ΘΕΜΑΤΑΦεστιβάλ

Berlinale 2020: Οι Cinepivates στην πρεμιέρα του Siberia

Αποστολή στην Berlinale: Elise Lingeridis

Μετά το περσινό Tomasso, οι Abel Ferrara και William Dafoe επιστρέφουν σε μία εκρηκτική έκτη συνεργασία που αναμφίβολα θα αφήσει ανοιχτά τα στόματα και των πιο hardcore φίλων του σινεμά.

Η διείσδυση στο σκοτεινό υποσυνείδητο του Clint (William Dafoe) βοηθά στην αναδίπλωση μίας σειράς γεγονότων δίχως εμφανή συνοχή, με αφετηρία, όπως προβλέπεται άλλωστε και από τον τίτλο, μία μικρή ματιά στη ζωή του προαναφερθέντος, ο οποίος υποδέχεται περαστικούς Ινουίτ στο ετοιμόρροπο μπαρ του, χωμένο κάπου στην άκρη του κόσμου.

Και ενώ αφήνεται να εννοηθεί, από το προωθητικό υλικό καθώς και από τα πρώτα λεπτά της ταινίας, ότι πρόκειται για μία ιστορία που παραπέμπει σε cold-weather thriller, ο άκρατος σουρεαλιστικός, σαδιστικός αλλά και – δυστυχώς – αποκρουστικός χαρακτήρας του έργου δεν αργεί να φανεί. Σύντομα η οθόνη κατακλύζεται με αιφνιδιαστικές εικόνες, οι οποίες δεν προκύπτουν με κάποια λογική αλληλουχία, ούτε γνωρίζουμε αν θέλουν να μας πουν κάποια ιστορία. Θα μπορούσαμε να τις βαφτίσουμε αλληγορίες, όμως η δύναμη της αποκρουστικότητας τους μας αποκαθήλωσε και μας άφησε αδύναμους να παρακολουθήσουμε το υπόλοιπο με μία αντικειμενική στάση. Για παράδειγμα, πολύ σύντομα θα δούμε τον ίδιο, στη μέση της ερήμου αυτήν τη φορά, αντιμέτωπο με την εικόνα του πατέρα του – υποδυόμενος και πάλι από τον Νταφόε – ο οποίος βρίσκεται στη μέση μίας
εγχείρησης, της οποίας οι λεπτομέρειες μας αφήνουν – οπτικά -εκτεθειμένους .

Ωστόσο, την κατάσταση σώζει – για άλλη μία φορά – το επίπεδο της
υποκριτικότητας του Dafoe, που απέδειξε ότι δεν πτοείται να δοκιμαστεί και να δοκιμάσει ρόλους που φέρνουν τον ίδιο στα άκρα. Όπως άλλωστε δήλωσε ο ίδιος στη συνέντευξη τύπου που ακολούθησε, «όταν ο ρόλος είναι απαιτητικός και ο πήχης ψηλά, είμαι πολύ πιο αφοσιωμένος. Μου αρέσουν οι προκλήσεις. Επίσης, είμαι εύπλαστος σαν χαρακτήρας, οπότε αυτό που βλέπετε είναι απλώς η προέκταση της σκέψης του Abel (Ferrara)». Επομένως, μπορούμε σίγουρα να μιλήσουμε για ένα δυναμικό «μούσα – ποιητής» ανάμεσα στους δύο, πράγμα που επιβεβαίωσε η γλώσσα του σώματος μεταξύ των δύο αστέρων κατά τη διάρκεια των ερωτήσεων.
Τέλος, ειδική μνεία πρέπει να δοθεί στην υποδειγματική δουλειά των Stefano Falivene και Neil Benezra, κινηματογραφιστή και σχεδιαστή ήχου αντίστοιχα, οι οποίοι κατάφεραν να δέσουν αρμονικά εικόνα και ήχο και να δημιουργήσουν μαγευτικά, γήινα πλάνα.

Συνοψίζοντας, να πούμε ότι το κοινό εύκολα καταλαβαίνει τον συμβολικό χαρακτήρα της ταινίας, όπως και την υπογράμμιση της ιδέας ότι η τέχνη είναι ελεύθερη. Παρ ’αυτό, η ποιότητα είναι μέτρια στην καλύτερη των περιπτώσεων, και δεν ενδέχεται να μείνει χαραγμένη στη μνήμη μας ως η καλύτερη κινηματογραφική δουλειά του Φερράρα.

cinepivates

Συντακτική ομάδα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *