ΑφιερώματαΘΕΜΑΤΑ

Euro 2016: Κινηματογραφικό ταξίδι σε Βέλγιο, Γερμανία, Ουγγαρία, Σλοβακία

Αυτές τις ημέρες όλη η Ευρώπη γυρίζει γύρω από μια μπάλα.

Το Euro 2016, μεγάλη γιορτή του ποδοσφαίρου μάς δίνει μια υπέροχη αφορμή:

να παρουσιάσουμε ένα κινηματογραφικό πανόραμα στις χώρες που συμμετέχουν στη φάση των 16 της φετινής διοργάνωσης.

Χωρισμένο σε τετράδες, κάθε άρθρο δίνει μία σύντομη επισκόπηση της κινηματογραφικής ιστορίας κάθε χώρας. Φυσικά, δεν χωράνε ούτε όλες οι ταινίες, ούτε όλοι οι δημιουργοί (γι’ αυτό ονομάζεται και σύντομη επισκόπηση).

Το κινηματογραφικό μάς ταξίδι συνεχίζεται με Βέλγιο, Γερμανία, Ουγγαρία, Σλοβακία:

Βέλγιο

Με δεσμούς συνεργασίας που έφταναν σε βάθος, το Βέλγιο επηρεάστηκε πολύ από το γαλλικό σινεμά και οι πρώτες του ταινίες ήταν συνήθως ταινίες που γυρίζονταν με τη βοήθεια της θυγατρικής εταιρείας της Pathe. Ένα τέτοιο παράδειγμα ήταν το Maudite soit la guerre, μια αντιπολεμική δραματική ταινία που γύρισε ο Άλφρεντ Μανσίν το 1913 και προβλήθηκε λίγο πριν το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου το 1914.

Τη δεκαετία του 1930 οι Σαρλ Ντεκοκλέρ και Χένρι Στορκ ίδρυσαν τη Σχολή Ντοκιμαντέρ του Βελγίου. Σημαντικό έργο στην ιστορία του βελγικού σινεμά θεωρείται το De Witte (1934) του Γιάν Βαντερχόιντεν, βασισμένο στο μυθιστόρημα του Έρνεστ Κλες. Η ταινία υπήρξε μεγάλη επιτυχία και μεταφέρθηκε αργότερα και στην τηλεόραση.

Οι Βέλγοι κινηματογραφιστές αγάπησαν και το κινούμενο σχέδιο. Στη διάρκεια του 1960 οι βέλγοι animators, με κορυφαίο τον Ραούλ Σερβέ, απέκτησαν φήμη στο εξωτερικό. Ο Σερβέ κέρδισε αρκετά βραβεία τη δεκαετία του 1960 και το 1979 απέσπασε Χρυσό Φοίνικα για μικρού μήκους ταινία για τοHarpya.

Μία από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες του βελγικού σινεμά υπήρξε ο Φλαμανδός Αντρέ Ντελβό. Διανοούμενος και καθηγητής της γερμανικής γλώσσας, είχε σπουδάσει νομική και πιάνο. Ασχολήθηκε με το τηλεοπτικό ντοκιμαντέρ πριν αρχίσει να γυρίζει ταινίες. Τα φιλμ του αποτελούν ένα «κράμα ονείρου και πραγματικότητας, λυρισμού και ρεαλισμού», όπως είχε δηλώσει ο Βασίλης Ραφαηλίδης. Η γνωστότερη ταινία του είναι ίσως το Μια γυναίκα στο λυκόφως (1979).

Τα τελευταία χρόνια το βελγικό σινεμά έχει γνωρίσει μία άνθιση και έχει γίνει γνωστό διεθνώς εξαιτίας και του έργου των αδελφών Ζαν-Πιέρ και Λικ Νταρντέν (Ροζέτα, Το Παιδί), ενώ πλήθος άλλων σκηνοθετών έχει συμβάλει στην άνθηση που τα τελευταία χρόνια παρουσιάζει το βελγικό σινεμά -από το πρόσφατο Πέρα από τη Λογική, μέχρι το βραβευμένο με LUX Broken Circle Breakdownκαι το άρτι αφιχθέν στην Ελλάδα 38 Μάρτυρες. Πολλοί είναι, μάλιστα, αυτοί που μιλούν για ένα νέο κύμα φλαμανδικού σινεμά.

Χαρακτηριστικές ταινίες: De Witte, Harpya,  Μια γυναίκα στο λυκόφως, Ροζέτα, Broken Circle Breakdown

Γερμανία

Η έτερη ομάδα του τελικού -μετά την Αργεντινή, για το σινεμά της οποίας μιλήσαμε στο προηγούμενο θέμα. Το γερμανικό σινεμά στα πρώτα του χρόνια εισήγαγε μία σειρά από πρωτοπορίες. Ο Μαξ Σκλαντανόβσκι είναι ο άνθρωπος που πραγματοποίησε την πρώτη κινηματογραφική προβολή στην Ευρώπη με εισιτήριο σε βαριετέ του Βερολίνου την 1η Νοεμβρίου 1895, χρησιμοποιώντας το δικό του σύστημα προβολής. Αργότερα, στην θρυλική προβολή στο Παρίσι είδε ότι ο κινηματογράφος των αδελφών Λιμιέρ ήταν ανώτερος από το δικό του σύστημα, το Bioscope.

Μία από τις πρώτες ταινίες του Σκλαντανόβσκι

Η μεγαλύτερη συνδρομή του γερμανικού σινεμά στο παγκόσμιο στερέωμα θεωρείται ο γερμανικός εξπρεσιονισμός. Πριν από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Γερμανία -όπως και ο υπόλοιπος κόσμος- πειραματιζόταν με το νέο μέσο, χωρίς να επιδείξει κάποια άξια λόγου παραγωγή. Μερικές από τις ταινίες που είναι γνωστές από εκείνη την περίοδο είναι Ο Φοιτητής της Πράγας (1913), μεταφορά έργου του Έντγκαρ Άλαν Πόε σε σκηνοθεσία Στέλαν Ράι, Πάουλ Βέγκενερ και Γκόλεμ (1914), επίσης του Πάουλ Βέγκενερ σε συνεργασία με τον Καρλ Μπέζε. Οι ταινίες αυτές θεωρούνται από τις πρώτες -αν όχι οι πρώτες- στο είδος του τρόμου.

Στην περίοδο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, η παραγωγή μειώνεται. Ωστόσο, η κυβέρνηση, κατανοώντας τη σημασία που έχει το σινεμά -ειδικά για το ηθικό των στρατιωτών- ξεκινά μια προσπάθεια συνένωσης των γερμανικών εταιρειών. Το αποτέλεσμα είναι η UFA, η ισχυρή βιομηχανία του σινεμά.

Μετά τον πόλεμο ο κινηματογράφος αναδεικνύεται σε επικερδή επιχείρηση. Χτίζονται μεγάλα στούντιο, ενώ σημαντικοί ηθοποιοί κάνουν την εμφάνισή τους στη μεγάλη οθόνη. Στα πρώτα εκείνα χρόνια ταινίες στη Βαϊμάρη γυρίζει ο Ερνστ Λούμπιτς. Ο Γερμανός σκηνοθέτης γυρίζει την Κάρμεν(1918)  και την Μαντάμ Μποβαρί (1919) και μεταφέρει τις Χίλιες και Μία Νύχτες σε παντομίμα.

Το Μαντάμ Μποβαρί του Λούμπιτς

Έχοντας κυριαρχήσει σε όλο το φάσμα της γερμανικής τέχνης και εκφράζοντας την απογοήτευση από την πικρή ήττα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο εξπρεσιονισμός έρχεται να βρει ιδανικό πεδίο έκφρασης και στο σινεμά. Η παραμόρφωση στην αρχιτεκτονική, το έντονο κοντράστ που έδειχνε την αντίθεση του λευκού με το μαύρο, θέματα μεταφυσικά και ο θάνατος αποτελούν μερικά μόνο από τα στοιχεία του κινήματος.

