Καζαντζάκης
Μετά τον βίο του Ιωάννη Βαρβάκη και τη ζωή του Δομίνικου Θεοτοκόπουλου, ο Γιάννης Σμαραγδής καταπιάνεται με τον Νίκο Καζαντζάκη. Η πολυετής ενασχόλησή του με τη ζωή του Κρητικού ποιητή και λογοτέχνη καταλήγει σε μια βιογραφία που είναι αμήχανη και συχνά γραφική, αλλά που έχει και τις καλές της στιγμές.
Από τα μικρά του χρόνια και τη βασανισμένη σχέση του με τον πατέρα του (τον ερμηνεύει με ομολογούμενη υπερβολή ο Αργύρης Ξάφης), η ταινία περνά στα εφηβικά του χρόνια και από εκεί στα γεράματα του -με τον Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλο να ερμηνεύει τον Καζαντζάκη για το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του και τον Στέφανο Ληναίο να κάνει ένα μικρό πέρασμα από την ταινία. Με επίκεντρο την Αναφορά στον Γκρέκο, η ταινία του Σμαραγδή αφηγείται -με μορφή επεισοδίων και αρκετά κατακερματισμένα- τα γεγονότα της ζωής του Καζαντζάκη αφήνοντας αρκετά στοιχεία απ’ έξω (όπως τον γάμο του με τη Γαλάτεια Καζαντζάκη για παράδειγμα). Στο επίκεντρο η σχέση ζωής του Καζαντζάκη με τη σύντροφό του Ελένη, με μια υπέροχη Μαρίνα Καλογήρου στον ρόλο της γλυκιάς και τρυφερής συνοδοιπόρου της ζωής του σπουδαίου λογοτέχνη.
Δεν προλαβαίνεις να μάθεις και πολλά για αυτόν τον Καζαντζάκη και τα ο Σμαραγδής ασχολείται μάλλον επιδερμικά με κάποια σημαντικά γεγονότα της ζωής του, όπως για παράδειγμα με τον αφορισμό των έργων του από την Εκκλησία. Παρ’ όλα αυτά είναι απόλαυση να ακούς τον λόγο του Καζαντζάκη, ο οποίος χρησιμοποιείται εδώ ως βάση για την παρουσίαση των γεγονότων της ζωής του.
Ένα από τα βασικά προβλήματα της ταινίας -που συναντάμε και σε άλλες ταινίες του Σμαραγδή- είναι η δυσκολία της αναβίωσης της εποχής. Δεν είναι μόνο τα «λαθάκια» που θα πιάσει το βλέμμα του εκπαιδευμένου θεατή, αλλά και το γεγονός ότι η ταινία προσπαθεί να «κλέψει» κάποια πλάνα και να πείσει ότι εκτυλίσσεται στις αρχές του 20ού αιώνα. Δεν τα καταφέρνει πάντα και μένει να είναι ακριβώς αυτό: μια προσπάθεια που δεν ολοκληρώνεται και κυρίως μια προσπάθεια που δεν γίνεται αβίαστα, αλλά αποκαλύπτεται στον θεατή. Έτσι, συναντάμε τους κεντρικούς χαρακτήρες να κάνουν βόλτες στο Ζάππειο, το Σούνιο, ή τον Λουμπαρδιάρη, αλλά δεν μπορεί να φύγει από το μυαλό μας η ιδέα ότι παρακολουθούμε μια ταινία. Τα πράγματα γίνονται σαφώς καλύτερα -τουλάχιστον από άποψη παραγωγής- όταν η ταινία μένει κλεισμένη σε εσωτερικούς χώρους (ένα σπίτι, ένα σπήλαιο) ή όταν βρίσκεται σε χώρους ά-χρονους (όπως μια παραλία για παράδειγμα).
Οι δύο νεαροί πρωταγωνιστές φαίνεται, πάντως, πως έχουν «παιδέψει» τους ρόλους τους και έχουν καταφέρει να αναπτύξουν μια αρκετά καλή χημεία μεταξύ τους. Ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος σίγουρα δεν είναι κακός, αν και η υπερβολή κάποιων σκηνών τον εμποδίζει να αναπτύξει τον χαρακτήρα του όσο ίσως θα ήθελε ή θα επέβαλε το όνομα του συγγραφέα.
Δυστυχώς, αρκετά προβλήματα συναντάμε και στους δεύτερους ρόλους. Ειδικότερα ο Νίκος Καρδώνης που ερμηνεύει τον εκκεντρικό Άγγελο Σικελιανό καταφεύγει αρκετές φορές στο γκροτέσκο σχεδόν και το αποτέλεσμα ξενίζει. Απογοητευτικές ερμηνείες έχουμε και από άλλους ηθοποιούς, με αποτέλεσμα να υπερτονίζεται ο κατακερματισμός της ταινίας σε «επεισόδια».
Ο Γιάννης Σμαραγδής δεν καταφέρνει να αποφύγει τις υπερβολές, αν και αυτές μοιάζουν να είναι περιορισμένες σε σχέση με το El Greco και το Χαβιάρι. Ιδιαίτερα έντονο το πρόβλημα προς το τέλος της ταινίας, με τον Σμαραγδή να γίνεται γραφικός στο φινάλε της ταινίας.
Pingback: Καζαντζάκης | Έβδομη Τέχνη