ΘΕΜΑΤΑΠρόσωπαΣυνεντεύξεις

Συνέντευξη Γιάννης Φάγκρας: Forget Me Not

Ένα φιλόδοξο ταξίδι, κυριολεκτικά στην άκρη του κόσμου!

Από τις ΗΠΑ στην Αλάσκα, δύο Έλληνες αναζητούν ο ένας τον άλλο, σε μία ιδιότυτη ταινία «δρόμου» -όπου δρόμου βάλτε θάλασσας.

giannis fagras 000 photocredit aris rammos
φωτογραφία: Άρης Ράμμος

Είχαμε τη χαρά να συναντηθούμε με τον σκηνοθέτη Γιάννη Φάγκρα και να μιλήσουμε μαζί του για την τελευταία του ταινία «Forget Me Not» που προβάλλεται ηδη στις αίθουσες, για μια ναυτική περιπέτεια και μια ερωτική ιστορία, για το ταξίδι στην Αλάσκα, για τον Γιάννη Στάνκογλου και τη Αλίκη Δανέζη Κνούτσεν, για το «Πες στην Μορφίνη Ακόμα την Ψάχνω» και για τον αιώνιο μετανάστη.

–         To Forget me Not γυρίστηκε σε διαφορετικά μέρη και τα γυρίσματα ήταν δύσκολα. Πως προέκυψε η ιδέα; 

Οι ιστορίες βγαίνουν πάντα από μέσα σου. Υπάρχουν συνήθως διάφορες και μια τελικά επικρατεί, βρίσκει μια δύναμη παραπάνω και ξεπηδάει. Δε μπορώ να πω ακριβώς πώς ξεκίνησε. Μου αρέσει η λογοτεχνία της θάλασσας. Κάποια στιγμή έψαχνα τον ήρωα. Μέσα στην ιστορία υπάρχουν και αρκετά αυτοβιογραφικά στοιχεία. Η Αλάσκα προέκυψε κι αυτή στην πορεία. Ήταν στο μυαλό μου από την εποχή που σπούδαζα στην Αμερική, υπήρχε και στο μυαλό κάποιων συμφοιτητών μου ως προοπτική για δουλειά –ήθελαν να δουλέψουν σε κάποιο ψαράδικο. Τελικά δεν έτυχε να πάω, αλλά φαίνεται μου είχε «μείνει» και όταν έγραφα αυτή την ιστορία, σχεδόν αυτομάτως, την τοποθέτησα εκεί.

–         Η Αλάσκα είναι πολύ μακρινός προορισμός, ενώ πολλά από τα γυρίσματα ήταν πάνω σε πλοίο. Φοβήθηκες λίγο αυτές τις προκλήσεις, όταν έγραφες το σενάριο; Είπες ποτέ «πώς θα το κάνω αυτό»;

Όχι, δεν είχα τέτοιες ανησυχίες. Περισσότερο -αν φοβόμουν κάτι- ήταν ότι δε θα έβρισκα χρηματοδότηση. Δεν πίστευα ότι θα βρω χρηματοδότηση για να το κάνω. Μάλιστα, από την αρχή σκεφτόμουν και εναλλακτικούς τρόπους στο πως θα μπορούσα να το γυρίσω. Τελικά ήρθε η χρηματοδότηση, η οποία μου γύρισε και λίγο «μπούμεραγκ» στο τέλος, γιατί ανακατεύτηκα με τη γραφειοκρατία, η οποία τελικά αποδείχτηκε μεγάλο εμπόδιο, ίσως το μεγαλύτερο εμπόδιο που αντιμετώπισα για την ταινία.

forget me not stills 003

–           Αυτό τι αντίκτυπο είχε; Καθυστέρησε τα γυρίσματα; 

Το σενάριο ολοκληρώθηκε το 2004 -κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων το έγραφα- στην Αθήνα και εγκρίθηκε αμέσως από το Κέντρο Κινηματογράφου. Ο Βαλτινός θυμάμαι τότε ήταν πρόεδρος και μάλλον «κάτι του είπε», τόσο σε αυτόν όσο και στους ανθρώπους που ήταν γύρω του και το ψήφισαν. Δεν περίμενα με τίποτα ότι θα γινόταν τόσο γρήγορα. Έλεγα μέσα μου «Είναι δυνατόν να ψηφίσουν μια ταινία να γυριστεί στην Αλάσκα»; Και να που το έκαναν. Μετά, βέβαια, έφυγαν αυτοί και ήρθαν καινούργιοι και άρχισαν τα προβλήματα… κανείς δε πίστευε ότι μπορεί να πραγματοποιηθεί. Μου έλεγαν «Αυτά δε γίνονται» και κάπως έτσι άρχισαν οι πρώτες καθυστερήσεις, μέχρι να αρχίσει το γύρισμα. Αλλά και όταν άρχισε το γύρισμα πάλι είχαμε άλλες καθυστερήσεις. Δε θέλω όμως να γκρινιάζω, τώρα τελείωσε η ταινία.

–         Πως έγινε ο συντονισμός για να γίνουν τα γυρίσματα σε τόσα διαφορετικά μέρη; Με ποιους ανθρώπους και ιδρύματα έπρεπε να έρθεις σε επαφή;

Έχω ζήσει χρόνια στην Αμερική, έχω σπουδάσει εκεί, έχω δουλέψει εκεί, σε διάφορα πόστα και σε άλλες δουλειές (όχι μόνο κινηματογραφικές). Στην Αμερική αισθάνομαι πολύ άνετα, όπως και οπουδήποτε αλλού στον κόσμο κι έτσι ένα μεγάλο μέρος της προετοιμασίας, το μεγαλύτερο ίσως, το έκανα ο ίδιος. Πώς το έκανα; Πηγαίνοντας εκεί, βρίσκοντας ανθρώπους, ρωτώντας.

forgetmenot-mesa

–         Οι άνθρωποι που εμφανίζονται, για παράδειγμα τα μέλη του πληρώματος είναι επαγγελματίες ηθοποιοί; Διότι δείχνουν να είναι όντως μέλη πληρώματος του ψαροκάικου.

Πράγματι, πολλοί δεν είναι. Χαίρομαι που το βλέπεις έτσι, γιατί αυτό δείχνει ότι είναι πολύ αληθινό το αποτέλεσμα. Οι περισσότεροι είναι ερασιτέχνες ηθοποιοί, δεν είναι όμως οι άνθρωποι του πλοίου. Οι άνθρωποι του πλοίου είναι κυρίως ντόπιοι που με βοήθησε να βρω ένας άνθρωπος που γνώρισα εκεί. Με βοήθησε πολύ να βρω το πλήρωμα, βρήκα όμως και μόνος μου, περιπλανώμενος στα λιμάνια και μιλώντας με ανθρώπους.

–           Ποια ήταν η μεγαλύτερη πρόκληση;  Ο καιρός για παράδειγμα;

Θα έλεγα η εμπλοκή μου με την ελληνική γραφειοκρατία. Νίκησε και την Αλάσκα! Με τον καιρό βέβαια, αντιμετωπίσαμε αρκετές δυσκολίες στο γύρισμα. Περισσότερο ίσως επειδή η ταινία γυρίστηκε σε φιλμ, των 35mm, που κάνει τα πράγματα έτσι κι αλλιώς πολύ πιο δύσκολα, ειδικά σε τέτοιες συνθήκες. Αυτά, όμως, τελικά είναι και διασκέδαση! Αυτό το κάνουμε κυρίως γιατί μας αρέσει. Ο χρόνος που χάλασα, επίσης μου αρέσει. Υπήρχαν μέρες που ήμασταν όλοι άρρωστοι, με ναυτία. Αυτά όμως περνάνε και τα ξεχνάς.

forget me not stills 002

–         Για εσένα τι είναι αυτή η ιστορία; Είναι μια ιστορία αγάπης, είναι ένα ταξίδι;

Νομίζω είναι και τα δυο. Είναι μια ναυτική περιπέτεια, είναι και μια ερωτική ιστορία. Για αυτό μου αρέσει να το ονομάζω (ή καλύτερα να το κατατάσσω ως) «ερωτική περιπέτεια». Πρόκειται για ένα είδος που εμπεριέχει και τα δυο στοιχεία.

–       Το τέλος είναι ανοιχτό. Γιατί επέλεξες να το αφήσεις έτσι και να μη το κάνεις πιο συγκεκριμένο;

Γιατί θέλω και τη συμμετοχή του θεατή. Νομίζω αυτού του είδους οι ταινίες ζητούν από τον θεατή να εμπλακεί συναισθηματικά. Να βυθιστεί μαζί με την ιστορία, μέσα στην ιστορία. Έτσι δεν μπορώ να δώσω εγώ τελικές απαντήσεις για το τι γίνεται. Νομίζω όμως ότι όλοι μας μπορούμε να δώσουμε μια απάντηση σε τέτοιου είδους θέματα. Εγώ, για παράδειγμα, έχω την απάντηση μου, αλλά δε θέλω να την πω. Γιατί να την πω και να χαλάσω την δική σου ή κάποιου άλλου;

–         Πως προέκυψε η συνεργασία με τον Γιάννη Στάνκογλου και με την Αλίκη Δανέζη Κνούτσεν;

Tους ήξερα προσωπικά. Την Αλίκη ιδίως από παλιά. Γνωριζόμαστε από την εποχή του πανεπιστημίου στην Αμερική. Μετά, όταν έγραφα την ιστορία, ο Γιάννης ήταν ένα από τα πρόσωπα που έβλεπα να μου ταιριάζουν σε αυτό που ήθελα να κάνω και του το πρότεινα. Είναι σημαντικό να ξέρεις κάποιον, να συνεργάζεσαι με ανθρώπους που έχεις και μια επαφή προσωπική. Εμένα μου αρέσει να διατηρώ επαφές. Δε μου αρέσει να πάρω κάποιον απλά να «μου δουλέψει» και να τον ξεχάσω μετά.

forget me not stills 001

–         Εσύ επέστρεψες στο φιλμ;

Επέστρεψα στο φιλμ γιατί πλέον μπορούσα. Μου δόθηκε η δυνατότητα κι αν είχα τη δυνατότητα θα γύριζα ξανά σε φιλμ. Μου αρέσει το φιλμ σαν υλικό. Το βρίσκω πιο όμορφο, πιο οργανικό, πιο ζωντανό, την εικόνα του φιλμ και τα χρώματα του πιο βαθιά. Είναι κάτι σαν τη σύγκριση του ψηφιακού με το αναλογικό μέσο. Το αναλογικό είναι κάτι ζωντανό, με τις ατέλειες του αλλά και την ομορφιά του.

–       Στο Forget me Not ήθελες να έχεις ένα ρόλο εξωτερικού παρατηρητή; Ήθελες να δείξεις πως είναι η ζωή στην Αμερική του σήμερα μέσα από τα μάτια ενός ξένου που ζει στην Αμερική;

 Είναι ένας Έλληνας στο εξωτερικό. Είμαστε 10 εκατομμύρια στην Ελλάδα κι άλλα δέκα σε όλο τον υπόλοιπο κόσμο. Εμένα με ενδιαφέρουν όλοι αυτοί οι άνθρωποι πάρα πολύ, έχω ζήσει με αυτούς, οι ιστορίες τους, αν το δούμε συναισθηματικά, είναι πραγματικά σαν να είναι «στην άκρη του κόσμου», γιατί κάπως έτσι αισθάνονται. Επομένως, η ταινία μου μιλάει για το μετανάστη, μιλάει για τον περιπλανώμενο Έλληνα, θα ήταν πολύ «λίγη» η ιστορία χωρίς αυτό το στοιχείο. Η ελληνική γλώσσα έχει πολύ κεντρικό ρόλο, παρόλο που ακούγεται λίγο, είναι πολύ ουσιώδης για τον ήρωα. Είναι η αγαπημένη του.

forget me not 001

–         Να μιλήσουμε λίγο και για την επιλογή της Νέας Ορλεάνης ως τόπο γυρίσματος και μάλιστα λίγο μετά τον φονικό τυφώνα. Βλέπουμε κατεστραμμένα σπίτια είναι από τον τυφώνα. Πως ήταν να κάνεις γυρίσματα σε μια τέτοια πόλη, γεμάτη μεν ζωντάνια, αλλά μετά από μια τέτοια καταστροφή; 

Αυτό είναι πιο αυτοβιογραφικό. Έχω ζήσει για λίγο στη Νέα Ορλεάνη, και μάλιστα στη γειτονιά που δείχνω, μετά τις σπουδές μου. Όμως την γνωρίζω καλά, έχω φίλους εκεί, επομένως ήταν ένα μέρος που το ήξερα.

–         Η ταινία σου «Πες στη Μορφίνη Ακόμα την Ψάχνω» ψηφίστηκε ανάμεσα στις 100 καλύτερες ελληνικές ταινίες και ξαναπροβλήθηκε στο περσινό φεστιβάλ κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Πως ένιωσες για αυτό; 

Aυτό πραγματικά μου άρεσε πάρα πολύ. Χάρηκα που άρεσε η ταινία και που την ψήφισε κόσμος. Χάρηκα επίσης που στη Θεσσαλονίκη, όταν ξαναπαίχτηκε ήθελε πολύς κόσμος να την ξαναδεί και ήταν sold out η προβολή. Μου έκανε εντύπωση που στην προβολή ήρθαν κυρίως πιτσιρικάδες. Το κοινό της «Μορφίνης του τότε» μοιάζει να ξαναγεννήθηκε τώρα. Η «Μορφίνη» ήταν ίσως η πρώτη ταινία που έγινε με εντελώς ανεξάρτητο τρόπο, με τα σύγχρονα ψηφιακά μέσα, που μας επιτρέπουν να κάνουμε μια ταινία μόνοι μας, με τους φίλους μας.

–          Τι άλλο ετοιμάζεις;

Υπάρχουν αυτές οι ιδέες που προείπα, ειλικρινά δε ξέρω ποια θα ξεπηδήσει τελικά για να προχωρήσει. Έχει όμως πάντα να κάνει και με τους ανθρώπους παραγωγής, αν θα βρω χρηματοδότηση, αν θα ενδιαφερθεί κάποιος, με άλλα λόγια αν θα βρω κάποιον σύμμαχο -που, μεταξύ μας, δεν έχω και πολλούς.

cinepivates

Συντακτική ομάδα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *