Το τραγούδι του Φοίνικα
Η εβραία Νέλι Λεντζ είναι επιζούσα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, με προσφάτως αποκατεστημένα τραύματα στο πρόσωπο. Καθώς επιστρέφει, βρίσκει μια Γερμανία σε απόλυτη παρακμή. Αποφασίζει, λοιπόν, να βρει τον χαμένο της σύζυγο, που κατά τα δεδομένα είναι προδότης και ουσιαστικά μάλλον πρόδωσε και την ίδια, καταδίδοντάς την ώστε να μην τιμωρηθεί εκείνος. Η Νέλι τρέφει ακόμα έντονα αισθήματα για αυτόν, και μόλις τον βρει, εκείνος δε θα την αναγνωρίσει και θα της ζητήσει να υποδυθεί τη γυναίκα του, τον εαυτό της δηλαδή, και λόγω του διαμοιρασμού να πάρει κι εκείνος μερίδιο.
Ο Κρίστιαν Πέτσολντ έχει συνεργαστεί επανειλημμένα με την πρωταγωνίστρια Νίνα Χος. Είναι γεγονός ότι έχουμε να κάνουμε με ένα άρτιο σκηνοθετικό αποτέλεσμα με πλήθος κλασσικών επιρροών και μια δυνατή εσωτερική ερμηνεία από τη σιωπηλή πρωταγωνίστρια, που προσπαθεί μέσα από τα δικά της έντονα αισθήματα να βρει αντίστοιχη ανταπόκριση στα μάτια του άντρα της. Αλλά μάταια.
Παρόλα αυτά, υφολογικά το έργο δεν ξεπερνάει το επίπεδο ενός ακόμα Γερμανικού μελοδράματος για τον πόλεμο, τα οποία είναι καλογυαλισμένα, αλλά επί της ουσίας δε μας λένε κάτι που δεν έχουμε ξαναδεί. Στην εδώ περίπτωση, υπάρχουν συμβολικά στοιχεία, που δίνουν την αξία τους. Ολόκληρο δε, λειτουργεί αλληγορικά. Η πρωταγωνίστρια αναπαριστά μια Γερμανία που προσπαθεί να ξαναγεννηθεί, αλλά το παρελθόν της την κρατάει πίσω. Η ηρωίδα επιθυμεί μια αναγνώριση, μια επανασύνδεση με το παρελθόν και την οικογένειά της. Η μη πραγματοποίηση της αναγνώρισης έχει ως αποτέλεσμα τη συνειδητοποίηση ότι βρίσκεται στο παρόν, που έχει τραυματιστεί από το πολεμικό παρελθόν και επιζητά μια λύτρωση. Χρειαζόμαστε μια νέα, καθαρή Γερμανία, μακριά από τα λάθη και τη βρωμιά του παρελθόντος της.
Υπάρχουν δραματουργικές ελλείψεις, καθώς δεν υπάρχει επαρκής αντιστοιχία μεταξύ των χαρακτήρων και των στοιχείων που ενσαρκώνουν, ενώ το γεγονός ότι όλοι αναγνωρίζουν την Νέλι, εκτός από τον άντρα της, ο οποίος πρέπει να δει το τατουάζ στο χέρι της για να πειστεί, φαντάζει από μόνο του υπερβολικό και κάπως βεβιασμένο. Στο τέλος η επερχόμενη αυτή λύτρωση κλιμακώνεται σε μια σκηνή ιδιαίτερης έντασης, όπου η υποκρισία θα αποκαλυφθεί και το παρελθόν θα αποτελέσει ανάμνηση για το παρόν, ένα παράδειγμα προς αποφυγή.
Συνολικά πρόκειται για ένα πολύ ενδιαφέρον, μα άτολμο έργο, που εκ του ασφαλούς και γενικολογώντας πραγματεύεται για ακόμα μια φορά για τις καταστροφικές επιρροές του πολέμου στην μεταπολεμική Γερμανία, χωρίς να διεισδύει αποτελεσματικά στους χαρακτήρες ή στην κοινωνική πραγματικότητα που τους περιβάλλει.