ΚΡΙΤΙΚΕΣΣινε-προτάσειςΣινεμά

Μου Λείπεις Ήδη (Miss You Already)

miss you already 002

one-half-popcorn

Δυο αχώριστες φίλες μοιάζουν να ζουν εντελώς διαφορετικές ζωές. Η μια (Τόνι Κολέτ) παντρεύεται έναν όμορφο άντρα, κάνουν παιδιά και ζουν πλουσιοπάροχα το όνειρο στο Λονδίνο, ενώ η άλλη (Ντρου Μπάριμορ) ζει πιο φτωχικά και παρά τις προσπάθειες τους δεν μπορούν να αποκτήσουν παιδί με το σύντροφό της. Όλα αντιστρέφονται όταν η πρώτη μαθαίνει ότι πάσχει από καρκίνο, ενώ η δεύτερη τελικά μένει έγκυος.

To παράδοξο με την ταινία βρίσκεται στη σκηνοθεσία, στην οποία βρίσκουμε την Κάθριν Χάρντγουκ. Μια σκηνοθέτης που σε προηγούμενες δουλειές της μας έχει δώσει το βαμπιρομάντζο Twilight (2008), το αιρετικό, φεστιβαλικό και υποψήφιο για Όσκαρ, Thirteen (2003) παλιότερα και τη goth εκδοχή της Κοκκινοσκουφίτσας (Red Riding Hood, 2011). Πρόκειται μεν για επαναφορά στις κοινωνικές ταινίες και την πιο κλασική σκηνοθεσία, κρατά όμως στο κέντρο του θέματος της, κοινό συνδετικό κρίκο την γυναικεία ψυχοσύνθεση.

miss you already 000Αν κάτι αξίζει να δει κανείς σε αυτή την ταινία είναι η πληθωρική ερμηνεία της Τόνι Κολέτ. Παρά το ότι η ταινία είναι για τη σχέση των δυο φίλων, το πάνω χέρι το έχει σαφώς ο χαρακτήρας της Κολέτ, η οποία κάνει όλα τα απαραίτητα, ερμηνεύει ωραία, ξυρίζει και το κεφάλι της, όμως η παρουσία της θαμπώνεται λίγο από την «εμπορική» προσέγγιση της ταινίας. Το πως αντιμετωπίζει τη δύσκολη περίοδο μια ευκατάστατη οικογένεια του Λονδίνου και το χιούμορ δεν ελαφραίνουν όσο θα ήθελαν το αποτέλεσμα. Με το βάρος στο χαρακτήρα της άρρωστης γυναίκας και τις ιδιοτροπίες της στην προσπάθεια να παλαίψει και να αποδεχτεί την κατάσταση της, χάνεται προσωρινά το «girl power», για να το ξαναχτίσει. H Μπάριμορ, λίγο πιο παχουλή από όσο τη θυμόμαστε, είναι καλή αλλά δεν κάνει κάτι ιδιαίτερο, ενώ καλές εντυπώσεις αφήνουν οι πιο κωμικοί χαρακτήρες των Ντόμινικ Κούπερ, Πάτι Κόνσιντιν, Ζακλίν Μπισέ.

miss you already 001Έχω όμως μια προσωπική ένσταση γύρω από την ταινία και τη θεματολογία της. Δεν μπορείς να κάνεις μια feel good κωμωδία για κάποιον που πεθαίνει από καρκίνο, ή τουλάχιστον όχι έτσι. Σίγουρα υπάρχει μπόλικο χιούμορ, μάλιστα ωραία αποδομένο από το σύνολο του καστ, όμως η θεματολογία του δράματος τελικά το υπερκαλύπτει. Υπάρχει από την άλλη και έντονη υπερδραματοποίηση, όσο η ταινία πλησιάζει στο τέλος της, χρησιμοποιώντας όλα τα πονηρά (ή «βρώμικα» θα έλεγε κανείς) εργαλεία, της μουσικής, ξέρετε με αυτό το πιανάκι (ή το βιολί σε άλλες περιπτώσεις) που παίζει λυπημένα, εστίαση στον κέντρικό χαρακτήρα που κλαίει, με άλλα λόγια, όλα αυτά που θα προσπαθήσουν να παρασύρουν το κοινό να φύγει κλαμμένο από την αίθουσα. Αυτός ο εκβιασμός του συναισθήματος, ιδίως σε χλιαρές ταινίες, καταντά πιεστικός στο κοινό και άλλοι ψυχοπλακώνονται, ενώ άλλοι παθαίνουν κατάθλιψη.

Δυστυχώς, το θέμα της ασθένειας είναι τόσο γενικευμένο, που σχεδόν κάθε οικογένεια έχει ένα τουλάχιστον περιστατικό για να ταυτιστεί, επομένως σκηνοθέτης και σεναριογράφος οφείλουν να το προσεγγίσουν με ευγένεια και σεβασμό. Η ταινία, όμως, ίσως αρέσει σε μέρος του κοινού, όπως αυτούς που τους άρεσε και το Λάθος Αστέρι (Fault in our Stars) και θα την απολαύσουν κρατώντας ένα πακέτο χαρτομάντηλα.

Τελικά να τη δω; Δεν μπορώ να σας αποτρέψω να την δείτε, από τη μια για την γεμάτη ερμηνεία της Κολέτ, από την άλλη για κάποια όμορφα κωμικά στιγμιότυπα. Θεωρώ όμως ότι η προσέγγιση του θέματος δεν εστιάζει σωστά και η γυναικεία φιλία περνά σε δεύτερη μοίρα, μπρος στο δράμα της ασθένειας. Παρά αυτής της παρέκλισης, η ταινία χτίζει την συγκινησιακή ατμόσφαιρα και προσφέρεται για πολύ… κλάμα.

Fun trivia:
H Ντρου Μπάριμορ αν και φαινομενικά είναι το μεγάλο όνομα της ταινίας, δεν ήταν η πρώτη επιλογή της Χάρντγουκ. Αρχικά ο ρόλος προοριζόταν για την Τζένιφερ Άνιστον, η οποία αποχώρησε από το project. Την αντικατέστησε η επιλογή της Ρέιτσελ Βάις, η οποία (ένεκεν Αστακού και Νιότης) δεν μπόρεσε με τη σειρά της και τελικά ανέλαβε η Μπάριμορ, ως τρίτη κατά σειράν.

 

Αντώνης Γκούμας

Θα μπορούσε να ζήσει εξίσου ευχάριστα στη Μέση Γη όσο στη Metropolis, από τα πιο ρεαλιστικά πλάνα στα πιο σουρεαλιστικά συννεφάκια. Μπαίνοντας στις αίθουσες παθιάζεται αμετανόητα κάθε φορά που σβήνουν τα φώτα. Στα Φεστιβάλ που καλύπτει αντί για τις πολυαναμενόμενες ταινίες προτιμά να ανακαλύπτει άγνωστα μικρά διαμαντάκια που ίσως να μην δούμε ποτέ στις ελληνικές αίθουσες. Συνήθως καλοπροαίρετος, προσέξτε, όμως, όταν κραδαίνει το «τσεκούρι» του.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *