Παραμονεύοντας (Lurk)
Η Αν (Τες Σπέντζος) ζει σε μια πολυτελή αλλά απομονωμένη βίλα μαζί με τον μεγαλύτερο σε ηλικία, πετυχημένο γιατρό, σύζυγό της, τον Άντριου (Πίτερ Τζέραλντ). Ένα βροχερό βράδυ, ο Άντριου πρέπει να φύγει και την αφήνει μόνη της στο σπίτι. Ένας άντρας (Άρις Αθαν) την παραμονεύει και τελικά της επιτίθεται, την βιάζει και προσπαθεί να παραβιάσει το χρηματοκιβώτιο τους. Όταν η Αν καταφέρει να ελευθερωθεί, θα επιτεθεί στον κακοποιό και τελικά θα καταφέρει να τον ακινητοποιήσει. Μέσα από μια συζήτηση μαζί του θα ανακαλύψει το τραγικό μυστικό που κρύβεται πίσω από την καριέρα του άντρα της, αλλά και του πατέρα της.
Ο Βασίλης Κατσίκης είναι ο δημιουργός του Παραμονεύοντας, καθώς το έχει επιμεληθεί σε επίπεδο σεναρίου, σκηνοθεσίας και παραγωγής. Τον γνωρίσαμε από το CCTV, αλλά σίγουρα οι περισσότεροι θυμόμαστε το 2008, την κωμωδία I4 Λούφα και Απαλλαγή, που βασίστηκε στην επιτυχημένη ιδέα των ευτράπελων σε στρατώνες. Με πλούσιο βιογραφικό, κυρίως σε επίπεδο ντοκιμαντέρ, το Παραμονεύοντας είναι μια δοκιμή του σκηνοθέτη στο είδος του ψυχολογικού θρίλερ. Με τρεις βασικούς πρωταγωνιστές και ένα σπίτι σαν τον κεντρικό χώρο που διαδραματίζεται η υπόθεση, το έργο τοποθετείται σε μια Ελλάδα υπό οικονομική κατάρρευση και σε κατάσταση χάους. Την γεωγραφική τοποθέτηση του έργου μας την προδίδουν οι ειδήσεις που μεταδίδονται από την τηλεόραση, γιατί κατά τα άλλα οι πρωταγωνιστές μιλάνε αγγλικά. Μια επιλογή του σκηνοθέτη προκειμένω να καλύψει σεναριακές λεπτομέρειες, όπως την Αμερικάνικη καταγωγή της Αν πριν έρθει στην Ελλάδα και παντρευτεί τον Άγγλο βοηθό του πατέρα της. Οι επιρροές του σκηνοθέτη από τον Χίτσκοκ και τον Πολάνσκι είναι κάτι που ομολογεί ο ίδιος, όπως όμως και την σύνδεση που θέλει να έχει το έργο του με την κοινωνικοπολιτική κατάσταση της χώρας μας τα τελευταία χρόνια.
Το Παραμονεύοντας είναι μια ταινία που θα σε μπερδέψει.. Σαφώς πρέπει να έχεις την σωστή διάθεση απέναντι της για να καταφέρεις να μπεις στο πνεύμα της και να την κρίνεις γι’ αυτό που είναι. Το πρόβλημα είναι αν αυτό που θα καταλάβεις εσύ ότι είναι , είναι και εκείνο που ήθελε ο σκηνοθέτης να είναι. Πιο απλά, παρακολουθείς ένα σοβαρό ψυχολογικό θρίλερ ή ένα θρίλερ γεμάτο σεναριακές υπερβολές που δεν θα σου θυμώσει αν γελάσεις μαζί του; Κατά την διάρκεια του έργου θα έρθεις αντιμέτωπος με μια όχι και τόσο ερμηνευτικά αξιόλογη πρωταγωνίστρια, που διατηρεί τα πρότυπα της ξανθιάς Μπάρμπι που την καθιστούν αμαρτωλά καθηλωτική, προκλητικά σέξι αλλά και ταυτόχρονα σκανδαλωδώς αθώα – βοηθάει και ένα βολικό πρόβλημα με την μνήμη και κάτι χάπια που παίρνει-, με κρυφό δυναμισμό που όμως έχει καταλήξει απροστάτευτο θύμα . Οι δύο άντρες που την πλαισιώνουν, από την μια ο ύποπτος σύζυγος και από την άλλη ο γοητευτικός εγκληματίας, ερμηνευτικά στέκονται στις προσδοκίες του σεναρίου, μετριοπαθής ο μεσήλικας, σαγηνευτικός ο γόης.
Αν έχεις κάποιους δισταγμούς να το παρακολουθήσεις είναι απόλυτα κατανοητό, είναι ένα είδος που δεν έχουμε συνηθίσει στην εγχώρια παραγωγή. Ξεκινώντας η ταινία, θα νιώσεις τις αμφιβολίες σου να επιβεβαιώνονται, κάτι οι άστοχοι διάλογοι, κάτι οι επιτηδευμένες ερμηνείες, ίσως και η low budget φωτογραφία, θα νιώσεις τον χρόνο σου και τα εγκεφαλικά σου κύτταρα να καίγονται…Όμως, δες το αλλιώς! Το κόλπο στο Παραμονεύοντας είναι να το απολαύσεις, να μην αφήσεις την ανάγκη σου για σοβαρότητα να υπερνικήσει την ανάγκη σου για χωρίς ενοχές διασκέδαση.. Κάπως έτσι πριν χρόνια, αντιμετωπίσαμε και Το Κακό, και τώρα αποτελεί cult σημείο της ιστορίας του σύγχρονου ελληνικού κινηματογράφου. Και αν δεν έχεις τον χρόνο ή και το χρήμα να ξοδέψεις σε μια κινηματογραφική αίθουσα, όταν μετά από δύο μήνες ψάχνεις να νοικιάσεις ένα dvd για κατανάλωση Σαββατόβραδου με καφροπαρέα και ποπ κορν, επέλεξε το άφοβα! Θα βρίσκεται στα ράφια και θα σε παραμονεύει..