Εμβληματική στιγμή για το γερμανικό σινεμά είναι, φυσικά, Το Εργαστήρι του Δρος Καλιγκάρι (1919) του Ρόμπερτ Βίνε. Η επιρροή του Καλιγκάρι υπήρξε καταλυτική για το γερμανικό σινεμά. Κι ενώ το γερμανικό σινεμά προσπαθεί να βρει τρόπους να ξεπεράσει το Καλιγκάρι, μία νέα τάση γεννιέται. Πρόκειται για το λεγόμενο κάμερσπιλ, ένα είδος «σινεμά δωματίου», ένα μείγμα εξπρεσιονισμού και λογοτεχνικού νατουραλισμού. Μία από τις χαρακτηριστικές ταινίες του είδους αυτού είναι Ο Τελευταίος των ανθρώπων (1924) του Εμίλ Γιένινγκς.

Κορυφαίος εκπρόσωπος του γερμανικού σινεμά εκείνα τα χρόνια υπήρξε ο Φρίντριχ Μουρνάου. Το σημαντικότερο έργο του είναι το Νοσφεράτου (1922), ένα αξεπέραστο φιλμ με ήρωα έναν βρικόλακα. Η επιλογή του Μαξ Σρεκ ήταν ιδιοφυής και προκάλεσε τη φήμη ότι ο ηθοποιός ήταν πραγματικά βρικόλακας.

Άλλη σημαντική προσωπικότητα του γερμανικού σινεμά είναι ο Φριτς Λανγκ, αυστριακής καταγωγής, ο οποίος γύρισε αρκετές ταινίες στη Γερμανία. Ξεχωρίζει, φυσικά, το Δρ Μαμπούζε(1922), ενώ η ταινία-σταθμός στην καριέρα του και στο παγκόσμιο σινεμά είναι η Μητρόπολη.

Κι ενώ η Γερμανία βυθίζεται στο πολιτικό χάος, ένα νέο σινεμά κάνει την εμφάνισή του. Πρόκειται για τις ταινίες του δρόμου καταγράφεται η μίζερη πραγματικότητα στη Γερμανία. Ο Βίλχελμ Παμπστ χρησιμοποιεί εξπρεσιονιστικά στοιχεία, αλλά και στοιχεία από την ψυχανάλυση και παραδίδει στο κοινό σπουδαία αριστουργήματα, όπως το Κουτί της Πανδώρας (1929) με την πανέμορφη Λούιζ Μπρουκς.

Μετά την έλευση του ήχου και εξαιτίας της υπεροχής στην τεχνολογία, το γερμανικό σινεμά έδωσε εξαιρετικά δείγματα ταινιών. Ο Γιόζεφ Φον Στέρνμπεργκ γυρίζει το 1930 τον Γαλάζιο Άγγελο και συστήνει στο κοινό την Μάρλεν Ντίτριχ. Η συνεργασία τους θα συνεχιστεί και στις ΗΠΑ. Παράλληλα, ο Φριτς Λανγκ γυρίζει το Μ, ο δράκος του Ντίσελντορφ (1931) με πρωταγωνιστή τον Πήτερ Λόρε.

Ωστόσο, η άνοδος του ναζισμού έχει ήδη αρχίσει και οι Γερμανοί σκηνοθέτες εγκαταλείπουν τη χώρα. Μετά την άνοδο του Χίτλερ, ο Γκέμπελς αναλαμβάνει υπουργός Προπαγάνδας και ενθουσιασμένος από τους Νιμπελούνγκεν του Φριτς Λανγκ -που βασίζεται στους γερμανικούς μύθους του παρελθόντος- τον καλεί να αναλάβει την ισχυρή UFA. Ο Λανγκ του θυμίζει ότι η μητέρα του είναι εβρραία. «Εμείς αποφασίζουμε ποιοι είναι εβραίοι» λέει ο Γκέμπελς και ο Λανγκ φεύγει την ίδια μέρα για το Παρίσι και στη συνέχεια για τις ΗΠΑ.

Ο κινηματογράφος εκείνης της περιόδου εξυπηρετεί τους σκοπούς της προπαγάνδας. Τα πιο γνωστά δημιουργήματα της περιόδου ήταν εκείνα της Λένι Ρίφενσταλ, το έργο της οποίας έχει υπάρξει ιδιαίτερα αμφιλεγόμενο. Από τη μία χρησιμοποιείται ως προπαγάνδα για το «όραμα» του ναζισμού, αλλά από την άλλη πλευρά το έργο της περιλαμβάνει αρκετές καινοτομίες και έχει επηρεάσει το είδος του ντοκιμαντέρ. Πιο γνωστές ταινίες εκείνης της περιόδου είναι Ο Θρίαμβος της Θέλησης καιο Θρίαμβος της Ομορφιάς, δύο ταινίες για τους ολυμπιακούς αγώνες του Βερολίνου (που έγιναν το 1936).

Μετά τον πόλεμο, όντας διχασμένη και προσπαθώντας να επουλώσει τις πληγές της, η Γερμανία γυρίζει ταινίες που έχουν ως αποκλειστικό στόχο την ψυχαγωγία. Στην Ομοσπονδιακή Γερμανία επιστρέφει στο τέλος της καριέρας του ο Φριτς Λανγκ για να γυρίσει στην πατρίδα του τις τελευταίες ταινίες του. To 1951 ιδρύεται και το Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου, ένα από τα πιο νεανικά και έγκυρα κινηματογραφικά φεστιβάλ της Ευρώπης.

Δύο ταινίες της μεταπολεμικής περιόδου άφησαν το στίγμα τους: ο λόγος για τη Γέφυρα (1959) του Μπέρνχαρντ Βίκι και Το Ψωμί της Νιότης του 1962, σε σκηνοθεσία Χέρμπερτ Βέζελι. Είκοσι έξι νέοι σκηνοθέτες υπογράφουν «Το Μανιφέστο του Ομπερχάουζεν» και ζητούν ένα καινούριο γερμανικό σινεμά.

Οι πρώτες απόπειρες γίνονται τη δεκαετία του 1960 με τις ταινίες του Ζαν-Μαρί Στράουμπ, συνεχίζονται με το Αμηχανία στο Τσίρκο (1968) του Γουίλιαμ Κλούγκε, αλλά βρίσκουν πεδίο έκφρασης τη δεκαετία του 1970, εξαιτίας και της στήριξης των τηλεοπτικών καναλιών.

Ο Βιμ Βέντερς υπήρξε, φυσικά, ένας από τους σημαντικότερους εκφραστές του Νέου Γερμανικού Κινηματογράφου, γυρίζοντας ταινίες όπως τα Η Αλίκη στις Πόλεις (1974), Λάθος Κίνηση (1975) και Στο Πέρασμα του Χρόνου (1976), ενώ ακολούθησε μία από τις σπουδαιότερες ταινίες του, Ο Αμερικανός Φίλος (1977), μεταφορά μυθιστορήματος της Πατρίσια Χάισμιθ. Στα τέλη της δεκαετίας του 1980 θα γυρίσει τα Φτερά του Έρωτα (1987), κατά πολλούς τη σημαντικότερη ταινία του.

Ο Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ, ο οποίος αγαπά το αμερικανικό σινεμά, δημιουργεί σπουδαίες ταινίες όπως Ο Έλληνας Γείτονας, Η Αγάπη είναι πιο κρύα από τον θάνατο και Berlin Alexanderplatz.

Ο τρίτος σπουδαίος δημιουργός του Νέου Γερμανικού Κινηματογράφου είναι ο Βέρνερ Χέρτσογκ που επηρεάζεται από τη γερμανική φιλοσοφία. Η φιλμογραφία του περιλαμβάνει ταινίες όπως τοΑγκίρε, η μάστιγα του Θεού (1973), Το Νοσφεράτου, ο δράκουλας της Νύχτας (1978) και τοΦιτζγκαράλντο (1982).

Ενδιαφέρουσες περιπτώσεις σκηνοθετών εμφανίζονται την δεκαετία του 1980, αλλά εξαφανίζονται το ίδιο γρήγορα. Το ίδιο και μία τάση ανανέωσης του γερμανικού σινεμά στις αρχές του 2000, με τις ταινίες του Τομ Τίκβερ (Τρέξε Λόλα Τρέξε), αλλά και άλλες ξεχωριστές περιπτώσεις όπως τα Goodbye Lenin, Το Πείραμα, Οι Ζωές των Άλλων, Η Πτώση. Δεν φαίνεται, όμως, να είναι ένα κίνημα με αξιοσημείωτη συνέχεια. Εξαίρεση ίσως αποτελεί το φετινό Oh Boy, το οποίο όπως και άλλες ταινίες ασχολείται (εν μέρει και ξώφαλτσα) με το λεγόμενο γερμανικό τραύμα που άφησαν οι θηριωδίες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Χαρακτηριστικές ταινίες: Metropolis, Γαλάζιος Άγγελος, Το Κουτί της Πανδώρας, Ο αμερικάνος φίλος, Αγκίρε, Τρέξε Λόλα Τρέξε, Οι Ζωές των Άλλων

Ουγγαρία

hungary-cinema

Η πρώτη ουγγρική ταινία προβλήθηκε τον Απρίλιο του 1901 στη χώρα. Ήταν το A tánc (Ο χορός) του Μπέλα Ζιτκόφσκι. Το σινεμά είχε έρθει στη χώρα λίγο νωρίτερα, ήδη από το 1896 οπότε πραγματοποιήθηκε η πρώτη προβολή ταινίας στην Ουγγαρία.

Εκατοντάδες αίθουσες άνοιξαν στην Ουγγαρία κατά τα πρώτα χρόνια του κινηματογράφου, ενώ το 1919, στη σύντομη περίοδο της Ουγγρικής Δημοκρατίας των Συμβουλίων (δηλαδή στην υπό σοβιετική κατοχή Ουγγαρία), ο κινηματογράφος εθνικοποιήθηκε πλήρως. Ήταν η πρώτη χώρα στην οποία συνέβαινε αυτό και η κίνηση αυτή ήρθε νωρίτερα και από την εθνικοποίηση του σοβιετικού σινεμά.

Εκείνη την περίοδο, πολλοί ταλαντούχοι σκηνοθέτες και ηθοποιοί μετανάστευσαν στο εξωτερικό, ανάμεσά τους οι Αλεξάντερ Κόρντα, Μάικλ Κερτίζ, Μπέλα Λουγκόσι, Πέτερ Λόρε και ο θεωρητικός του σινεμά Μπέλα Μπαλάζ -από τους σημαντικότερους της Ευρώπης. Η Ουγγαρία κατάφερε να έχει μια σημαντική συνδρομή στη θεωρία του κινηματογράφου με λογοτεχνικά περιοδικά και μελέτες να εκδίδονται.

Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος αφήνει πίσω του κατεστραμμένη την εθνική κινηματογραφία, η οποία δυσκολεύτηκε να ανακάμψει, κάτι που έγινε μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1930. Ωστόσο, ακροδεξιές ομάδες ενέτειναν την κριτική τους στην κινηματογραφική βιομηχανία και τη συμμετοχή των εβραίων στη δημιουργία ταινιών, με αποτέλεσμα συχνά να διακόπτονται πρεμιέρες.

Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος σταματά και πάλι την διαδικασία της δημιουργίας, ενώ η πραγματική ανανέωση του ουγγρικού κινηματογράφου έρχεται από τη δεκαετία του 1950. Μετά την εξέγερση του 1956, οι δημιουργοί αποφασίζουν ότι το σινεμά οφείλει να είναι εργαλείο επανάστασης και να διαπαιδαγωγεί τους πολίτες. Είναι η εποχή κατά την οποία δημιουργούν σκηνοθέτες όπως οι Κάρολι Μακ και Ζόλταν Φάμπρι. Ο δεύτερος είναι υπεύθυνος για τον Καθηγητή Αννίβα (1957), ίσως την πιο γνωστή ταινία της περιόδου.

Όπως αναφέρει το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, «το Στούντιο Μπέλα Μπάλαζ σχηματίστηκε αρχικά το 1959, ως κινηματογραφική λέσχη με την επωνυμία «Μπέλα Μπάλαζ». Σύμφωνα με τον Λάσλο Μπέκε, οι κατευθυντήριες γραμμές του BBS, όπως συχνά αποκαλείται, διατυπώθηκαν μεταξύ 1959 και 1961 και εξασφάλισαν τη μακροβιότητά του. Ως δημόσιος οργανισμός και τμήμα –από το 1961– της Ένωσης Δημιουργών Κινηματογράφου και Τηλεόρασης, το Στούντιο σχεδιάστηκε έτσι ώστε οι απόφοιτοι της Ακαδημίας Κινηματογραφικών και Θεατρικών Τεχνών της Βουδαπέστης να γίνονται αυτόματα μέλη του.

» Σ’ αυτό το μεταβατικό στάδιο μεταξύ ακαδημίας και βιομηχανίας, οι απόφοιτοι λάμβαναν χρηματοδοτήσεις για να ολοκληρώσουν τα έργα τους. Ως οργανισμός που τον διοικούσαν τα μέλη του, το BBS εξασφάλιζε ότι οι πόροι για τον πολιτισμό που του δίνονταν θα κατανέμονταν στα επιμέρους ατομικά πρότζεκτ, ανάλογα με την επιθυμία των μελών του. Επιπλέον, τα μέλη είχαν το δικαίωμα δια ψήφου να εγκρίνουν τη χορήγηση οικονομικής ενίσχυσης σε σενάρια δημιουργών που δεν ανήκαν στο Στούντιο, ανεξάρτητα απ’ το ακαδημαϊκό τους προφίλ.

» Ως αποτέλεσμα αυτής της δομής, δημιουργοί από κάθε καλλιτεχνικό τομέα έγιναν μέλη του Στούντιο. Εικαστικοί, συγγραφείς και μουσικοί συνεργάστηκαν με εκπαιδευμένους σκηνοθέτες για περίπου 40 χρόνια –τα περισσότερα μάλιστα κάτω από απολυταρχικό καθεστώς– και παρήγαγαν περισσότερες από 500 ταινίες.
Η δημοκρατική διαδικασία επιλογής σεναρίων και κατανομής των χρηματοδοτήσεων επέτρεψε την παραγωγή πολλών πειραματικών και αντικαθεστωτικών έργων. Οι επίσημοι πολιτιστικοί φορείς αρνούνταν να διανείμουν αυτές τις ταινίες, κάποιες φορές μάλιστα απαγόρευαν τη διανομή τους, όμως ποτέ δεν μπόρεσαν να εμποδίσουν τη χρηματοδότηση, τη δημιουργία και την αρχειοθέτησή τους».

red-psalme

Από το 1962 και μετά αναπτύσσεται ο νέος ουγγρικός κινηματογράφος. Έναρξη θεωρείται η ταινία του Μίκλος Γιαντσό Καντάτα, ενώ τα βήματα του Γιαντσό ακολουθούν σκηνοθέτες όπως οι Αντράς Κόβατς, Ιστβάν Ζάμπο, Μάρτα Μεζάρος. Ο ίδιος ο Γιαντσό θα κάνει λόγο για «σχολή υπαινικτικού ρεαλισμού». Η δημιουργική διάθεση θα συνεχιστεί και τη δεκαετία του 1970 με ταινίες όπως τα Κόκκινος Ψαλμός (1971), Ουγγρική Ραψωδία (1979), Αγάπη για έναν κρατούμενο (1970), ενώ την δεκαετία του 1980 θα δοθεί νέα ώθηση -όπως αναφέρει ο Στάθης Βαλούκος στην “Ιστορία του Κινηματογράφου” στην ηθογραφία «διακριτικής κριτικής». Αξίζει να σημειωθεί ότι ξεχωρίζει η ταινία «Μεφίστο» (1980).

son-saul-003

Αλλά και η σημασία του σύγχρονου μαγυάρικου σινεμά δεν είναι καθόλου τυχαία: ταινίες όπως Το Άλογο του Τορίνο (2011), Ο Λευκός Θεός (2014) και Ο Γιος του Σαούλ (2015) έχουν συγκεντρώσει τα εγκωμιαστικά σχόλια των κριτικών και του κοινού, με το τελευταίο, μάλιστα, να κερδίζει και Όσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας.

Χαρακτηριστικές ταινίες: Καθηγητής Αννίβας, My Way Home, Κόκκινος Ψαλμός, Λευκός Θεός, Ο Γιος του Σαούλ

Σλοβακία

slovakia-cinema

Μερικές εκατοντάδες ταινίες μετρά το σλοβακικό σινεμά. Οι απαρχές του χρονολογούνται το 1919 με τη δημιουργία του σλοβακικού δράματος Snowdrop from the Tatras (Sněženka z Tatier) που γυρίστηκε λίγους μήνες μετά τη δημιουργία της Τσεχοσλοβακίας. Η πρώτη σλοβάκικη μεγάλου μήκους ταινία ήταν το Jánošík του Γιάροσλαβ Σιάκελ το 1921.

Το 1938 δημιουργείται σχολή τεχνών στην Μπρατισλάβα, η οποία ανάμεσα στους μαθητές της μετρούσε και τον οσκαρικό σκηνοθέτη Γιαν Καντάρ.

Τη δεκαετία του 1950 την παραγωγή ήλεγχε σε μεγάλο βαθμό το κράτος και οι ταινίες δεν έπρεπε να «υπονομεύουν τον σταλινισμό». Τα πολιτικά ιδανικά ήρθαν στο επίκεντρο και ταινίες όπως The Struggle Will End Tomorrow (1951) και Hamlets have started off (1952) γυρίστηκαν εκείνη την περίοδο.

sun-net

Τη δεκαετία του 1960, το σλοβακικό σινεμά γνωρίζει κάποια άνθηση και ορισμένες από τις θεωρούμενες ως καλύτερες ταινίες του γυρίζονται αυτή την περίοδο (όπως το The Sun in a Net -Slnko v sieti- του 1962). Μετά την εισβολή των Σοβιετικών στην Τσεχοσλοβακία, η κυβέρνηση αποκτά έντονο έλεγχο στον κινηματογράφο της χώρας, δυσκολεύοντας το έργο των σλοβάκων δημιουργών. Η ταινία που ξεχωρίζει τη δεκαετία του 1970 Rosy Dreams (Ružové sny).

Αρκετές μεγάλου μήκους ταινίες γυρίστηκαν μέσα στη δεκαετία του 1980 -μια καλή περίοδος για το σλοβακικό σινεμά-, ενώ η δεκαετία του 1990 δεν ήταν το ίδιο δημιουργική.

zahrada

Από τις πρόσφατες ταινίες ξεχωρίζει το Koza (2015) που ήταν υποψήφιο για βραβείο της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Κινηματογράφου, καθώς και η ταινία Ο σκύλος μου ο Κίλερ της Μίρα Φορνάι. Από τους σημαντικότερους Σλοβάκους σκηνοθέτες και ο Μάρτιν Σούλικ (υπεύθυνος για το Záhrada – Ο Κήπος του 1995).

cinepivates

Συντακτική ομάδα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *