Κάτω απ΄τις ψάθινες ομπρέλες
Μιά ερημική παραλία με μερικές ομπρέλες, ανοίγει και κλείνει την πολύ καλή ταινία του Γιώργου Σερβετά ΝΑ ΚΑΘΕΣΑΙ ΚΑΙ ΝΑ ΚΟΙΤΑΣ ( σε σενάριο του ίδιου). Προσέξτε πολύ αυτή την ειδυλλιακή παραλία, σε κάποια περιοχή της Ελλάδας εκτός Αττικής, και ανάμεσα στο εναρκτήριο και έσχατο πλάνο την τεράστια δαγκάνα που αρπάζει παλιοσίδερα και τα στοιβάζει σε σωρούς μέσα σε μιά μάντρα- πλάνο με εξόχως συμβολική σημασία.
Η ταινία του Σερβετά δεν έχει να ζηλέψει σχεδόν τίποτα απ΄όλες αυτές τις συνήθως αμερικάνικης παραγωγής ταινίες που αγαπάμε, και απεικονίζουν την παθογένεια και παραβατικότητα της επαρχίας. Με πολύ πετυχημένο καστ ( τα πρόσωπα της ταινίας δεν είναι καλλονές/ οί, ούτε όμως και οι δύσμορφοι, αποκρουστικοί και συχνά αηδιαστικοί τύποι των ταινιών του Γ. Οικονομίδη φερειπείν, με φωτεινές εξαιρέσεις εν προκειμένω, τις δύο κοπελάρες που ερμηνεύουν τους βασικούς γυναικείους χαρακτήρες- την Μαρίνα Συμεού [Αντιγόνη] και την Μαριάνθη Παντελοπούλου [ Ελένη] ), με ρέουσα αφήγηση, πολύ καλή μουσική επένδυση, έξυπνα ειρωνικούς διαλόγους και πειστικότατες ερμηνείες, αποτελεί μία πολύ ωραία δουλειά – “απάντηση” ή εναλλακτική αν θέλετε ματιά στο αβάσταχτο, βωμολοχικό και απροκάλυπτα ωμό σύμπαν των ταινιών του Οικονομίδη, χωρίς να υπολείπεται η ιστορία που αφηγείται, σε εγκληματικό χαρακτήρα. Απλώς, η ταινία του Σερβετά μοιάζει με ένα βήμα ακριβώς πριν την κάθοδο στην Κόλαση, που μας δείχνει με τόσο σκληρό τρόπο ο Οικονομίδης στις δικές του ταινίες. Ενώ εκεί, η ασχήμια, η παραβατικότητα, ο εκβιασμός πεφτουν πάνω μας μετωπικά, σ’αυτή την ταινία τα πραγματα, τα κακά πράγματα συμβαίνουν συγκαλυμμένα, κρυμμένα πίσω απ΄το ” δηλαδή δεν μπορεί να γίνει κάτι ρε παιδί μου; Ξέρεις έχω κι εκείνη την αναστολή… Δε με παίρνει καταλαβαίνεις;” , οπως λέει με χεσμένο ύφος ο κατά τα λοιπά νταής (και με μακρύ, βαρύ χέρι προς τις γυναίκες) Νώντας [εξαιρετικός ο Νίκος Γεωργάκης], προς τον αστυνόμο Λεωνίδα ( πειστικός αχώνευτος αστυνομικός ο Γιώργος Δρακόπουλος).
Ιδιαίτερης μνείας χρήζει ο πρωταγωνιστικός γυναικείος χαρακτήρας – η Αντιγόνη- που την υποδύεται πειστικότατα η ωραία Μαρίνα Συμεού, φοβερή τύπισσα , και χρησιμοποιώ το φοβερή και με την πρωταρχική του σημασία , διότι αν και είναι μιά πολύ εντυπωσιακή παρουσία , έχει απαίσιο βλέμμα- κοιτάζει μονίμως με μία καχύποπτη έκφραση που μάλλον απωθεί τον θεατή-εμένα τουλάχιστον μου προξένησε μεγάλη δυσφορία. Είναι πρότυπο η Αντιγόνη θα έλεγα. Σαν την “πρόγονό” της , της αρχαίας τραγωδίας, έτσι κι αυτή δεν το βουλώνει, δεν σκύβει το κεφάλι, αντιθέτως αντιδρά δυναμικότατα όταν το μαχαίρι φτάνει στο κόκκαλο. Η Αντιγόνη, παιδί της δεκαετίας του ’80 όπως πληροφορούμαστε απ΄την ίδια στην αρχή της ταινίας, αναγνωρίσιμη και πολύ οικεία νεοελληνική φιγούρα ανθρώπου που έφυγε απ΄την ασφυκτική επαρχία, σπούδασε, κι επέστρεψε από ανάγκη στα πάτρια εδάφη.
‘Οπως η κομψή και αλαζονική Μέλανι στα ΠΟΥΛΙΑ του Χίτσκοκ, με το που εμφανίζεται στην παραλιακή πολίχνη δρα ως καταλύτης ολέθριων εξελίξεων, έτσι και η ατρόμητη και τσαμπουκαλού όταν χρειάζεται, Αντιγόνη, πυροδοτεί δυσαρέσκεια εκ μέρους ορισμένων κατοίκων, βολεμένων σ’ ένα φαύλο κύκλο αλληλεξάρτησης στην παρανομία, φόβου και αλληλοσυγκάλυψης. Είναι αξιοσημείωτο επίσης το έμμεσο σχόλιο για τη θέση της γυναίκας στην (ελληνική) κοινωνία, της σύγχρονης, εργαζόμενης και υποτίθεται χεριαφετημένης σεξουαλικά γυναίκας, όπως διαφαίνεται μέσα απ΄τον χαρακτήρα που ενσαρκώνει η Συμεού, αλλά ιδίως μέσα απ΄τον χαρακτήρα που ενσαρκώνει η Παντελοπούλου (κωμικοτραγική η σεκάνς στο τροχόσπιτο, μεταξύ Νώντα-Ελένης), όπου φαίνεται να επαληθεύεται η ρήση της Ζερμέν Γκρηρ περί φεμινισμού, ότι ήταν μιά εφεύρεση των αρσενικών για να μπορούν να πηδάνε χωρίς ενοχές…
Το πολύ σημαντικό κοινωνιολογικά και φεμινιστικά εν προκειμένω, συνοψίζεται στη φράση που ο και πολύ άντρας ας ‘ούμε Νώντας , επαναλαμβάνει στον υπάλληλο/προστατευόμενό του Νίκο (ο Γιώργος Καφετζόπουλος, γιός του Αντώνη) νουθετώντας τον: ” σου’πα, ΕΣΥ να τη γαμάς ρε μαλάκα.Εσύ. ‘Οχι αυτή εσένα”. Δεν πα να εργάζεται ως καθηγήτρια η Ελενη, δε πα να οδηγεί αυτοκίνητο (όπως και η Αντιγόνη), στο κλινάρι και στη σχέση της με τον ,παντρεμένο, Νώντα κάνει αποκλειστικά τα δικά του χατήρια τα οποία περιλαμβάνουν και “ψιλές” άμα λάχει, ΧΩΡΙΣ τη συναίνεσή της. Τόσες δεκαετίες γυναικείων αγώνων για την ισότητά μας με τους άνδρες, πετιούνται στο καλάθι των αχρήστων με μιά φράση αυτού του καθάρματος. Γιατί η ουσία, κατά τη λογική του Νώντα, είναι να διατηρήσει την από πάνω θέση του ως αρσενικό, να παραμείνει κόκκορας και γαμιάς των θηλυκών, υπενθυμίζοντας τους ποιά είναι η θέση τους…
Η ταινία του Γ.Σερβετά αξίζει βραβείου, γιατί αποτελεί απόδειξη ότι μπορεί να υπάρξει θαυμάσιο καταγγελτικό σινεμά της νεοελληνικής παθογένειας, χωρίς βρισίδια με το τσουβάλι, και “παγωμένα” πλάνα…
Δεν επιβραβεύεται δυστυχώς, το τσαγανό της Αντιγόνης. Το τραγικά λυτρωτικό φινάλε, είναι μάλλον δυσοίωνο γιατί μοιάζει να παγιδεύει τα πρόσωπα σε μιά ζούγκλα- αυτή της αυτοδικίας, και του συνεχούς άγχους για τυχόν αποκάλυψη της εγκληματικής συμπεριφοράς τους. Δεν φαίνεται να υπάρχει ελπίδα, ειμί μόνο στο μυαλό του θεατή, που ίσως αντλήσει δύναμη και έμπνευση απ΄το ηθικό ανάστημα της αγέρωχης Αντιγόνης.