Οι συντελεστές του «Ράφτη» μιλούν στους Cinepivates
Μία πραγματικά feelgood ελληνική ταινία, γυρισμένη στην Αθήνα για ένα επάγγελμα που χάνεται. Ο «Ράφτης» της Σόνια Λίζα Κέντερμαν, πρώτη μεγάλου μήκους ταινία της Ελληνογερμανίδας σκηνοθέτιδος, έρχεται στους θερινούς κινηματογράφους για να μάς κάνει να ονειρευτούμε και να αγαπήσουμε το ύφασμα, τα ρούχα, τους χαρακτήρες και τους τόπους της. Η σκηνοθέτις, οι πρωταγωνιστές Δημήτρης Ήμελλος και Ταμίλα Κουλίεβα και η Βελγίδα σχεδιάστρια κοστουμιών Julie Lebrun, μιλούν στους Cinepivates:
Σόνια Λίζα Κέντερμαν
«Ήθελα να κάνω μια ταινία για την κρίση και για έναν μεσήλικα που καλείται να επανεφεύρει τον εαυτό του στα 50. Στη συνέχεια ήρθε η ιδέα του ράφτη και αργότερα η ιδέα των νυφικών. Ξεκίνησε ως μια πολύ μικρή ιστορία για έναν ράφτη, για ένα επάγγελμα που πεθαίνει. Ο κεντρικός χαρακτήρας έχει αποκλειστεί από τη ζωή, δεν έχει σχέσεις ερωτικές, φιλικές, και απομονωμένος στο ραφτάδικο αντιλαμβάνεται τον κόσμο μέσω της ραπτικής. Όταν δεν μπορεί πια να ράβει –γιατί δεν υπάρχουν πελάτες-, πρέπει να βρει έναν τρόπο να συνεχίσει να κάνει αυτό που αγαπάει. Η αρχική ιδέα ήταν μια ταινία για έναν άνθρωπο που το μόνο που ξέρει και αγαπά είναι η ραπτική και όταν κινδυνεύει να το χάσει αυτό, τότε θα πρέπει να βρει τι να κάνει. Στη συνέχεια μπήκε η ιδέα των νυφικών: ένας άνθρωπος που βρίσκεται στο τέλμα βρίσκει τη λύση ράβοντας κάτι που προορίζεται να φορεθεί για μία βραδιά και σηματοδοτεί μια καινούρια αρχή για αυτούς που το φοράνε.
» Αυτός ο άνθρωπος, ο ράφτης, κάνει όλα όσα κάνει για να ανακαλύψει ότι έχει γεννηθεί για να γίνει μετρ, για να γίνει Τζον Γκαλιάνο. Οπότε υπήρχε το στοίχημα του ότι αυτά τα νυφικά δεν θα σου θυμίζουν κάτι άλλο και από την άλλη να είναι πιστευτό όταν δεις να τα φοράνε οι κοπέλες στα Καμίνια. Επίσης, υπήρχε και ένα άλλο θέμα: όταν βλέπουμε τα νυφικά στο ραφτάδικο και τα υλικά από τα οποία είναι φτιαγμένα, πρέπει να πιστέψουμε ότι είναι φτηνά. Και αυτό ήταν πολύ δύσκολο γιατί έπρεπε να διαλέξουμε πολύ οικονομικά τούλια και εύχρηστα υλικά. Θέλαμε, επίσης, να έχουν περίεργους όγκους. Το πιο δύσκολο ήταν το τελευταίο νυφικό της ταινίας που είναι σαν οριγκάμι.
» Νομίζω ότι είμαι πολύ τυχερή και δεν μας συνέβησαν πολλά απρόοπτα. Το μόνο πράγμα που συνέβη ήταν ότι δύο φορές έβρεξε καταρρακτωδώς. Κατά τα άλλα, τα γυρίσματα κύλισαν πολύ καλά. Το άγχος για μένα ήταν στην προετοιμασία, κυρίως όσον αφορά τα κοστούμια, τα οποία δεν τα είχαμε δει από κοντά. Τα ετοίμασε μια ομάδα σχεδιαστών από το Βέλγιο και τα είχαμε δει από φωτογραφίες και βίντεο, αλλά από κοντά τα είδαμε μία εβδομάδα πριν τα γυρίσματα, στο fitting. Ευτυχώς όλα πήγαν καλά. Το Βέλγιο έχει μεγάλη παράδοση στην υψηλή ραπτική, ενώ εκεί υπάρχει και μια πολύ διάσημη σχολή μόδας.
» Τον Δημήτρη Ήμελλο τον είχα στο μυαλό μου από τη γραφή του σεναρίου. Του είχα μιλήσει πολύ καιρό πριν. Και αυτός κατάλαβε από το σενάριο ότι είναι γραμμένο πάνω του. Για τον ρόλο που ερμηνεύει η Ταμίλα (Κουλίεβα) μού πήρε περισσότερο χρόνο να καταλάβω ποια είναι αυτή η γυναίκα και να βρω ποια ηθοποιός πρέπει να την ερμηνεύσει. Η Ταμίλα, όμως, είναι ένα μαγικό πλάσμα.
» Με τον Δημήτρη πηγαίναμε σε ραφεία, περάσαμε πολύ χρόνο με ράφτες, σε παλιά υφασματάδικα, βγαίναμε στους δρόμους της Αθήνας και αναρωτιόμασταν πού μπορεί να πηγαίνει ο ήρωάς μας. Πηγαίναμε σε παλιά μαγαζιά και μιλούσαμε με τους ιδιοκτήτες. Και μετά μιλάγαμε για τις σκηνές, κάνοντας μια ονειροπόληση.
» Όπως και στη Νικολέτα, έτσι και εδώ δούλεψα με παιδιά. Τα παιδιά έχουν πολύ πλάκα, παθιάζονται τόσο πολύ. Έχουν τρομερή ενέργεια, είναι ακούραστα. Σε πιστεύουν απόλυτα. Και φέρνουν έναν δικό τους κόσμο. Είναι δύσκολο να δουλεύεις με παιδιά, είναι κουραστικό, αλλά φέρνουν πράγματα που δεν θα τα φέρει ποτέ κανένας μας. Για τον ρόλο της μικρής Βικτώρια έγινε ένα τεράστιο κάστινγκ που διήρκεσε 1,5 χρόνο. Όλα τα άλλα προσαρμόστηκαν στη Δάφνη (Μιχοπούλου). Είναι ακριβώς ο ρόλος. Αγοροκόριτσο, πανέξυπνη, ζουζούνι, σαΐνι. Με τη Δάφνη κάναμε πρόβες 2-3 μήνες. Φτιάξαμε σε storyboard όλες τις σκηνές της, κάναμε επί της ουσίας ένα κόμικ. Από κάποια στιγμή και έπειτα έφερνε πολλά πράγματα στον ρόλο της.
» Είναι πολύς ο χρόνος από τη στιγμή που ολοκληρώνεται το σενάριο μέχρι να ξεκινήσουν τα γυρίσματα –στη δική μου περίπτωση πέρασαν δύο χρόνια- και έχει υπάρξει τόση τριβή για το πώς θα βρεθούν τα χρήματα, για το ότι ποτέ δεν είναι αρκετά, που κινδυνεύεις να χάσεις τον ενθουσιασμό σου και να ξεχάσεις τι θέλεις να πεις. Αυτό είναι πολύ δύσκολο, είναι άγριο. Εγώ στον χρόνο που μεσολάβησε ξανακοίταξα το σενάριο, άλλαξα κάποια πράγματα και έβγαλα έναν μεγάλο χαρακτήρα. Το διάστημα που μεσολάβησε μού έδωσε τη δυνατότητα να δω τι περισσεύει, ο χρόνος με βοήθησε να ξεδιαλύνω το πού βρίσκεται ο πυρήνας της ιστορίας. Μού έδωσε, επίσης, τη δυνατότητα να έχω ξεκάθαρη ιδέα για όλα: για τη φωτογραφία, τα κοστούμια, τους ηθοποιούς.
» Εύχομαι τα συναισθήματα που ένιωσα γράφοντας αυτή την ιστορία να περάσουν στον θεατή, να πορευτεί μαζί με τον κεντρικό ήρωα, ο οποίος έχει μια παράλογη αντιμετώπιση της ζωής. Θα ήθελα να μπορέσει να αισθανθεί αυτή την ταινία.
» Είχα σκεφτεί να μείνω στο Λονδίνο, όπου σπούδασα, αλλά ήρθα στην Ελλάδα για να κάνω αυτή την ταινία. Φοβόμουν ότι εάν έκανα μια ταινία στο Λονδίνο, θα ήταν τουριστική, γιατί δεν ξέρω καλά τους χαρακτήρες, τα μέρη, τις ιστορίες και τη δραματουργία που γεννιέται σε αυτή την πόλη. Το πιο σωστό για μένα ήταν να γυρίσω στην χώρα που ξέρω και να γυρίσω εκεί την πρώτη μου ταινία.
» Έχουμε γράψει και ένα άλλο σενάριο με την Τρέισι (Σάντερλαντ), την Αμερικανή συν-σεναριογράφο μου, για μια ταινία μεγάλου μήκους με τη σκέψη να γυριστεί εξ ημισίας στην Ελλάδα και στη Γερμανία.
Δημήτρης Ήμελλος:
«Η ταινία αναφέρεται σε ένα επάγγελμα που πεθαίνει, που προσπαθεί με νύχια και με δόντια να κρατηθεί. Είναι το επάγγελμα του δημιουργού, αυτού που φτιάχνει πράγματα με τα χέρια του. Έχει να κάνει με γούστο, με αισθητική και γενικότερα με την ομορφιά.
» Ο Νίκος μοιάζει να έχει ξεχαστεί σε μία εποχή, μοιάζει να είναι υπό τη σκιά και τη σκέπη του ραφείου που έχει φτιάξει ο πατέρας του. Αισθάνεται ασφάλεια σε αυτόν τον κόσμο, έχει την ψυχή ενός παιδιού και η μόνη του παρέα είναι ένα οκτάχρονο κοριτσάκι. Μοιάζει δηλαδή να έχει μείνει και σε μία εποχή, αλλά και σε μία ηλικία.
» Επισκεφτήκαμε ράφτες, είδαμε πώς δουλεύουν, είδαμε ανθρώπους που πωλούν υφάσματα -όπως ο Στουρνάρας που μας βοήθησε πολύ για αυτό-, προσπάθησα να δω τη ραπτομηχανή, να τη μάθω σιγά – σιγά. Είναι άνθρωποι πολύ συγκεντρωμένοι σε κάτι, δεν σκορπίζεται η προσοχή τους. Όταν προσπαθείς να περάσεις μια κλωστή μέσα από μία βελόνα, όλη σου η ύπαρξη μοιάζει να επικεντρώνεται σε ένα τόσο δα πραγματάκι. Προσπάθησα να κατανοήσω το ποιόν του ανθρώπου που κάνει μια τέτοια δουλειά».
Ταμίλα Κουλίεβα:
«Ο χαρακτήρας που ερμηνεύω, η Όλγα είναι μία γυναίκα που δέχεται να κάνει ένα δημιουργικό ταξίδι και μέσα από αυτό καλύπτει κάποια πράγματα που προφανώς της έχουν λείψει. Αυτό το δημιουργικό ταξίδι ξεκινάει από τη στιγμή που ο Νίκος, ο ράφτης έρχεται και της προτείνει να δημιουργήσουν μαζί μια “κολεξιόν” νυφικών. Είναι ένα παραμυθένιο, υπέροχο ταξίδι δύο ανθρώπων που υπό άλλες συνθήκες θα μπορούσαν να είναι πολύ μεγάλοι σχεδιαστές.
» Η κόρη του χαρακτήρα μου, η Βικτώρια, συμβάλλει πολύ ενεργά σε αυτό το ταξίδι αυτών των δύο χαρακτήρων. Κουβαλά μαζί της την αθωότητα, μια πινελιά παιχνιδιού, μια διαφορετική πραγματικότητα που φέρνουν τα παιδιά.
» Η Σόνια είναι πολύ ανοιχτή, πολύ δημιουργικός άνθρωπος, έχει αντίληψη και όλα αυτά τα στοιχεία μπορεί να τα μεταφέρει και στην οθόνη. Την πιστεύω πάρα πολύ γιατί πέρα από την προσωπική επαφή έχω δει και τις μικρού μήκους ταινίες της που δείχνουν τον ιδιαίτερο και δημιουργικό χαρακτήρα της».
Julie Lebrun:
«Ο ήρωας της ταινίας φτιάχνει ρούχα με ό,τι έχει, εν μέσω μιας μεγάλης οικονομικής κρίσης. Δεν μπορούσαμε να νοικιάσουμε νυφικά, έπρεπε να τα δημιουργήσουμε εξαρχής. Εγώ και η ομάδα μου φτιάξαμε τα φορέματα με υλικά που μοιάζουν όμορφα, αλλά που είναι φτηνά, υλικά που συνήθως δεν χρησιμοποιούνται για την κατασκευή νυφικών.
» Σχεδιάσαμε τα νυφικά, στείλαμε από το Βέλγιο τα σχέδια στη Σόνια και στη συνέχεια φτιάξαμε τα ρούχα. Είχαμε πολύ λίγο χρόνο, μόνο έναν μήνα για να τα φτιάξουμε. Τα ρούχα φτιάχτηκαν στο Βέλγιο και στη συνέχεια μεταφέρθηκαν στην Ελλάδα. Αποφασίσαμε να δει η Σόνια τα σχέδια και μετά να δει τα νυφικά όταν σχεδόν θα είχαν ολοκληρωθεί, για να έχει μια συνολική εικόνα. Ευτυχώς όλα πήγαν καλά. Η συνεργασία μας ήταν πολύ καλή και έμεινε πολύ ικανοποιημένη από το αποτέλεσμα».
Σκηνοθεσία: Σόνια Λίζα Κέντερμαν
Σενάριο: Σόνια Λίζα Κέντερμαν, Tracy Sunderland
Διεύθυνση φωτογραφίας: Γιώργος Μιχελής
Μοντάζ: Δημήτρης Πεπονής
Σκηνικά: Πηνελόπη Βαλτή, Δάφνη Κούτρα
Κοστούμια: Julie Lebrun
Ήχος: Ντίνος Κίττου, Περσεφόνη Μήλιου, Philippe Charbonnel
Μουσική: Νίκος Κυπουργός
Casting Directors: Σωτηρία Μαρίνη, Άκης Γουρζουλίδης, Σοφία Δημοπούλου, Φραγκίσκος
Ξυδιανός
Ηθοποιοί: Δημήτρης Ήμελλος, Ταμίλλα Κουλίεβα, Θανάσης Παπαγεωργίου, Στάθης
Σταμουλακάτος, Δάφνη Μιχοπούλου
Παραγωγοί: Ιωάννα Μπολομύτη, Tanja Georgieva-Waldhauer, Melanie Andernach, Isabelle
Truc
Executive Producer: Πάνος Παπαχατζής
Συμπαραγωγοί: Samuel Feller, Σόνια Λίζα Κέντερμαν
Executive Producers: Φένια Κοσοβίτσα, Knut Losen, George Kolovos, Gerry Ranglas, Carol
Vassiliadis, Paul & Alexia Anas, Marry Savvas, Faye Mellos & Phillip C Peter
Παραγωγή: Αργοναύτες ΑΕ, Elemag Pictures, Made in Germany, IOTA Production
Συμπαραγωγή: ΕΡΤ AE, Magellan Films, Atalante Productions
Με την υποστήριξη: Eurimages, Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, ΕΚΟΜΕ, Mitteldeutsche
Medienförderung, Film- Und Medienstiftung NRW, Centre du Cinéma et de l’Audiovisuel de
la Fédération Wallonie-Bruxelles, Tax Shelter of the Belgian Federal Government, MEDIA
Creative Europe
Χώρα Παραγωγής: Ελλάδα, Γερμανία, Βέλγιο
Έτος Παραγωγής: 2020
Διάρκεια: 100′
Διεθνείς Πωλήσεις: Pluto Film