ΚΡΙΤΙΚΕΣΣινεμά

Rage

Ο Πολ Μαγκουάιρ είναι ένας ιδιοκτήτης κατασκευαστικής εταιρείας, επιτυχημένος επιχειρηματίας, σύζυγος και πατέρας με ένα σκοτεινό παρελθόν και διασυνδέσεις με τη μαφία. Όταν η κόρη του, την οποία λατρεύει, απαγάγεται, εκείνος θα αποφασίσει να πάρει εκδίκηση και θα στραφεί κατά της ρώσικης μαφίας.

Η βασική σεναριακή ιδέα πίσω από το Tokarev –όπως είναι ο ξένος τίτλος της ταινίας- είναι έξυπνη. Αναφέρεται στο πώς το παρελθόν έρχεται να σε στοιχειώσει. Σε όλη τη διάρκεια της ταινίας ο Πολ κυνηγά φαντάσματα: ποιος θα ήθελε να του κάνει κακό; Σε ποιον έκανε ο ίδιος κακό; Ποιος φταίει για την δυστυχία του;

Είναι τα ερωτήματα που τον απασχολούν και τον κρατούν δέσμιο των παθών του, ενώ όλοι γύρω του του λένε να ξεχάσει και να ακολουθήσει τον δύσκολο δρόμο: να μην αναλάβει δράση, να μην εκδικηθεί, να μην μισήσει.

Είναι κρίμα που η ταινία δεν έχει να επιδείξει τίποτε άλλο πέρα από τη φρέσκια ιδέα και την ανατροπή στο τέλος. Το σενάριο των Τζιμ Άγκνιου και Σον Κέλερ περιλαμβάνει σχηματικούς διαλόγους και κλισέ σκηνές (κυνηγητά με οχήματα χωρίς ιδιαίτερο νόημα για παράδειγμα), η σκηνοθεσία του Πάκο Καμπέσας γίνεται κουραστική με τις προσπάθειες πειραματισμού, η μουσική είναι πνιγηρή και οι ερμηνείες ξύλινες.

Είναι από τις λίγες φορές που βλέπω μια σχετικά ενδιαφέρουσα ιδέα να χαντακώνεται τόσο πολύ από μία ομάδα ανθρώπων που δεν ξέρουν τι να την κάνουν.

Ο Νίκολας Κέιτζ, ο οποίος έχει υπάρξει ικανός και για το καλύτερο (Αφήνοντας το Λας Βέγκας, Ατίθαση Καρδιά, Σταυροδρόμια των Ψυχών) και για το χειρότερο (μπορούμε να αναφέρουμε άπειρες ταινίες του εδώ), στο Tokarev δίνει άλλη μια μονοδιάστατη ερμηνεία. Σε καμία περίπτωση ο θεατής δεν νοιώθει τις διακυμάνσεις που θα αισθανόταν ο ήρωάς του. Την οργή, την απόγνωση, τον θυμό, τον φόβο. Υπάρχουν σκηνές που σου έρχεται να γελάσεις, όταν μέσα στη δραματικότητα της κατάστασης δεν παραλείπει να προσπαθεί να αποπλανήσει την κατά πολύ νεότερη (ίσως νεότερη και από την κόρη του) σύντροφό του. Η οποία προσπαθεί με τρεμάμενα χείλη να παίξει τον ρόλο της νέας συζύγου –η Ρέιτσελ Νίκολς θέτει σοβαρή υποψηφιότητα για Χρυσό Βατόμουρο.

Οι χαρακτήρες πετούν διάφορες απίθανες ατάκες (τύπου «Οι Ρώσοι το έκαναν, πάμε να τους πιάσουμε») και σε καμία περίπτωση δεν φαίνεται ότι έχουν κάποιο σχέδιο. Η ταινία αρέσκεται στο« πάμε να δείρουμε για να δούμε τι θα συμβεί», μάλλον για να χαρεί ο θεατής. Ο οποίος θεατής μάλλον εκνευρίζεται παρά χαίρεται.

Ο σκηνοθέτης επιλέγει διάφορα σκηνοθετικά στυλ και το τρέμουλο της κάμερας στις σκηνές καταδίωξης ήταν κάτι παραπάνω από ενοχλητικό. Και εκεί που παρακαλάς να τελειώσει το μαρτύριο, η ταινία επιλέγει να σου δείξει πώς ακριβώς οι αμαρτίες γονέων παιδεύουσι τέκνα, πώς το παρελθόν που αφήνουμε πίσω μας έρχεται να μας βασανίσει.

Αλλά μέχρι τότε είναι πολύ αργά. Ο θεατής θα αναθαρρήσει, αλλά θα έχει ήδη απογοητευτεί. Και, τελικά, αυτά που ήθελε να πει η ταινία, τα είπε πολύ καλύτερα το Τέλος της Βίας.

Τελικά να τη δω;

Μία έξυπνη ιδέα με ενδιαφέρουσες προεκτάσεις αρκεί για να κάνει μια ταινία καλή; Και ναι και όχι. Στη συγκεκριμένη περίπτωση το στοίχημα χάνεται σε όλα τα επίπεδα (σκηνοθεσία, ερμηνείες, χαρακτήρες) και κερδίζεται μόνο από το αναπάντεχο και ευαίσθητο τέλος της. Ο θεατής θα μέχρι τότε είναι μάλλον αργά.

Αγγελική Στελλάκη

Η πρώτη ταινία που είδε σε κινηματογραφική αίθουσα ήταν το Χορεύοντας με τους Λύκους. Κατά τη διάρκεια του οποίου διάβαζε Μίκι Μάους, σπάζοντας τα νεύρα όλων. Σε σινεφίλ μονοπάτια οδηγήθηκε όταν, κατά τη διάρκεια μοναχικών κινηματογραφικών βραδινών περιπλανήσεων, διαπίστωσε ότι νοιώθει μια παράξενη ευτυχία, κάθε φορά που τα φώτα χαμηλώνουν, ο ήχος του προτζέκτορα πλημμυρίζει το χώρο και μυρωδιά ποπ κορν ξεχύνεται στην αίθουσα.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *