Αντίδοτο στην ευεξία (A Cure for Wellness)
Ο Λόκχαρτ, νεαρό στέλεχος σε μία εταιρεία που αντιμετωπίζει προβλήματα με τον νόμο -τα οποία αγγίζουν και τον ίδιο-, αναγκάζεται από τα ηγετικά στελέχη της εταιρείας να μεταβεί στην Ελβετία, να βρει τον διευθύνοντα σύμβουλο, ο οποίος έχει αποτραβηχτεί σε ένα θεραπευτήριο και να τον φέρει πίσω στη Νέα Υόρκη. O Λόκχαρτ θα μεταβεί στο εν λόγω θεραπευτήριο, όπου θα αντικρύσει τους ηλικιωμένους θαμώνες να λύνουν σταυρόλεξα, να λιάζονται, να παίζουν κρίκετ και μερικές φορές να πηγαίνουν για να υποβληθούν σε μία μυστηριώδη «θεραπεία». Το παράξοδο αυτό, καθώς και η γνωριμία του με μία νεαρή -τη μόνη νεαρή- ένοικο του πύργου θα του γεννήσουν ερωτήματα και θα τον κάνουν να ψάξει βαθύτερα στο παρελθόν του θεραπευτηρίου.
Επιλέγοντας και πάλι θρίλερ (μετά το ριμέικ του Ring), αλλά αυτή τη φορά γοτθικής εμπνεύσεως, ο Γκορ Βερμπίνσκι ένας σκηνοθέτης που ρίχνει το μεγαλύτερο βάρος στην εικόνα. Δεν είναι τυχαίο αυτό, καθώς προέρχεται από τον χώρο της διαφήμισης και έχει «παιδευτεί» σε μεγάλα μπλοκμπάστερ όπως οι «Πειρατές της Καραϊβικής» και ο «Μοναχικός Καβαλάρης». Εδώ επιλέγει ένα μείγμα Φρανκεστάιν (και τρόμου της Hammer) με το σκορσεζικό «Shutter Island». O ήρωας -ο Ντέιν Ντε Χαν είναι μια λίγο πιο σκοτεινή εκδοχή του Λεονάρντο Ντι Κάπριο- φτάνει σε ένα απομωνομένο τόπο και καλείται να αποκαλύψει τα μυστικά του, μόνο που ενώ ο ίδιος το κάνει αυτό κάποιοι θεωρούν ότι αυτός είναι στην πραγματικότητα ασθενής. Οι ομοιότητες ανάμεσα στο Cure for Wellness και το Shutter Island δεν σταματούν εδώ, με την ταινία του Σκορσέζε να κερδίζει στα περισσότερα επίπεδα.
Στη διάρκειας 2,5 ωρών ταινία του Βερμπίνσκι θα πιάσεις συχνά τον εαυτό σου να βρίσκεται μπροστά σε σκηνές που βασίζονται στην εξής εσωτερική διαμάχη: «είμαι ασθενής – όχι δεν είμαι ασθενής». Μέχρι ο σκηνοθέτης να αποφασίσει να μας αποκαλύψει τι συμβαίνει, ο θεατής το έχει ανακαλύψει μόνος του.
Εντυπωσιασμένος από το υλικό που του δίνεται για να «παίξει», ο Βερμπίνσκι εκμεταλλεύεται πλήρως το production design, παραδίδει εικόνες όπου το όμορφο εναλλάσσεται με το γκροτέσκο, αλλά που από τη μέση της ταινίας και μετά μοιάζουν απλά να εντυπωσιάζονται από την ίδια τους την ομορφιά -οφείλω πάντως να πω ότι η χρωματική παλέτα με αυτό το ξεβαμμένο πρασινο-μπλε-γκρι ήταν εντυπωσιακή. Κι αν μία αναφορά στο σήμερα υπάρχει και αυτή παρουσιάζεται με μάλλον χοντροκομμένο τρόπο.
Η ταινία του Βερμπίνσκι θα μπορούσε να ήταν ένα πολύ ενδιαφέρον goth thriller αν είχε επιδιώξει την οικονομία της αφήγησης και είχε επιλέξει να αφαιρέσει κάποιες σκηνές ή ένα πιο σφιχτό μοντάζ. Η «χαλάρωση» αυτή γίνεται φανερή κυρίως στο τέλος, με το φινάλε να φλερτάρει με το γελοίο και τον Τζέισον Άιζακς που μέχρι εκείνη την στιγμή είχε χτίσει έναν γοητευτικό, μετρημένο και μυστηριώδη «κακό» να γκρεμίζει ό,τι είχε καταφέρει να χτίσει.