φρεσκάδα και πειστικότητα τον ρόλο της έφηβης που δεν ξέρει τι θέλει. Συμπαθητική η Άννα Γκαλένα στο ρόλο της γιαγίας Ιρέν που λειτουργεί σαν κυανόκρανος ανάμεσα στον σκληροτράχηλο παππού και τα εγγόνια. Ο Ούγκο Ντεσιού, κωμικός του διαδικτύου που κάνει το ντεμπούτο στην μεγάλη οθόνη, είναι άνισος καθώς διαπρέπει στο κωμικό κομμάτι του ρόλου του αλλά είναι μέτριος στις δραματικές στιγμές του ρόλου του. Ο Ζαν Ρενό παίζει με ευκολία τον ρόλο του σκληρού παππού που κρύβει μια μεγάλη καρδιά κάτω από την σκληρότητα του κάνοντας τον χαρακτήρα του συμπαθή ακόμα και στις κακές στιγμές του. Είναι σαν το τοπίο της ταινίας, φωτεινό αλλά και σκληρό ταυτόχρονα.
Συμπέρασμα λοιπόν; Μια αξιοπρεπής δραματική κομεντί που πνίγεται μέσα στα κλισέ, γεγονός που την εμποδίζει από το να γίνει μια αξέχαστη κινηματογραφική εμπειρία.