ΚΡΙΤΙΚΕΣΣινεμά

Κάποτε στη Νέα Υόρκη

Η Εύα είναι μία μετανάστρια από την Πολωνία. Φτάνει στη Νέα Υόρκη με την αδελφή της, η οποία είναι άρρωστη. Οι αμερικανικές Αρχές κρατούν την αδελφή της στο νησί Έλις μέχρι να γίνει καλά, ενώ την Εύα πλησιάζει ένας άνδρας, ο Μπρούνο, που υπόσχεται να τη βοηθήσει. Αρχικά την αφήνει να μένει σπίτι του, είναι ευγενικός και αυστηρός μαζί. Στη συνέχεια, η Εύα μαθαίνει ότι ο Μπρούνο εργάζεται σε καμπαρέ και ξεκινά να δουλεύει μαζί του. Εκείνος της φέρνει και τον πρώτο της πελάτη, αναγκάζοντάς την να εργαστεί ως ιερόδουλη για να βγάλει τα χρήματα που απαιτούνται για την αδελφή της. Σε όλα αυτά θα μπλεχτεί ένας νεαρός, ο μάγος Ορλάντο, ο οποίος έχει μια ιδιότυπη αντιζηλία με τον Μπρούνο.

Ο Τζέιμς Γκρέι (The Yards, We Own the Night, Δύο Εραστές) συνεργάζεται για άλλη μία φορά με τον Χοακίν Φοίνιξ σε ένα σενάριο του ίδιου του Γκρέι και του Ρικ Μένελο. Αυτή τη φορά δεν δημιουργεί μία ταινία για τον κόσμο της παρανομίας ή μία ιδιότυπη ερωτική ιστορία, αλλά ένα μελόδραμα για την αναζήτηση ενός καλύτερου αύριο στην Αμερική.

Η ιστορία είναι αδύναμη. Σαν να βλέπεις «την οδύσσεια ενός ξενιτεμένου» μόνο που στον ρόλο του ξενιτεμένου έχουμε την Μαριόν Κοτιγιάρ, η οποία αναγκάζεται να πουλήσει το κορμί της για να ζήσει την άρρωστη αδελφή της. Κατά τη γνώμη μου είναι το είδος του μελό που δεν έχει και πολλά να προσφέρει στον θεατή.

Η αναβίωση της εποχής και της ατμόσφαιρας είναι καλή, ωστόσο η χρήση του σέπια «πνίγει» το εγχείρημα. Το παρελθόν δεν έρχεται σε αποχρώσεις του καφέ και αυτό κάποιος θα πρέπει να το διδάξει στους σκηνοθέτες.

Το σενάριο δεν είναι πρωτότυπο και η σκηνοθεσία είναι ακαδημαϊκή. Οι χαρακτήρες δεν κινούν τα συναισθήματα του θεατή. Δεν λυπάσαι την Εύα, μάλλον εκνευρίζεσαι. Σίγουρα δεν ξαφνιάζεσαι με τον σκληρό θείο της και είσαι βέβαιος για το τι αισθάνεται και το πώς σκέφτεται ο Μπρούνο.

Δεν είσαι σίγουρος για το που θέλει να επικεντρωθεί η ταινία: σε έναν νοσηρό έρωτα; Στο αμερικανικό όνειρο που γίνεται εφιάλτης; Στην εκμετάλλευση ορισμένων ευάλωτων γυναικών από άνδρες-αρπακτικά;

Σε όλη την ταινία ακούμε για την σχέση με μία αδελφή, η οποία είναι απούσα. Και δεν εννοώ από τη σκηνή, αλλά και από το σενάριο. Γιατί η αδελφή αυτή είναι τόσο σπουδαία, γιατί είναι πιο σπουδαία από την ευτυχία της ίδιας; Γιατί δεν προσπαθεί να φύγει, να σταθεί στα πόδια της και μετά να έρθει να σώσει την αδελφή της; Είναι ερωτηματικά που δεν απαντώνται και αποτελούν περισσότερο ένα τέχνασμα για την εξέλιξη της υπόθεσης.

Ούτε οι ερμηνείες προσφέρουν κάτι. Το σενάριο γράφτηκε ειδικά για την Κοτιγιάρ, αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση, αυτό το τρέμουλο στη φωνή, το χαμηλωμένο βλέμμα, η γυναίκα – θύμα είναι ένας ρόλος που δεν ταιριάζει στην Κοτιγιάρ και δεν την αναδεικνύει.

Ο Χοακίν Φοίνιξ εδώ είναι σχεδόν αδιάφορος. Κάνει έναν ρόλο που τον έχουμε δει να παίζει πολλές φορές, το ευαίσθητο… καλόπαιδο και στη συγκεκριμένη περίπτωση αποτελεί ένα κακέκτυπο του εαυτού του. Είτε ζητάει συγγνώμη, είτε παίζει τον σκληρό, αυτό το έργο το έχουμε κάπου ξαναδεί.

Ίσως η μόνη παρουσία που έχει ένα ενδιαφέρον είναι εκείνη του Τζέρεμι Ρένερ στον ρόλο του Ορλάντο. Επειδή είναι ένας ρόλος κόντρα σε αυτούς που παίζει συνήθως τον παρακολουθείς με ενδιαφέρον. Δεν είναι καλός, αλλά προσπαθεί να κάνει κάτι διαφορετικό από τον συνήθως σκληρό εαυτό του. Και αυτό είναι τουλάχιστον ανακουφιστικό, έστω και αν δεν πετυχαίνει.

Τελικά να τη δω;

Μία ταινία που έχουμε ξαναδεί. Παρά τους μεγάλους σταρ που παίζουν σε αυτή δεν έχει να προσφέρει κάτι καινούριο πέρα από μία θεώρηση ενός κόσμου άδικου και άτιμου. Η αναβίωση της εποχής είναι καλή, αλλά οι χαρακτήρες είναι αδιάφοροι και οι ερμηνείες αν και δεν είναι κακές, δεν βοηθούν ώστε να μείνει κάτι αξέχαστο από την ταινία.

Αγγελική Στελλάκη

Η πρώτη ταινία που είδε σε κινηματογραφική αίθουσα ήταν το Χορεύοντας με τους Λύκους. Κατά τη διάρκεια του οποίου διάβαζε Μίκι Μάους, σπάζοντας τα νεύρα όλων. Σε σινεφίλ μονοπάτια οδηγήθηκε όταν, κατά τη διάρκεια μοναχικών κινηματογραφικών βραδινών περιπλανήσεων, διαπίστωσε ότι νοιώθει μια παράξενη ευτυχία, κάθε φορά που τα φώτα χαμηλώνουν, ο ήχος του προτζέκτορα πλημμυρίζει το χώρο και μυρωδιά ποπ κορν ξεχύνεται στην αίθουσα.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *