ΚΡΙΤΙΚΕΣΣινεμά

Dallas Buyers Club

Γέννημα θρέμμα Τεξανός, ο Ρον Γούντροφ είναι ηλεκτρολόγος και καουμπόι σε ροντέο που διάγει έκλυτο βίο χωρίς καμία έννοια για την επόμενη μέρα. Το 1985, ο Ron χάνει τη γη κάτω από τα πόδια του ξαφνικά, όταν οι γιατροί κάνουν διάγνωση ότι πάσχει από τον ιό H.I.V. και του δίνουν μόνο 30 μέρες ζωής. Όμως, ο Ρον δεν είναι διατεθειμένος να δεχτεί αυτή τη… θανατική ποινή. Μετά από υπερεντατική έρευνα ανακαλύπτει ότι υπάρχει έλλειψη πιστοποιημένων φαρμάκων και θεραπειών στις Ηνωμένες Πολιτείες, οπότε περνάει τα σύνορα και φτάνει Μεξικό, αγνοώντας τις οδηγίες του γιατρού του. Παρ’ όλο που είναι ομοφοβικός, ο Ρον συνασπίζεται με έναν αναπάντεχο σύμμαχο, μία οροθετική τρανσέξουαλ που μοιράζονται το ίδιο πάθος για ζωή. Οι δυο τους διακρίνονται για το επιχειρηματικό τους πνεύμα και ιδρύουν ένα κλαμπ, όπου οι οροθετικοί έχουν πρόσβαση σε φάρμακα με μηνιαία συνδρομή.

Είναι γνωστό ότι το Χόλιγουντ «φοβάται» το AIDS. Πώς αλλιώς να εξηγηθεί η απουσία ταινιών για την ασθένεια, την ώρα που πληθώρα άλλων θεμάτων εμφανίζονται συνεχώς στη μεγάλη οθόνη. Κανείς δεν θέλει να δει τον αγαπημένο του σταρ άρρωστο και ασθενή από μια ασθένεια που αποτελεί ακόμα ταμπού.

Ευτυχώς, οι δημιουργοί του Dallas Buyers Club δεν φοβήθηκαν το θέμα και ούτε κρύφτηκαν από αυτό. Είναι σημαντική η προσωπική ιστορία του Γούντορφ –αν και πάρα πολλοί είναι αυτοί που λένε ότι στην οθόνη ωραιοποιείται κατά πολύ-, αλλά ακόμα πιο σημαντικό είναι το γεγονός ότι η ταινία τολμά να τα «βάλει» με το αμερικανικό σύστημα υγείας και τα συμφέροντα των φαρμακοβιομηχανιών.

Το μεγάλο ατού είναι οι δύο πρωταγωνιστές. Ο Μάθιου Μακ Κόναχι δεν φοβήθηκε ούτε να χάσει τα κιλά που απαιτείτο για τον ρόλο, ούτε να κρύψει τις αδυναμίες του χαρακτήρα του: ο Γούντροφ είναι άξεστος, ένα καθίκι που συχνά στην ταινία δεν θα πιστεύεις στην ύπαρξη του. Είναι όμως αυτή η ζωώδης έλξη του για τη ζωή και η αστείρευτη ενέργεια του που τον ωθούν να κάνει αυτά που κάνει.

Σε επίπεδο σεναρίου η ταινία δεν είναι κάτι τρομερό, μια κλασική ιστορία ανθρώπινης επιβίωσης. Και όμως. Όταν βλέπεις τον Τζάρεντ Λέτο να ερμηνεύει με τέτοια ευαισθησία και τρυφερότητα τον ρόλο της Ρεϊγιόν, να γίνεται στην πραγματικότητα η Ρεϊγιόν –θα είναι κλεψιά να του στερήσουν το Όσκαρ Β’ Ανδρικού Ρόλου- καταλαβαίνεις ότι η δύναμη αυτής της ταινίας έγκειται ακριβώς σε αυτό: στην ανθρωπιά της.

Αγγελική Στελλάκη

Η πρώτη ταινία που είδε σε κινηματογραφική αίθουσα ήταν το Χορεύοντας με τους Λύκους. Κατά τη διάρκεια του οποίου διάβαζε Μίκι Μάους, σπάζοντας τα νεύρα όλων. Σε σινεφίλ μονοπάτια οδηγήθηκε όταν, κατά τη διάρκεια μοναχικών κινηματογραφικών βραδινών περιπλανήσεων, διαπίστωσε ότι νοιώθει μια παράξενη ευτυχία, κάθε φορά που τα φώτα χαμηλώνουν, ο ήχος του προτζέκτορα πλημμυρίζει το χώρο και μυρωδιά ποπ κορν ξεχύνεται στην αίθουσα.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *