Σινεμά

Γκάτσμπι: το πράσινο φως κάτω από τον εκκωφαντικό θόρυβο

Η νέα ταινία του Μπαζ Λούρμαν μοιάζει με ένα από εκείνα τα πάρτι του Γκάτσμπι. Μία υπερβολή λάμψης, χρώματος, χορού και μουσικής κρύβουν από πίσω τα βαθιά κρυμμένα μυστικά των χαρακτήρων.

Ήδη από την αρχή αποφάσισα ότι δεν πρόκειται να συγκρίνω τον Γκάτσμπι του Λούρμαν με τον Γκάτσμπυ του Φιτζέραλντ. Και αυτό γιατί ο Γκάτσμπι του Λούρμαν θα ήταν τόσο κοντά στο βιβλίο όσο κοντά ήταν ο Ρωμαίος και η Ιουλιέτα του ιδίου στον Σαίξπηρ. Τον Λούρμαν δεν τον ενδιαφέρει να μεταφέρει τη γλυκιά μελαγχολία και τον ρομαντισμό του Φιτζέραλντ στην οθόνη (όπως άκουσα πολλούς κριτικούς να κατηγορούν τον σκηνοθέτη), αλλά να κάνει τη δική του ταινία για τα πάθη, τα λάθη και τα όνειρα μερικών πλουσίων ανθρώπων σε μία ταραγμένη δεκαετία.

Ο Υπέροχος Γκάτσμπι ακολουθεί τον επίδοξο συγγραφέα Νικ Κάραγουεϊ (η ματιά του Φιτζέραλντ), ο οποίος φεύγει από τις Μεσοδυτικές Πολιτείες των ΗΠΑ για να πάει στη Νέα Υόρκη την άνοιξη του 1922, σε μία εποχή που χαρακτηρίζεται από τα χαλαρά ήθη, την πομπώδη τζαζ, την κυριαρχία του λαθρεμπορίου και της ακμής του χρηματιστηρίου.

Κυνηγώντας το δικό του «αμερικανικό όνειρο», ο Νικ θα βρεθεί δίπλα  στην ξαδέρφη του Ντέζι και τον ερωτύλο γαλαζοαίματο σύζυγό της, Τομ Μπιουκάναν, καθώς και στον μυστηριώδη και κοσμικό εκατομμυριούχο Τζέι Γκάτσμπι. Θα χαθεί σε έναν κόσμο χρημάτων, έρωτα, απάτης και θα καταγράψει την ιστορία ενός ατελέσφορου έρωτα και των αδιάφθορων ονείρων που αποτελούν σημεία αναφοράς για τη σύγχρονη εποχή.

Ο Γκάτσμπι ξεκινάει και για την πρώτη μισή ώρα παρακολουθούμε τις προσπάθειες του Νικ να γράψει, την υπερβολή στα πάρτι, την ξέφρενη ζωή της Νέας Υόρκης. Είναι σαν το νούμερο του καμπαρέ στο Moulin Rouge, μεγενθυμένο επί 50. Ένα όργιο χρωμάτων, εικόνων, χορευτικών κινήσεων και μουσικής, σαν αυτά που μόνο ο Λούρμαν ξέρει να κάνει. Επί μισή ώρα σκέφτεσαι τι νόημα έχουν όλα αυτά, που θέλει να καταλήξει αυτό το αχαλίνωτο πάρτι.

Και μετά εμφανίζεται ο Γκάτσμπι. Δηλαδή ο Λεονάρντο Ντι Κάπριο που όμως ντύνεται και γίνεται Γκάτσμπι. Δεν έχω συχνά εύκολο τον έπαινο για τον Ντι Κάπριο, όχι γιατί δεν τον θεωρώ καλό ηθοποιό, αλλά γιατί πάντα θεωρώ τους συμπρωταγωνιστές του καλύτερους. Εδώ, όμως, η ερμηνεία του δίνει νόημα και στόχο στην ταινία.

Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι από τη στιγμή που ο Γκάτσμπι εμφανίζεται οι ρυθμοί πέφτουν, χαλαρώνουν. Ο Γκάτσμπι δεν ενδιαφέρεται για τα πάρτι και τα -φαινομενικά- ανούσια πράγματα που μέχρι εκείνη τη στιγμή βλέπαμε στις οθόνες μας, αλλά για τα όνειρά του, τους στόχους του και την Ντέιζι. Αποφασισμένος και τρυφερός, όχι παιδί, αλλά ούτε και νέος (επιτέλους ένας ρόλος που ταιριάζει στο physique του), ο Γκάτσμπι γίνεται σύμβολο ενός -εξαπατημένου- ονείρου.

Το ίδιο και η Ντέιζι της Κάρεϊ Μάλιγκαν. Δεν είναι απλά ένα σαχλοκούδουνο, είναι μία κοπέλα ικανή να εμφυσήσει πάθη, με τα δικά της πάθη και η ίδια, μια ύπαρξη πληγωμένη που βρίσκει παρηγοριά στα ρούχα, τα πάρτι. Μια απαστράπτουσα σαπουνόφουσκα, εύθραυστη στις ριπές του ανέμου και της εποχής.

Οι δύο πρωταγωνιστές -με εξαιρετική χημεία- είναι που δίνουν νόημα στην ταινία.

Στα συν και το εξαιρετικό σάουντρακ (Από Jay-Z, Αλίσια Κις και Λάνα Ντελ Ρέι μέχρι Τζορτζ Γκέρσουιν και Κόουλ Πόρτερ), καθώς και τα υπέροχα σκηνικά και κοστούμια (στα οποία συνέβαλε η Μιούτσια Πράντα) που δημιουργούν στην οθόνη ένα υπερθέαμα.

Το πρόβλημα είναι ότι κάτω από τις φωνές και τη «φασαρία», κάτω από τα «μπλιμπλίκια» και τα πάρτι, το (άχρηστο κατά τη γνώμη μου) 3D, χάνεται η ουσία -που αντίθετα με ότι υποστήριξαν πολλοί, υπάρχει. Ο εκκωφαντικός θόρυβος καλύπτει τα όνειρα του Γκάτσμπι, τον έρωτά του για την Ντέιζι και την επιτακτική σημασία του να ειπωθεί εκείνο το «Δεν σε αγάπησα ποτέ».

Την ταινία «ακρωτηριάζει» ο τρίτος πρωταγωνιστής της ταινίας Νικ Κάραγουεϊ. Ο Τόμπι ΜακΓκουάιρ δίνει μία από αδιάφορη έως ενοχλητική ερμηνεία, ενώ το voice over που ακούμε από την αρχή μέχρι το τέλος επεξηγεί και «πνίγει» τα πάντα. Και τελικά μπλέκει τις προθέσεις του Λούρμαν: θέλει να κάνει τη δική του εκδοχή της εποχής και του Γκάτσμπι; Ή θέλει να κάνει την εκδοχή του Φιτζέραλντ; Είναι το drinking buddy του Τζέι στα πάρτι, ή ο συγγραφέας, το τρίτο μάτι που παρακολουθεί την ιστορία του;

Εάν ο ρόλος του Τόμπι ΜακΓκουάιρ είχε περιοριστεί στα (απολύτως) απαραίτητα, εάν η κάμερα έμενε να παρακολουθεί μόνη της τον Γκάτσμπι ή αν το voice over περιοριζόταν σε λίγα μόνο σημεία, τότε αυτή θα ήταν μια άλλη (καλύτερη) ταινία.

Ως έχει, μένει μόνο ο Γκάτσμπι με το ροζ κοστούμι του και με το δαχτυλίδι του, η Ντέιζι να προσπαθεί να πιάσει μια σειρά ακριβά πουκάμισα, μια αφίσα που βλέπει τα πάντα, ένα άγγιγμα στο χέρι σε μια προσπάθεια να ανάψει ένα τσιγάρο και ένα πράσινο φως σε μία αποβάθρα. Που για τον Γκάτσμπι είναι το (άπιαστο) όνειρο, για μας είναι η ελπίδα ότι ο Λούρμαν ξέρει τι κάνει. Απλά δεν έχει βρει ακόμα τρόπο να το πει.

Τελικά να τη δω;

Ναι. Θα θαυμάσεις τις ερμηνείες των Λεονάρντο Ντι Κάπριο και Κάρεϊ Μάλιγκαν, τη δουλειά που έχει γίνει σε σκηνικά, κοστούμια και σάουντρακ. Εάν πας χωρίς να έχεις στο νου σου το έργο του Φιτζέραλντ θα εκτιμήσεις την προσπάθεια του Λούρμαν. Ωστόσο, θα εκνευριστείς με το voice over και ενδέχεται να κουραστείς από την υπερβολική λάμψη και το τσάρλεστον. Ενδείκνυται για θεατές που αγαπούν το έργο του σκηνοθέτη (Romeo & Juliet, Moulin Rouge, Australia).

Αγγελική Στελλάκη

Η πρώτη ταινία που είδε σε κινηματογραφική αίθουσα ήταν το Χορεύοντας με τους Λύκους. Κατά τη διάρκεια του οποίου διάβαζε Μίκι Μάους, σπάζοντας τα νεύρα όλων. Σε σινεφίλ μονοπάτια οδηγήθηκε όταν, κατά τη διάρκεια μοναχικών κινηματογραφικών βραδινών περιπλανήσεων, διαπίστωσε ότι νοιώθει μια παράξενη ευτυχία, κάθε φορά που τα φώτα χαμηλώνουν, ο ήχος του προτζέκτορα πλημμυρίζει το χώρο και μυρωδιά ποπ κορν ξεχύνεται στην αίθουσα.

Μια σκέψη για το “Γκάτσμπι: το πράσινο φως κάτω από τον εκκωφαντικό θόρυβο

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *