ΚΡΙΤΙΚΕΣΣινε-προτάσειςΣινεμά

Beatles: Eight Days a Week – The Touring Years

two-half-popcorn

Πολυαναμενόμενο μουσικό ντοκιμαντέρ, όχι μόνο λόγο της αγάπης για τα σκαθάρια, αλλά και της σκηνοθεσίας του Ρον Χάουαρντ, ηθοποιού, σεναριογράφου, αλλά περισσότερο γνωστού ως σκηνοθέτη των Α Beautiful Mind, Rush, Apollo 13, Cinderella Man, Frost Nixon, Far & Away, In the Heart of the Sea και φυσικά των κινηματογραφικών μεταφορών δημοφιλών μυθιστορημάτων του Νταν Μπράουν, Κώδικας Ντα Βίντσι, Angels & Demons και το Inferno -που κυκλοφορεί στις αίθουσες την ίδια εβδομάδα με το ντοκιμαντέρ.

eight_days_a_week_beatles_poster_h_2016

Ο σκηνοθέτης συγκέντρωσε πολύ και σπάνιο σε περιπτώσεις αρχειακό υλικό, το έβαλε σε σειρά και μας δήλωσε ότι θα παρακολουθήσει τα χρόνια των περιοδιών του συγκροτήματος.

Παράλληλα με το αρχειακό υλικό διάφοροι πλέον επώνυμοι, θα μιλήσουν για το πως έζησαν την περίοδο παιδιά και έφηβοι, ανάμεσα τους η Σιγκούρνι Γουίβερ, η Γούπι Γκόλντμπεργκ και ο Έλβις Κοστέλο…

Το ντοκιμαντέρ πρωτοπροβλήθηκε στις Νύχτες Πρεμιέρας, όπου μετά το τέλος της προβολής ακολούθησε μισή ώρα αποκαταστημένο ψηφιακά βίντεο από την μεγαλύτερη συναυλία του, στο Shea Stadium της Νέας Υόρκης, το 1965, που έμελλε να είναι και η τελευταία που έδωσαν μπροστά σε κοινό, αν εξαιρέσει κανείς την συναυλία στην ταράτσα φυσικά.

the-beatles

Οι Beatles από μόνοι τους είναι εξ’όρισμού ενδιαφέρον θέμα και απόλαυση να τους βλέπεις. Τι έφταιξε και το ντοκιμαντέρ δεν απογειώθηκε ποτέ μαζί με τα σκαθάρια; Πρώτα απ΄όλα δεν είναι rock’n’roll, προσπαθώντας να δώσει μια σύγχρονη κλινικά αποστειρωμένη οπτική, ισοπεδώνει εντελώς το θέμα του, σε σημείο πραγματικά να αναρωτιόμαστε αν ο Ρον Χάουαρντ υπήρξε ποτέ πραγματικά φίλος της μουσικής τους. Παράλληλα, επειδή πολλά πράγματα έχουν ειπωθεί πολλές φορές δε σημαίνει ότι δεν είναι ανάγκη να τα αναφέρουμε. Έτσι έχει πολλές λογικές αναλήθειες και ανακρίβιες στην παρουσίαση του θέματος του, κάνοντας αρκετές φορές λανθασμένα ραψίματα σε δηλώσεις και αφήνοντας ουσιώδεις λεπτομέριες να περάσουν απαρατήρητες.

Φυσικά και οι Beatles δεν ήταν οι μόνοι, ούτε οι πρώτοι που έπαιζαν rock’n’roll, ούτε οι γυναίκες είναι παράλογες και τσιρίζουν και χτυπιούνται. Μετά από χρόνια καταπίεσης, η νέα γενιά είναι έτοιμη να επαναστατήσει, τα 60’s μπαίνουν δυναμικά και ο αέρας της αλλαγής φαίνεται παντού. Τα σκαθάρια είχαν την ευτυχία να βρεθούν με τη σανίδα τους στην κορυφή του μεγάλου κύματος την κατάλληλη στιγμή. Δεν ήταν κάποιο εξωγήινο φρούτο που έπεσε από τον ουρανό, μόνο και μόνο για να αιτιολογηθεί αργότερα η παρεξηγημένη δήλωση του Τζον Λένον ότι έιναι πιο δημοφιλοί κι από τον Ιησού! Η θέση της γυναίκας, αλλά και η σεξουαλική επανάσταση -που θα γίνει πιο έντονη τα 70’s- δίνουν την ελευθερία στις γυναίκες να εκφραστούν περισσότερο ελεύθερα. Δεν είναι πλέον τα συνεσταλμένα άβολα πλάσματα των 50s. Οι συναυλίες είναι για αυτές μια μορφή εκτόνωσης, όπως ακριβώς για τους άντρες το γήπεδο και ζητοκραυγάζουν όταν πλέον μπαίνουν εκεί όπως αντίστοιχα οι άντρες στο ποδόσφαιρο. Από την άλλη, πως μπαίνουν εκεί; Tα γήπεδα γεμίζουν για συναυλία πρώτη φορά στην ιστορία, επειδή υπάρχει υπερπληθώρα ζήτησης εισιτηρίων. Η εποχή δεν ήταν έτοιμη για κάτι τέτοιο και ο ήχος είναι απαίσιος. Όσο και να τον αποκαταστήσεις δεν θα φτιάξει, μιας που τότε ακόμα έγραφαν μονοκάναλα και όχι το κάθε όργανο ξεχωριστά για να απομονώσουν ήχους. Ίσως για κάποιους η υποτιθέμενη «4Κ αποκατάσταση» χτυπήσει πολλά καμπανάκια του «δήθεν» ή ακόμα θεωρηθεί βλάσφυμη.

Άφησε στην άκρη επίσης πως ήταν ιδιαίτερος ο ήχος τους, πως ήταν το μπάσο τους με τον ΜακΚάρτνεϊ, την τεράστια μουσική μεταστροφή των πρώτων δίσκων με τα αγαπημένα Rubber Soul και Revolver. Κάνει ένα αξιοπρεπές πασάλημα στην εποχή και το συγκρότημα, ναι, αλλά τελικά είναι εντελώς άψυχο το αποτέλεσμα. Ίσως τελικά να είναι οι μικρές λεπτομέριες που κάνουν τη διαφορά. Για αυτό και το «Η καλή μας η Φρίντα» του 2014, που παρακολουθεί μέσα από τα μάτια της γραμματέως τους, Φρίντα Κέλι έχει πολύ περισσότερο χιούμορ και ενδιαφέρον.

Η τελική συνολική διάρκεια (των 136′ λεπτών συν το μισάωρο της συναυλίας) τελικά κούρασε περισσότερο τους θεατές, από όσο θα περίμενε κανείς ότι θα συνέβαινε από ένα μουσικό ντοκιμαντέρ.

Αντώνης Γκούμας

Θα μπορούσε να ζήσει εξίσου ευχάριστα στη Μέση Γη όσο στη Metropolis, από τα πιο ρεαλιστικά πλάνα στα πιο σουρεαλιστικά συννεφάκια. Μπαίνοντας στις αίθουσες παθιάζεται αμετανόητα κάθε φορά που σβήνουν τα φώτα. Στα Φεστιβάλ που καλύπτει αντί για τις πολυαναμενόμενες ταινίες προτιμά να ανακαλύπτει άγνωστα μικρά διαμαντάκια που ίσως να μην δούμε ποτέ στις ελληνικές αίθουσες. Συνήθως καλοπροαίρετος, προσέξτε, όμως, όταν κραδαίνει το «τσεκούρι» του.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *