Gros Plan: Καθημερινή ανασκόπηση – Η επιλογή στα χέρια του θεατή
Κάτι ενδιαφέρον συνέβη αυτές τις ημέρες στο Ινστιτούτο Θερβάντες στην Αθήνα. Το Gros Plan ένα κινηματογραφικό φεστιβάλ ευρωπαϊκών ταινιών, με δωρεάν προβολές, που δίνει τη δυνατότητα στο κοινό να δει, να κρίνει και να ψηφίσει την ταινία που παρακολούθησε.
Εξαιρετικά επιτυχημένη η πρώτη φετινή διοργάνωση, έφερε στο ελληνικό κοινό ενδιαφέρουσες ταινίες που αμφισβητούν τις τερημμένες δομές, ενώ παράλληλα έλαβε χώρα το Petit Plan για τα παιδιά και masterclass για τους νέους δημιουργούς. Πολύς ήταν ο κόσμος που ήρθε στο Ινστιτούτο Θερβάντες για να παρακολουθήσει όλες τις προβολές, γεμίζοντας καθημερινά την αίθουσα. Ο κόσμος στην πλειονότητα του αγκάλιασε με χαρά το γεγονός και έδειξε ενθουσιασμό στη δυνατότητα να αξιολογήσει τις προβαλλόμενες ταινίες, συμπληρώνοντας τα ερωτηματολόγια. Σίγουρα θα έχει ενδιαφέρον να δούμε τι αποτελέσματα θα δώσουν και αν θα αξιοποιηθούν επάξια από τις εταιρείες ώστε να βελτιώσουν το σινεμά που θα βλέπουμε τα επόμενα χρόνια.
Από το φετινό πρόγραμμα οι Cinepivates αν θα έπρεπε να ξεχωρίσουμε τρεις ταινίες που μας έμειναν περισσότερο, αυτές θα ήταν σίγουρα ο Τζογαδόρος, αλλά και το κροάτικο Καουμπόιδες και το αμφιλεγόμενο Ντόρα ή οι σεξουαλικές νευρώσεις των γονιών μας. Σημειώνεται ότι το Gros Plan ξεκίνησε την, Τετάρτη και θα συνεχίστηκε την Παρασκευή και το Σαββατοκύριακο. Η είσοδος ήταν ελεύθερη, με σειρά προτεραιότητας.
Κυριακή 7 Φεβρουαρίου
Θερινό Ηλιοστάσιο
Ίσως η πιο mainstream ταινία του φετινού προγράμματος, το πολωνικό Θερινό Ηλιοστάσιο είναι μια ταινία που διαδραματίζεται στην γερμανοκρατούμενη Πολωνία του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου. Κεντρικά πρόσωπα ένας νεαρός πολωνός βοηθός αμαξοδηγός τρένου και ένας νεαρός γερμανός στρατιώτης με περισσότερες ευαισθησίες από τους υπόλοιπους. Γύρω από τα δυο αγόρια συναντάμε και δυο έφηβες κοπέλες, την κόρη ενός αργότη που δουλεύει ως υπηρέτρια στους κατακτητές και μια εβραία φυγά που προσπαθεί να επιβιώσει. Το νεαρό της ηλικίας τους όσο και το καλοκαίρι θα επιτρέψουν στο πάθος να αναδυθεί ακόμα και μέσα στις αντίξοες αυτές συνθήκες, που δεν μπορούν να αφήσουν ανεπηρέαστους τους χαρακτήρες. Καλές ερμηνείες από τους νεαρούς πρωταγωνιστές και τη νεαρή εβραιοπούλα. Χωρίς να είναι ιδιαίτερα ακριβή η παραγωγή, η ταινία είναι επιτυχημένη στην αποτύπωση της εποχής, ενώ η σκηνοθεσία καταφέρνει να κρατήσει με σταθερή αφηγηματική ροή αμείωτο το ενδιαφέρον. Από την άλλη, η γρήγορη αφηγηματική ροή των γεγονότων μοιάζει να μην αφήνει ιδιαίτερο χρόνο στο φακό στα συναισθήματα. Παράλληλα, προσπαθώντας να κρατήσει μια πιο ουδέτερη σχέση με τα γεγονότα, παρουσιάζει ίσως τους λιγότερα σκληρούς Ναζί που έχουμε δει κινηματογραφικά, τονίζοντας παράλληλα ίσως περισσότερο τη σκληρότητα των λοιπών συμβαλλόμενων, όπως του πολωνού αμαξοδηγού ή των ρώσων αντιστασιακών.
Οι Αγαπημένοι μας
Στα περίχωρα του γαλλόφωνου Μόντρεαλ του Καναδά εκτυλίσσεται η τρυφερή αυτή ταινία που καλύπτοντας διάστημα αρκετών ετών μας περιγράφει τη ζωή στην οικογένεια του Νταβίντ. Ξεκινάμε από το 1978, με τον θάνατο του πατέρα του, που αργότερα θα μάθει ότι δεν οφειλόταν σε φυσικά αίτια, αλλά σε αυτοκτονία. Και ο ίδιος ο χαρακτήρας όμως διακατέχεται από μια βαθιά θλίψη, συνδυασμό της εσωτερικής του ευαισθησίας, τσακισμένων εφηβικών ονείρων και του περιορισμένου περιβάλλοντα χώρου. Με αργό ρυθμό και ελαφριά χίπστερ διάθεση, η ταινία δείχνει τη ζωή να κυλά σαν τον άνεμο πάνω από τα στάχια. Αρκετά επιτυχημένο το φυσικό, ομαλό πέρασμα των χρονικών περιόδων, κάτι για το οποίο οφείλουμε να δώσουμε τα εύσημα στο αρκετά αληθοφανές μακιγιάζ στους κεντρικούς χαρακτήρες, με την πρόσθεση λίγων κιλών, μερικών άσπρων τουφών ή κώμωσης στα μαλλιά, χωρίς έντονες υπερβολές που ίσως μπέρδευαν τους θεατές. Αγγίζει δε ένα θέμα που δεν έχουμε συναντήσει συχνά στο σινεμά, αυτό της, κατά κάποιο τρόπο, «κληρονομικής» κατάθλιψης, ή αλλιώς το πως η ασθένεια κάποιου επηρεάζει τον οικογενειακό του περίγυρο. Σε αυτό ίσως συναντήσει κανείς τους Βρυκόλακες του Ίψεν σε μια πιο τρυφερή σύγχρονη μεταφορά. Στα αρνητικά οφείλουμε να αναφέρουμε το σενάριο, ιδιαίτερα στο τελευταίο μέρος που ουσιαστικά αλλάζει κεντρικό πρωταγωνιστή (εν μέρει εσκεμμένα), αλλά και φαίνεται να πλατειάζει, κάνοντας μας να αναρωτηθούμε «γιατί απλά δεν τελειώνει, αφού είπε όσα είχε να μας πει».
Σάββατο 6 Φεβρουαρίου
Εγκλωβισμένη
Νεαρό ζευγάρι μετακομίζει σε πολυκατοικία, όπου εμφανίζονται προβλήματα με ηλικιωμένο ζευγάρι γειτόνων που μένουν στον από πάνω όροφο. Η κοπέλα, η οποία προετοιμάζεται για έναν μουσικό διαγωνισμό, που απαιτεί εξαντλητική εξάσκηση από αυτή και είναι αναγκασμένη να περνάει πολλές ώρες στο σπίτι, αρχίζει να έχει την αίσθηση ότι η γειτόνισσα την παρακολουθεί. Τι από αυτά είναι στη φαντασία της και τι πραγματικό; Η υπόθεση της ταινίας παραπέμπει σε θρίλερ, η κινηματογράφισή της όμως εστιάζει περισσότερο στον ψυχολογικό κόσμο, με στοιχεία κλινικής ψυχρότητας του σινεμά του Χάνεκε (θα σας θυμίζει ίσως τη Δασκάλα του Πιάνου). Οι αργοί ρυθμοί και η προβλέψιμη εξέλιξη όμως κάνουν την ταινία υπερβολικά κουραστική στην παρακολούθηση.
Καουμπόιδες
Επίσημη πρόταση της Κροατίας για το Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας, είναι μία δραματική ταινία με αρκετά κωμικά στοιχεία. Ένας θετρικός σκηνοθέτης κάνει οντισιόν για να ανεβάσει μία θεατρική παράσταση για πρώτη φορά σε μια μικρή πόλη και λόγω της μικρής συμμετοχής αναγκάζεται να πάρει τους πιο ατάλαντους υποψήφιους. Η ανομοιογενής ομάδα σύντομα καταλήγει να κάνει ένα άτυπο «group therapy» και τα μέλη της αρχίζουν να δένονται μεταξύ τους, κάνοντας παράλληλα και μαθήματα υποκριτικής στην προσπάθειά τους να ανεβάσουν ένα γουέστερν. Καλές ερμηνείες σε μία ταινία που σατιρίζει την σύγχρονη πολιτική κατάσταση της Κροατίας. Μοναδικό ελάττωμα το ότι θα έπρεπε να εστιάζει περισσότερο στο κωμικό στοιχείο, καθώς φαίνεται ότι οι μεγάλες δραματικές εντάσεις ήταν περισσότερς από όσο θα έπρεπε. Σε αρκετές, πάντως, σκηνές το κοινό γέλασε δυνατά.
Παρασκευή 5 Φεβρουαρίου
Ντόρα ή οι σεξουαλικές νευρώσεις των γονιών μας
Η Ντόρα είναι μια έφηβη κοπέλα με νοητική στέρηση. Οι γονείς της αποφασίζουν να σταματήσουν τα ψυχοφάρμακα που της δίνουν, αυτό έχει ως αποτέλεσμα να γίνει πιο δραστήρια και περίεργη για τον κόσμο. Όταν η Ντόρα βιαστεί από έναν άγνωστο, η μητέρα της δε θα μπορεί να πιστέψει ότι στο παιδί τρέφει αισθήματα για τον άγνωστο και απολαμβάνει τις σεξουαλικές επαφές μαζί του. Βασισμένη στο γνωστό θεατρικό, η ταινία ακολουθεί το πρότυπο σκληρότητας του γερμανικού κινηματογράφου των τελευταίων χρόνων, επιχειρεί να σοκάρει οπτικά και ηθικά, πάνω στο ζήτημα του δικαιώματος στη σεξουαλικότητα και στο αίσθημα της ευθύνης. Ανάμεσα σε αυτά τα δυο ισορροπεί η ταινία και τα αναγάγει σε γυναικεία υπόθεση, αφήνοντας εσκεμμένα τους αντρικούς χαρακτήρες στο περιθώριο. Αγγίζει αρκετά ζητήματα, δεν αναζητά όμως τα όρια, μιας που εισάγει αρκετές σεναριακές μανιέρες, με σκοπό τελικά να τις αποδομήσει. Επικεντρώνεται στις δυο γυναίκες, ιδιαίτερα στη μάνα και μοιάζει να μιλά περισσότερο τη γλώσσα της ‘βόρειας’ αποστασιοποιημένης νοοτροπίας. Πέραν των δυο κεντρικών γυναικείων ερμηνειών που είναι πολύ καλές, τα εύσημα αξίζει και η σκηνοθέτης, που χαλιναγωγεί έξυπνα το δραματικό της υπόθεσης καταφέρνοντας να χτίσει την ατμόσφαιρα που επιθυμεί. Πρόκειται όμως για μια ταινία που ή θα αρέσει ή θα εκνευρίσει το κοινό με τη θεματολογία της.
Απάνθρωπος (Cruel)
O Πιέρ Ταρντιέ είναι ένας άνδρας 40 ετών, ο δουλεύει σε δουλειές μερικής απασχόλησης. Μένει σε ένα παλιό σπίτι με τον άρρωστο πατέρα του. Ο Πιέρ είναι ένας κατά συρροή δολοφόνος. Απολαμβάνει να παρακολουθεί τα θύματά του, να τα απαγάγει και να τα σκοτώνει. Όταν ερωτεύεται, ελπίζει ότι θα μπορέσει να αλλάξει. Ο Ερίκ Σεριέρ κάνει ένα περίεργο κράμα ταινίας: κάτι ανάμεσα σε θρίλερ και στην… Αμελί. Διατηρεί πάντα το ενδιαφέρον του κοινού, κυρίως εξαιτίας της προσέγγισης του θέματος. Αυτός είναι ένας intellectual κατά συρροή δολοφόνος που αναγκάζει τον θεατή να «μπει στα παπούτσια του» και να δει τον κόσμο μέσα από τα μάτια του. Πρόκειται για μία επικίνδυνη επιλογή που ο Σεριέρ καταφέρνει κάπως και βγάζει πέρα. Ωστόσο, είναι το μπλέξιμο των ειδών εκείνο που καθιστά άνισο το τελικό αποτέλεσμα: και κωμωδία και θρίλερ και υπαρξιακή ταινία είναι λίγο δύσκολο να το χωνέψεις. Εντυπωσιακός ο Ζαν Ζακ Λελτέ, ο οποίος έχει ελάχιστες κινηματογραφικές εμφανίσεις.
Τετάρτη 3 Φεβρουαρίου
Άντον Τσέχοφ
Καλοκαίρι 1890. Για να βγάλει λίγα χρήματα ώστε να συντηρήσει την οικογένειά του ο Άντον Τσέχοφ, ένας ταπεινός γιατρός, γράφει μικρά διηγήματα για εφημερίδες με το ψευδώνυμο Άντοσα Τσεκόντε. Γαλλική ταινία, βιογραφία του γνωστού ρώσου συγγραφέα. Πρόκειται για μία μάλλον κλασική προσέγγιση, αν και η μεταφορά στα γαλλικά, νομίζω ότι αφαιρεί κάτι από τη «ρωσικότητα» της ιστορίας. Βρήκα για παράδειγμα αρκετά αυθεντικό τον Τολστόι, ο οποίος κάνει την εμφάνισή του στην ταινία. Ωστόσο, ο Νικολά Ζιρό προσεγγίσει πολύ καλά τον ρόλο του Τσέχοφ, ενός Τσέχοφ που εμπνέεται από τα πραγματικά περιστατικά που βλέπει γύρω του και ευαισθητοποιείται από το δράμα των ανθρώπων που ζουν στο νησί της Σαχαλίνης.
Ο Τζογαδόρος
Ένας τραυματιοφορέας – άρρωστος τζογαδόρος, βρίσκει έναν ακόμα τρόπο να τζογάρει: να «παίξει στοίχημα» με τις ζωές των ανθρώπων, προσπαθώντας να προβλέψει ποιος από τους βαριά ασθενείς νοσοκομείου στη Λιθουανία θα πεθάνει πρώτος. Την ίδια στιγμή ερωτεύεται μία μάλλον ηθική νοσοκόμα, η οποία με τη σειρά της αντιμετωπίζει τα δικά της προβλήματα στο σπίτι της. Ενδιαφέρουσα θεματική, αλλά και προσέγγιση από τον Ίγκνας Τζόνινας, ο οποίος διαθέτει και μία ξεχωριστή κινηματογραφική ματιά. Υπάρχουν αρκετές στιγμές ανθολογίας, από τη σκηνή που οι τζογαδόροι βγαίνουν χαρούμενοι μετά το πρώτο «επιτυχημένο» τζογάρισμα, μέχρι την πρώτη ερωτική σκηνή ανάμεσα στον Βινσέντας και την Ιέβα, αλλά και στο εξαιρετικό πλάνο που κλείνει το τέλος. Αν και μπορεί να υπάρχουν στιγμές που η ταινία αναζητά ταυτότητα και ρυθμό, στο μεγαλύτερο τμήμα της είναι σκοτεινή, αλλά και καυστική. Επίσης, διαθέτει έναν πρωταγωνιστή που κινείται σε αμερικάνικα πρόσωπα: Ο Βιτάφτας Κανιούσονις, ένα όνομα που αξίζει να σημειώσουμε.