Florence: Φάλτσο Σοπράνο
Ένας ύμνος στην… αταλαντοσύνη είναι η νέα ταινία του εργασιομανούς κυρίου Στίβεν Φρίαρς. Το 1944, μία κοσμική και πλουσιότατη Νεοϋορκέζα, προστάτιδα των τεχνών και της μουσικής σε μία εποχή που τα χρήματα έλειπαν, αποφασίζει να δώσει μία παράσταση στο Κάρνεγκι Χολ, θεωρώντας ότι είναι σπουδαία σοπράνο. Το πρόβλημα είναι ότι η Φλόρενς Φόστερ Τζέκινς (Μέριλ Στριπ) -όπως είναι το όνομά της- είναι εντελώς φάλτσα και ότι την ψευδαίσθηση της μεγαλοσύνης της συντηρεί ο σύζυγός της, ένας άγγλος αριστοκράτης και φιλόδοξος ηθοποιός Σεντ Κλαιρ Μπέιφιλντ (Χιου Γκραντ), ο οποίος προσπαθεί να την προστατεύσει από τις κακοτοπιές. Στο πλευρό τους συναντάμε και έναν πιανίστα, τον Κόσμε ΜακΜουν (τον ερμηνεύει ο Σάιμον Χέλμπεργκ του Big Bang Theory), ο οποίος δυσκολεύεται να κατανοήσει την κατάσταση στην οποία έχει βρεθεί μπλεγμένος.
Βασισμένο στην ίδια συνθήκη στην οποία βασίστηκε και το φετινό γαλλικό Μαργκερίτ -η πραγματική ιστορία είναι αυτή εδώ η ταινία του Φρίαρς, ενώ η Μαργκερίτ αντλούσε απλά έμπνευση από την ιστορία της Φλόρενς, μεταφέροντας σε άλλη εποχή και χώρα τη δράση-, το «Florence: Φάλτσο Σοπράνο» αποτελεί ένα κλασικό δείγμα σινεμά από αυτά που αρέσκεται να κάνει -και κάνει εξαιρετικά καλά- ο Στίβεν Φρίαρς (Η Βασίλισσα, Φιλομένα).
Σε αντίθεση με τη Μαργκερίτ που φαινόταν να κάνει τα πάντα για να κερδίσει την αγάπη του συζύγου της, η Φλόρενς το κάνει για έναν άλλο λόγο: για την απέραντη αγάπη της που τρέφει στη μουσική. Αυτή την αγάπη εκμεταλλεύονταν γνωστοί συνθέτες και τραγουδιστές όπερας, ζητώντας της λεφτά και στήριξη, ενώ στην πραγματικότητα απέφευγαν οποιαδήποτε επαφή μαζί της και με τις φιλοδοξίες της.
Όπως και στο πρόσφατο «Έντι, ο Αετός», εδώ δεν έχουμε μια ιστορία ενός γεννημένου νικητή. Η Φλόρενς είναι ατάλαντη. Δεν πρόκειται ξαφνικά από το λαρύγγι της να ξεπηδήσει κάποια τέλεια κορώνα, δεν πρόκειται να θεωρηθεί ιδιοφυΐα. Αυτό που ο Στίβεν Φρίαρς καταφέρνει εξαιρετικά καλά είναι να χτίσει μέσα από αυτή την αποτυχία μία τρυφερή ιστορία για την επιμονή και το θάρρος. Αλλά κυρίως -για μένα τουλάχιστον- μία τρυφερή ανθρώπινη σχέση, τη σχέση της Φλόρενς με τον σύζυγό της.
Η ταινία του Φρίαρς σε κάνει να γελάς αβίαστα, δεν διαθέτει καμία ενοχή για αυτό που σου δείχνει: δείτε με τι μοιάζει η έλλειψη ταλέντου, μοιάζει να λέει και η Μέριλ Στριπ έχοντας μόλις ερμηνεύσει μια τραγουδίστρια της ροκ στο «Η Ρίκι και η Ροκ» έρχεται εδώ με φόρα να… φαλτσάρει. Και η ερμηνεία της είναι ακριβώς αυτό που περιμένεις. Παρ’ όλα αυτά, θεωρώ ότι το μεγάλο όπλο της ταινίας είναι ο Χιου Γκραντ. Είναι εκείνος που μοιράζεται το δραματικό βάρος με την Μέριλ Στριπ και κάτι παραπάνω: που έχει τον πιο σύνθετο χαρακτήρα από τους δύο και ίσως τον πιο ενδιαφέροντα. Ο Φρίαρς δεν προσπαθεί να χωρέσει τη σχέση αυτού του ζευγαριού σε στερεοτυπικές απεικονίσεις. Εδώ υπάρχει πραγματική αγάπη και αλληλοσεβασμός, στήριξη και προστατευτικότητα. Και όταν η Φλόρενς λέει ότι τον ερωτεύτηκε επειδή είχε το ωραιότερο χαμόγελο του κόσμου και ο Χιου Γκραντ χαμογελά, καταλαβαίνεις ακριβώς τι εννοεί.
Η ερμηνεία του Γκραντ με έκανε να νοσταλγήσω τις ταινίες εκείνες που κουβαλούσε στην πλάτη του. Και εδώ του προσφέρθηκε η δυνατότητα για έναν ρόλο πιο ώριμο, ευκαιρία που δεν άφησε ανεκμετάλλευτη. Θεωρώ ότι θα μπορούσε -και θα έπρεπε- να είναι υποψήφιος και για κάποιο βραβείο.
Όσο για τον Χέλμπεργκ, ξέρω ότι σε πολλούς άρεσε ιδιαίτερα η ερμηνεία του, αλλά για μένα που γνωρίζω την περσόνα του από το Big Bang Theory ήταν απλά ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη θέση. Τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο.
Όπως και στο Φιλομένα, ο Φρίαρς συνδυάζει αριστοτεχνικά το χιούμορ (δείτε τη σκηνή με τη δεξίωση και την πατατοσαλάτα) και τη θλίψη, δείχνοντας απόλυτο σεβασμό στους χαρακτήρες του.
Τελικά να τη δω;
Διασκεδαστική και χαριτωμένη και ταυτόχρονα συγκινητική, με δύο υπέροχες ερμηνείες, μία ωδή στην αποτυχία και την μετριότητα.
Fun trivia: «Πάντα θεωρούσα ότι ήμουν αρκετά μεγάλη (για να παίξω το ρομαντικό ενδιαφέρον του Χιου Γκραντ). Αλλά τελικά μεγάλωσε εκείνος» δήλωσε η Μέριλ Στριπ για τον συμπρωταγωνιστή της.