ΚΡΙΤΙΚΕΣΣινεμά

Λευκός Ελέφαντας

Σε μια παραγκούπολη της Αργεντινής, μία ομάδα ιερέων προσπαθεί υπό αντίξοες συνθήκες να δημιουργήσει για τους κατοίκους φυσιολογικές συνθήκες διαβίωσης. Έχει να αντιμετωπίσει την καχυποψία των κατοίκων, τους πολέμους των συμμοριών, αλλά ο καθένας τα δικά του προβλήματα και τους προσωπικούς του δαίμονες.

Ο σκηνοθέτης Πάμπλο Τραπέρο υιοθετεί μία πολύ ενδιαφέρουσα οπτική ματιά. Ο Λευκός Ελέφαντας (ο τίτλος της ταινίας αναφέρεται σε ένα μισοτελειωμένο νοσοκομείο της παραγκούπολης) μοιάζει με ντοκιμαντέρ. Η οργή και η ζωή της πόλης, η προσπάθεια επιβίωσης, η φτώχεια, η απόγνωση βγαίνουν με τρόπο ηλεκτρικό από την οθόνη.

Ο Τραπέρο αναδεικνύεται σε μεγάλο μάστορα στον χειρισμό της εικόνας του. Δεν είναι μόνο η επιλογή του ντοκιμενταρίστικου τρόπου κινηματογράφισης (υπάρχουν στιγμές που μόνο η παρουσία των επαγγελματιών ηθοποιών σου θυμίζει ότι παρακολουθείς ταινία μυθοπλασίας), αλλά και τα υπέροχα μονοπλάνα του. Όσοι έχουν δει το True Detective και το σχεδόν 6λεπτο μονοπλάνο του Κάρι Φουκουνάγκα, θα το ξαναθυμηθούν εδώ, βλέποντας την κάμερα να ακολουθεί τους ήρωες στους δαιδαλώδεις δρόμους της παραγκούπολης ή μέσα στα σπίτια.

Ωστόσο, η ταινία δεν απογειώνεται. Το βασικό πρόβλημα είναι το σενάριο. Κατ’ αρχάς ο θεατής καλείται να παρακολουθήσει πολλά θέματα ταυτόχρονα: έχουμε έναν ιερέα που ασθενεί, τη σχέση των ιερέων με τα παιδιά της παραγκούπολης, τις μάχες που δίνουν απέναντι στη διεφθαρμένη κεφαλή της εκκλησίας, έναν ιερέα που άφησε μια σφαγή να εξελιχθεί και καλείται να αντιμετωπίσει τους δαίμονές του, καθώς και την έλξη του για τη νεαρή κοινωνική λειτουργό που βοηθάει το έργο της εκκλησίας. Όλα αυτά είναι πάρα πολλά θέματα για μία ταινία. Εάν ο Τραπέρο είχε αποφασίσει να επικεντρωθεί σε ένα από όλα, η ταινία θα μπορούσε να ωφεληθεί σημαντικά. Ο σκηνοθέτης έχει δηλώσει ότι έμπνευση για την ταινία ήταν μια πραγματική ιστορία: η δολοφονία ενός ιερέα και μαρξιστή ακτιβιστή, του Κάρλος Μουχίκα το 1974.

Το δεύτερο σεναριακό πρόβλημα είναι η προβλεψιμότητα του σεναρίου. Όλα όσα περιμένεις να συμβούν, θα συμβούν όντως, γεγονός που δίνει στον θεατή την αίσθηση ότι όλα αυτά κάπου τα έχει ξαναδεί. Ο ξένος ξανθός ιερέας που επιθυμεί την νεαρή συνεργάτιδά του και διχάζεται ανάμεσα στο συναίσθημα και την αίσθηση του καθήκοντος, η σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στον ιερέα και σε ένα προβληματικό παιδί.

Υπάρχουν στιγμές που η ταινία φέρνει στο νου το Η Πόλη των Παιδιών. Ωστόσο, διαθέτει πολύ μικρότερη συνοχή σε σχέση με την ταινία του Φερνάντο Μεϊρέγιες. Οι ερμηνείες είναι όλες ενδιαφέρουσες, αν και τον Ρικάρντο Νταρίν τον έχουμε δει και σε πολύ καλύτερες στιγμές. Πιο ενδιαφέρουσα -κατά τη γνώμη μου- είναι η παρουσία του Ζερεμί Ρενιέ στον ρόλο του Νικολά.

Τελικά να τη δω;

Ηλεκτρισμένη κινηματογραφικά και με σημαντικά πράγματα να πει, η ταινία του Τραπέρο αποτελεί ενδιαφέρουσα πρόταση από την Αργεντινή. Το αφελές -σε στιγμές- σενάριο και η ενασχόληση με αρκετά θέματα, όμως, δεν αφήνουν την ταινία να αναπνεύσει και το κοινό να διατηρήσει το ενδιαφέρον του.

Αγγελική Στελλάκη

Η πρώτη ταινία που είδε σε κινηματογραφική αίθουσα ήταν το Χορεύοντας με τους Λύκους. Κατά τη διάρκεια του οποίου διάβαζε Μίκι Μάους, σπάζοντας τα νεύρα όλων. Σε σινεφίλ μονοπάτια οδηγήθηκε όταν, κατά τη διάρκεια μοναχικών κινηματογραφικών βραδινών περιπλανήσεων, διαπίστωσε ότι νοιώθει μια παράξενη ευτυχία, κάθε φορά που τα φώτα χαμηλώνουν, ο ήχος του προτζέκτορα πλημμυρίζει το χώρο και μυρωδιά ποπ κορν ξεχύνεται στην αίθουσα.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *