BFI: Αναμνήσεις από το Λονδίνο – νοτιοαμερικάνικος κινηματογράφος
The Pearl Button
Συνεχίζοντας τη θεματική της Νοσταλγίας στο Φως, ο Πατρίσιο Γκουσμάν ασχολείται στο Μαργαριταρένιο Κουμπί με το νερό… Η σημασία του νερού και δύο μαργαριταρένια κουμπιά τον οδηγούν στους ανθρώπους που εξαφανίστηκαν στη διάρκεια της δικτατορίας του Πινοσέτ, όπως τα αστέρια στη Νοσταλγία στο φως οδηγούσαν τις μανάδες των εξαφανισμένων στην έρημο. Με τρόπο λυρικό, ο Γκουσμάν προσπαθεί να ενώσει τα κομμάτια της ιστορίας της Χιλής σε ένα εξαιρετικό και ποιητικό ντοκιμαντέρ. H απείρου κάλλους εικόνες της φύσης θα έρθουν σε άμεση κόντρα με την ασχήμια των ανθρώπων που θα μας περιγράψει με την σχεδόν ποιητική αφήγηση του. Υπέροχες, καθαρές εικόνες φύσης και αρχειακό υλικό ντοκουμέντων, συνδυάζονται όμορφα με τον προσεγμένο ήχο και τα μουσικά του θέματα κάνοντας την παρακολούθηση του μια ξεχωριστή εμπειρία.
Paulina (La patota)
Άλλο ένα σπουδαίο δείγμα του υπέροχου σύγχρονου αργεντίνικου κινηματογράφου. Μεστό σενάριο, όμορφη κινηματογράφιση, δυνατές αλλά και ζεστές ερμηνείες συνθέτουν ένα συγκλονηστικό ψυχόδραμα που πλέκεται γύρω από την κεντρική πρωταγωνίστρια. Η Παολίνα είναι μια νεαρή νομικός, κόρη μεγαλοδικαστή, που αποφασίζει να κάνει την επανάσταση της για να προσπαθήσει να κάνει καλύτερο τον κόσμο και επιλέγει να πάει να διδάξει στο σχολείο μιας επαρχιακής πόλης πολιτικές αρχές και νόμους δικαίου. Οι μαθητές, επί τω πλείστον παιδιά μειονοτήτων ή μεταναστών, αδιαφορούν πλήρως για το μάθημα της, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες της. Ένα βράδυ περνώντας από ένα σκοτεινό σημείο η Παολίνα θα δεχτεί επίθεση και θα βιαστεί μαζικά. Προσπαθώντας να ξεπεράσει το σοκ, αλλά και παρά τις υποψίες ότι οι βιαστές είναι κάποιοι από τους μαθητές της, η Παολίνα θα προσπαθήσει να συνεχίσει να διδάσκει, επανεξετάζοντας μέσα της τους νόμους του κράτους και τους νόμους του δικαίου έτσι όπως τους αντιλαμβάνεται πραγματικά ο κάθε άνθρωπος μέσα του. Ένταση και δράμα παρουσιάζονται ωραία, με ομαλή κίνηση της κάμερας στο χέρι, που παρακολουθεί ρεαλιστικά, αλλά προσδίδει όλο το απαιτούμενο βάρος και βάθος στους χαρακτήρες του.
Viaje:
Ασπρόμαυρος νεανικός ρομαντισμός. Δυο νέοι ξεκινούν κυνικά τη γνωριμία τους, που αρχικά μοιάζει με (άλλο ένα) one night stand, όμως στην πορεία καταλήγουν να μιλούν ασταμάτητα και να βλέπουν ότι έχουν μια απίστευτη χημεία μεταξύ τους. Ο αυθορμητισμός και η απόλυτη παράδοση τους στον έρωτα, θα τους παρασύρει να αποδράσουν μαζί από την πόλη και να κατασκηνώσουν στην εξοχή. Στα διασκεδαστικά σημεία της αρχής σημειώστε την παρέμβαση – κήρυγμα του οδηγού ταξί, που βάζει στη θέση τους τους αιθεροβάμωνες νέους. Όσο περνά η ώρα, τα πλάνα γίνονται πιο καλλιτεχνικά, καθώς το ζευγάρι βυθίζεται στην εκδρομή στο δάσος. Η φύση δίνει έμπνευση σε σκηνοθέτη και ηθοποιούς, ενώ οι μουσικές επιλογές όπου αυτές χρησιμοποιούνται είναι εξίσου ταξιδιάρικες, κάνοντας το τελικό αποτέλεσμα ένα κολάζ από στιγμές νεανικής ξεγνοιασιάς και έρωτα. Ο σκηνοθέτης αποφεύγει το εύκολο – για παράδειγμα να αναλωθεί σε σκηνές σεξ. Κρατά τις άλλες, εκείνες τις στιγμές τις φαινομενικά ασήμαντες, που εσωκλείουν όμως όλη τη μαγεία των εμπειριών και κάνουν γλυκιά την ανάμνηση. Ο σκηνοθέτης για το Ταξίδι (Viaje) έχει στη διάθεση του μόνο δυο νέα παιδιά, τη Λουτζιάνα και τον Πέδρο, αλλά καταφέρνει μέσα σε λιγότερο από 70 λεπτά να μας πει την ιστορία τους, που θα μπορούσε μόλις να τελειώνει ή μόλις να αρχίζει. Διαλέχτε εσείς πιο σας ταιριάζει καλύτερα.
Embrace of the Serpent
Ένας ιθαγενής σαμάνος που ζει στον Αμαζόνιο έρχεται δύο φορές σε επαφή με τον δυτικό κόσμο που τόσο μισεί. Την πρώτη φορά όταν ένας ετοιμοθάνατος ερευνητής αναζητά εκείνο το φυτό που θα τον σώσει και την δεύτερη φορά, μετά από δεκαετίες, όταν ένας ακόμα ερευνητής θα αναζητήσει το ίδιο φυτό. Η ταινία του Γκουέρα, που βραβεύτηκε στο «Δεκαπενθήμερο των Σκηνοθετών» στις Κάννες 2015, είναι μια περιπλάνηση στα δάση του Αμαζονίου και στην αλλοτρίωση που έφερε εκεί η διείσδυση του δυτικού πολιτισμού, είτε αυτό ονομάζεται εκμετάλλευση του καουτσούκ είτε ιεραποστολή. Η ασπρόμαυρη φωτογραφία που επιλέγει για την απεικόνιση είναι εξαιρετική καθώς εναρμονίζεται και με την εποχή που αφορά η ιστορία αλλά και τελικά καταλήγει να ενισχύει την άγρια ομορφιά του Αμαζονίου. Με πλάνα γεωγραφικού και εθνογραφικού χαρακτήρα γινόμαστε παρατηρητές όχι μόνο των φυσικών τοπίων, αλλά και των ιθαγενών όπως και των άγριων ζώων. Οι δύο ιστορίες είναι ανισότιμες μεταξύ τους, με καλύτερη δόμηση ερμηνευτικά και αφηγηματικά της παλαιότερης εκ των δύο. Οι αναφορές στα τραγικά γεγονότα που συνόδευσαν την αποικιοκρατία δεν έχουν σκοπό να σε σοκάρουν με σκληρές σκηνές αλλά περισσότερο να ενεργοποιήσουν την σκέψη σου γύρω από έναν κόσμο που δεν έχεις συνειδητοποιήσει τι κακό του κάναμε. Το Στην αγκαλιά του Φιδιού αποτελεί μια κινηματογραφική εμπειρία σ’ ένα κόσμο που έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε κυρίως σε ντοκιμαντέρ.
Ixcanul (Volcano):
Η ταινία που απέσπασε την Αργυρή Άρκτο του φετινού φεστιβάλ του Βερολίνου. H Μαρία, μια νεαρή κοπέλα των σημερινών εναπομείναντων Μάγια, ζεί με τους γονείς της στις παρυφές ένος ηφαιστείου και εργάζονται στις φυτείες του καφέ. Ενώ οι γονείς της την τάζουν ως νύφη στο πλούσιο ξένο αφεντικό, που θα της προσφέρει μια καλύτερη ζωή στην πόλη, το κορίτσι μένει έγκυος από ένα νεαρό εργάτη των φυτειών. Τελικά, το Ixcanul 1αποδείχθηκε περισσότερο ενδιαφέρον, συγκριτικά με τις αρχικές μου προσδοκίες. Με λαογραφική διάθεση και σκηνοθετική «ματιά ανθρωπολόγου». Παραδόσεις, δεισιδαιμονίες, προκαταλήψεις και ματζούνια μπλέκονται με τις καθημερινές επιρροές του σύγχρονου δυτικού πολιτισμού. Ότι μουσική θα ακουστεί στην ταινία θα την παράγουν από τα χείλη τους οι άνθρωποι, ή ο αέρας που φυσά. Έχει σημεία που η φωτογραφία είναι καταπληκτική και άλλα πάλι στα οποία είναι αδιάφορη. Σε αντίθεση με το Tanna, που είδαμε επίσης στο φεστιβάλ, εδώ δε βλέπουμε τόσο το πραγματικό ηφαίστειο, όσο το εσωτερικό ηφαίστειο του εσωτερικού κόσμου της κοπέλας. Η ψυχή της συνθλίβεται αρχικά από τους γονείς της, αλλά σε δεύτερο επίπεδο από την ατυχία της ανεπιθύμητης (τελικά) εγκυμοσύνης της. Αν σκάψετε πιο βαθιά θα δείτε ότι ουσιαστικά το ίδιο το μέρος κατατρώει αργά την κοπέλα, κρατώντας δεμένα τα χέρια της μπροστά σε οποιαδήποτε τελική επιλογή. Όσο κυλά ο κινηματογραφικός χρόνος το δράμα της κορυφώνεται σε μια βραδυφλεγή έκρηξη, χωρίς τυμπανοκρουσίες αλλά με ουσία. Η ιστορία σε άλλες συνθήκες -δυτικού κόσμου- ίσως δεν είχε τόσο ενδιαφέρον, εδώ όμως τόσο η καταγωγή της κοπέλας, όσο και το φυσικό τοπίο δίνουν ένα ξεχωριστή νότα.
Songs my brothers taught me
Ο 18χρονος Τζόνι και η μικρότερη του αδερφή ζουν με την μητέρα τους σ’ ένα ινδιάνικο καταυλισμό. Ο μεγαλύτερος τους αδερφός είναι στην φυλακή, και ο πατέρας τους – που είναι επίσης πατέρας αρκετών άλλων παιδιών από τον καταυλισμό- πεθαίνει σε πυρκαγιά. Το αλκοόλ είναι απαγορευμένο, το παράνομο εμπόριο κυριαρχεί και το καλύτερο μέλλον για εκείνους μοιάζει να είναι μια καριέρα στο ροντέο. Και ενώ η μικρή αγαπά την ζωή της εκεί, ο Τζόνι αγωνιά για την στιγμή που θα φύγει με την κοπέλα του για το Λος Άντζελες. Η ταινία της Κλοέ Ζάο ρίχνει μια ανθρώπινη ματιά σε γεγονότα που καθορίζουν την ζωή μας και στις θυσίες που επιλέγουμε να κάνουμε για εκείνους που αγαπάμε. Χωρίς να έχει εκείνη την δυναμική που θα μπορούσε λόγω της σκληρότητας της κοινωνίας που περιγράφει, το «Τραγούδια που μου έμαθαν τα αδέλφια μου» θα καταφέρει να σε κρατήσει μαζί του, τόσο όσο και η διάρκεια του.
Parabellum (Book of Disasters)
Μια νέα μόδα τουρισμού ξεκίνησε. Μετά τον σεξοτουρισμό και τον αγροτουρισμό είναι ο μεταποκαλυπτικός τουρισμός. Ο μεσήλικας Χερμάν, βιολόγος σε ερευνητικό κέντρο στο Μπουένος Άιρες, ζητά άδεια από τη δουλεία του, αφήνει το σκύλο του σε ξενοδοχείο για ζώα και συμμετέχει σε έναν ιδιόμορφο θέρετρο-spa στο δέλτα του Τίγκρες, που προετοιμάζει τους συμμετέχοντες για… το τέλος του κόσμου. Στην ομάδα του Χερμάν συναντάμε έναν προβληματισμένο νεαρό, μια νοικοκυρά, έναν ηλικιωμένο άντρα και μια εύσωμη γυναίκα. Η εκπαίδευση περιλαμβάνει διάφορα μαθήματα επιβίωσης, γυμναστικής και φυσικής κατάστασης, βοτανολογίας, καμουφλάζ, αυτοάμυνας και χρήσης όπλων. Όσο η ομάδα προχωρά στην εκπαίδευση της ο κίνδυνος της παγκόσμιας κατάρρευσης μοιάζει όλο και πιο κοντά. Εδώ έχουμε μια περίεργη μίξη αυστριακού σκηνοθέτη με αργεντίνικο σινεμά. Με παγωμένο ύφος, σχεδόν αποστειρωμένο συναισθηματικά, συχνά σταθερή ακίνητη κάμερα, Το τελικό αποτέλεσμα που πλησιάζει το δικό μας weird, ή το αρρωστημένο Funny Games, έχει κάποιο υπόκωφο χιούμορ, αλλά δε το αφήνει να βγει τόσο προς τα έξω, με το πρώτο μέρος να έχει σαφώς περισσότερο ενδιαφέρον. Στο πρώτο μέρος έπεσε και το μεγαλύτερο βάρος, με τις εγκαταστάσεις, τα στημένα πλατώ που θυμίζουν Ρόι Άντερσον, τα γκάτζετάκια, οι στολές ακόμα και τα κόκκινα σακιδιάκια που έχουν οι εκπαιδευόμενοι, δείχνουν ότι δόθηκε προσοχή στη λεπτομέρεια. Μετά όλα γίνονται πιο εύκολα από ευκολόβατα μονοπάτια. Ένα εξίσου διαφορετικό και αποστειρωμένο «τέλος του κόσμου», που δε μας δίνεται ξεκάθαρα αν είναι από Παγκόσμιο πόλεμο, εισβολή εξωγήινων ή απλής αυτοκαταστροφικής μανίας του είδους μας, ένα χάος για το χάος. Αν θέλαμε να το οριοθετήσουμε, θα λέγαμε ότι μοιάζει μια πιο εμπνευσμένη απεικόνιση του κόσμου του walking dead (χωρίς ζόμπι) ή μια λιγότερο εμπνευσμένη απόδοση των Παιδιών των Ανθρώπων.
Paula
Μια νεαρή φτωχή κοπέλα που δουλεύει ως νταντά στα παιδιά ενός πλούσιου ζευγαριού ανακαλύπτει ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη, από ένα νεαρό υπάλληλο συνεργείου. Στο εσωτερικό της δίλημμα για το αν θα κρατήσει το παιδί, κρύβοντας ταυτόχρονα την κατάσταση της, η ταινία προσπαθεί να σχολιάσει τις τεράστιες κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες της σημερινής Αργεντινής. Πρώτη σκηνοθετική απόπειρα μεγάλου μήκους, προσπαθεί να αντλήσει την δύναμη της από σιωπηλά πλάνα και λιτής -σχεδόν αυτοσχεδιαστικής- παρακολούθησης της καθημερινότητας. Διατηρώντας σταθερά ψηλά την ποιοτική του βάση, το αργεντίνικο σινεμά, εδώ αδυνατεί να συναρπάσει. Αυτό είναι αποτέλεσμα κυρίως της νωθρής παρουσιάσης της ταινίας, που κάνει τα 70 λεπτά διάρκειας της να φαίνονται ατελείωτα.
Desierto
Ο Τζόνας Κουαρόν με παραγωγό τον πατέρα του Αλφόνσο (σκηνοθέτη του Gravity), παρουσίασε την ταινία του που συμμετείχε στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ του Λονδίνου, πλάι στο Chevalier της Τσαγγάρη. Με πρωταγωνιστή του τον Γκαέλ Γκαρσία Μπερνάλ, παρουσιάζει την προσπάθεια μεξικανών μεταναστών να περάσουν παράνομα τα σύνορα προς τη γη της επαγγελίας, όταν γίνονται τα θηράματα ενός αδίστακτου αμερικάνου κυνηγού που τους καταδιώκει ανελέητα να τους δολοφονήσει. Αυτό που ήθελε να παρουσιάσει ο σκηνοθέτης είναι να αντιστρέψει τους ρόλους καλού και κακού, δείχνοντας τον μεξικανό μετανάστη ως καλό και τον στο ρόλο του κακού τον αμερικάνο ψυχοπαθή δολοφόνο, μια ιδέα που έχει ενδιαφέρον. Είναι και αρκετά επίκαιρο ως θέμα, μιας που ακόμα θυμόμαστε τους πραγματικούς ιδιώτες εθελοτές συνοριοφύλακες του ντοκιμαντέρ Cartel Land. Κατά τα άλλα δεν επιχείρησε να κάνει τίποτα περισσότερο, παρά ένα θριλεράκι ανθρωποκυνηγητού στις ερήμους. Μπορεί να διαθέτει έναν σκύλο με εντυπωσικές επιδόσεις στα ακροβατικά, όμως έχει έναν αδιάφορο ως κακό ερμηνευτικά Τζέφρεϊ Ντιν Μόργκαν που απογοητεύει. Μην έχοντας βάθος χαρακτήρων αποτυγχάνει να χτίσει μια γουέστερν ατμόσφαιρα ή έστω μια κλιμακούμενη αγωνία στο έργο του, που προς το τέλος καταντά χιουμοριστικό. Κρίμα για τον καταπληκτικό σκύλο ηθοποιό, που φαντάζει στο ένα πλάνο είναι αιμοσταγής ιχνηλάτης και στο επόμενο όταν πλησιάζει τα θύματα του κουνά χαρούμενα την ουρά του. Επίσης κρίμα για την παρουσίαση στη σκηνή με τη φωτοβολίδα να προκαλεί άθελα του το γέλιο σε όλη την αίθουσα. Περισσότερο κρίμα όμως για τους συνανθρώπους του που πεθαίνουν καθημερινά και αξίζανε λίγο περισσότερο την προσοχή του στην παρουσίαση αυτού του αγκανθώδους θέματος.