Ραγισμένα κρύσταλλα
Τι συμφορά κι αυτή, να είσαι κούκλα, κομψότατη μεγαλοαστή, κόμισσα και σύζυγος του δικηγόρου του Πρωθυπουργού της Ιταλίας, να ξέρεις τους πάντες και τα πάντα για τη λουσάτη ζωή, και να καταλήγεις έγκλειστη σε άσυλο ψυχασθενών. Αυτό ακριβώς έπαθε η ωραία Μπεατρίτσε Μοραντίνι-Βαλντιράνα η οποία αντικρύζει νυχθημερόν με φρίκη τους ανθρώπους που πρέπει να υπομένει και φωνάζει αγανακτισμένη : «για μαζευτείτε λίγο. Κανονικά είστε φιλοξενούμενές μου. αυτή η βίλα ανήκε στην οικογένειά μου που τη χάρισε στο Ιταλικό Δημόσιο. Κι αντί να την κάνουν ένα spa πολυτελείας την έκαναν άσυλο για τρελούς».
Η ταινία του Paolo Virzi LA PAZZA GIOIA/LIKE CRAZY κυριολεκτεί με τον τίτλο της, και στην τρέλα (των δύο ταλαίπωρων βασικών χαρακτήρων) και στη χαρά που περιέργως και ανεπαισθήτως, μεταγγίζουν στον θεατή αυτές οι δύο «μουρλές» με τη βούλα των Αρχών, γυναίκες. Το πρωταγωνιστικό δίδυμο είναι έξοχο, με τη Valeria Bruni-Tedeschi να δίνει κανονικό ρεσιτάλ (φανταστείτε μία Μαντάμ Σουσού στη νοοτροπία αλλά όχι στο εισόδημα, κούκλα, χυμώδη και κομψή). Η Μπεατρίτσε αποτελεί την ευπρόσδεκτη «παραφωνία» μέσα σ’ αυτόν το συρφετό των «άσχημων και φτωχών» τροφίμων του ασύλου. Ψυχές ξεχασμένες απ΄όλους, παραδομένες στην ασθένειά τους και τα ψυχοφάρμακα, δέχονται τις φροντίδες του ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού στη βίλα Μπιόντι, ιδιοκτησίας της οικογένειας της Μπεατρίτσε, που υποψιαζόμαστε πως πέρασε στα χέρια του ιταλ.κράτους ως κίνηση εξευμενισμού του,λόγω των ποιν.αδικημάτων που διέπραξε η Μπεατρίτσε και για τα οποία ακριβοπλήρωσε η οικογένειά της.
Στον εμφανισιακό,εισοδηματικό αντίποδα βρίσκεται η νεοφερμένη τρόφιμος Ντονατέλα Μορέλι (η Micaela Ramazzotti είναι αφοπλιστικό πρώην πρεζόνι, πρώην χορεύτρια σε νυχτερ.κέντρο, με βαθιά κατάθλιψη και την ανάλογης βαρύτητας φαρμακευτική αγωγή, και μία ποινική καταδίκη να τη συνοδεύει). Οι δύο φαινομενικά αταίριαστες γυναίκες σχηματίζουν ένα ξεκαρδιστικό κι απολαυστικό δίδυμο, κι είναι η σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσά τους που κάνει την ταινία τόσο συγκινητική.
Η σέξι Μπεατρίτσε, πεπεισμένη πως βρέθηκε σ’ αυτή τη φωλιά των τρελών από ένα σατανικό λάθος του, κατά τη γνώμη της πανηλίθιου, δικαστή που επιλήφθηκε της υπόθεσής της, το παίζει κυρία του σπιτιού,κάνει υποδείξεις σε όλους, και προσπαθεί εις μάτην, ν’ αναπαράγει στο άσυλο τις συνθήκες διαβίωσής της στη σπιταρώνα του πρώην συζύγου της. Η Ντονατέλα απ΄την άλλη, με αθεράπευτα ραγισμένη καρδιά, θέλει το γιό της, τίποτ’ άλλο.
Απολαυστικοί κι αστείοι διάλογοι, ωραιότατη μουσική επένδυση και μία τρυφερότητα περιβάλλει αυτές τις δυό υπάρξεις, που σε κάνει να θέλεις να τις αγκαλιάσεις, να τις παρηγορήσεις, αλλά πάνω απ΄όλα να τις ακούσεις, το βασικό αίτημα όλων των ασθενών είναι να τους ακούσεις και να τους λάβεις σοβαρά υπόψιν. παράλογο; όχι απαραίτητα.
Επειδή αμφότερες οι κυρίες εδώ, έχουν την «ταμπέλα» της τρέλας (διπολική ψύχωση η Μπεατρίτσε, βαριά κατάθλιψη η Ντονατέλα) δεν σημαίνει πως είναι και ηλίθιες, το αντίθετο αποδεικνύεται θα έλεγα, φαίνεται όμως πως είναι κατά τι…επικίνδυνες. Η σωρεία προακταλήψεων και στερεοτύπων που συνοδεύουν την ψυχασθένεια, θεωρώ πως εδώ παρουσιάζονται με χιούμορ πρωτίστως και διακριτικότητα. Αξιοσημείωτοι δε, είναι οι γιατροί του ασύλου, ιδίως η ψυχολόγος που έχει ιδιαίτερη αδυναμία στην Μπεατρίτσε, και ο γιατρός που βοηθάει την Ντονατέλα. Και οι δύο αποτελούν παραδείγματα γιατρών που βάζουν την ανθρωπιά μπροστά απ’ την ειδικότητα.
Δεν είναι σκοτεινή κι εφιαλτική η ταινία του Virzi, μάλλον μελαγχολική κωμωδία θα την χαρακτήριζα, με εξαίρετο πρωταγων.δίδυμο κι ένα μάλλον, υπέρ του ιδρυματισμού φινάλε : η Μπεατρίτσε κι η Ντονατέλα αφού ανακατώσουν το σύμπαν, αφού γευτούν στα κλεφτά μερικές ώρες ελευθερίας, επιστρέφουν εξουθενωμένες (και νικημένες απ ΄την περιρρέουσα κανονικότητα) στο άσυλο. Με μία όμως σημαντική διαφορά : τώρα έχουν τη φιλία τους, έχουν η μία την άλλη.