O Κύριος Τίποτα
Ο Ρίτσαρντ Γκιρ είναι ο Νόρμαν Οπενχάιμερ, ένας άνδρας που ζει στη Νέα Υόρκη και δηλώνει επιχειρηματίας. Σχεδόν κανείς δεν ξέρει τι πραγματικά επαγγέλεται, εκείνος όμως είναι μάστορας στις διασυνδέσεις. Μοιράζει από δω και από κει επαγγελματικές κάρτες, ελπίζοντας να πιάσει την καλή και να βρεθεί στο επίκεντρο των εξελίξεων. Αυτό θα γίνει τη στιγμή που θα γνωρίσει τον Μίσα Έσελ (Λίορ Ασκενάζι), έναν ισραηλινό πολιτικό που θεωρεί ότι έχει πάρει την κάτω βόλτα. Η ξαφνική ανέλιξη του Μίσα θα φέρει τον Νόρμαν αντιμέτωπο με την επιτυχία που πάντα ονειρευόταν.
Ο Γκιρ βρίσκεται στη νέα ταινία του Τζόσεφ Σένταρ (Footnote) στο επίκεντρο μιας σειράς χαρακτήρων που όλοι μοιάζουν να αναζητούν κάτι (και όλους τους υποδύονται πασίγνωστοι ηθοποιοί): Από τον ανιψιό του Νόρμαν (Μάικλ Σιν) στον ραβίνο (Στιβ Μπουσέμι) και από εκεί στον βοηθό ενός μεγιστάνα (Νταν Στίβενς).
Η ταινία καταφέρνει να πλέξει με επιτυχία το κουβάρι ενός «τίποτα». Άνθρωποι που μοιάζουν κάτι να «πουλάνε» ή κάτι να επιδιώκουν, αν και στην ουσία δεν φαίνεται να έχουν να δώσουν τίποτα αξιόλογο. Ακόμα και το όνομα του κεντρικού χαρακτήρα «Νόρμαν» παραπέμπει στο normal, το φυσιολογικό ή ίσως και το «άχρωμο».
Αντλώντας έμπνευση από τις κατά καιρούς εκφάνσεις του εβραίου τοκογλύφου (όπως ο Σάιλοκ στον Έμπορο της Βενετίας), η ταινία επιχειρεί να μεταφέρει την ιστορία στο σύγχρονο σκηνικό της οικονομίας και της πολιτικής. Ο Ρίτσαρντ Γκιρ δίνει εδώ μία από τις καλύτερες ερμηνείες της καριέρας του και κυριολεκτικά μεταμορφώνεται από τον κλασικό ζεν πρεμιέ που όλοι γνωρίζαμε σε έναν «ανθρωπάκο» ενίοτε ενοχλητικό που αναζητά να πιάσει «την καλή». Παρά το λαμπερό καστ με τις ενδιαφέρουσες στιγμές (όπως ο Μάικλ Σιν στον ρόλο του ανιψιού ή η Σαρλότ Γκενσμπούργκ στον ρόλο της ομοφυλόφιλης εργαζόμενης στην ισραηλινή πρεσβεία), η ταινία αδυνατεί να κρατήσει το ενδιαφέρον του θεατή, καθώς εξαντλεί μεγάλο μέρος της σε περιστατικά και δράσεις που δεν μοιάζουν να έχουν και τόση σημασία. Χάνει, έτσι, σε αφηγηματική δύναμη και συχνά «φλυαρεί» χωρίς λόγο.
Το τελευταίο μισάωρο είναι σίγουρα πιο ενδιαφέρον, αλλά μέχρι να φτάσεις εκεί, έχουν καταφέρει να σε κρατήσουν ελάχιστοι από τους χαρακτήρες και τα όσα συμβαίνουν επί της οθόνης.