ΚΡΙΤΙΚΕΣΣινεμά

Ρωμαίος και Ιουλιέτα

Πώς ένας δημιουργός μπορεί να εμφυσήσει φρεσκάδα σε μία ιστορία που όλοι γνωρίζουμε; Το 1996 o Μπαζ Λούρμαν ανέλαβε το κλασικό έργο του Σαίξπηρ, μεταφέροντάς το στη σύγχρονη εποχή και προσδίδοντάς του τον ηλεκτρισμό και την ενέργεια της νιότης.

Ο Τζούλιαν Φέλοους, γνωστός για την τηλεοπτική σειρά ο Πύργος του Ντάουντον, αποφάσισε να προσεγγίσει το θέμα του κλασικά: «Δυο σπίτια και τα δυο τρανά…» Δεν είναι ότι η εκδοχή του Φέλοους είναι κακή, απλά είναι αδιάφορη.

Οι Ντάγκλας Μπουθ και Χάιλι  Στάινφελντ ερμηνεύουν τους τραγικούς εραστές. Οι ερμηνείες τους δεν είναι κακές, αλλά δεν μπορείς να δεις τη χημεία που θα έπρεπε να υπάρχει ανάμεσά τους, τη χημεία που θα τους κινούσε τις πράξεις τους.

Έχοντας θητεύσει όμως σε ταινίες και σειρές, όπου στόχος του ήταν η ανάδειξη των δεύτερων ρόλων, ο Φέλοους τα καταφέρνει εξαιρετικά στο να αναδείξει τους πιο «ταπεινούς» ρόλους, εκείνον της παραμάνας και εκείνον του ιερέα. Τόσο η Λέσλι Μάνβιλ, όσο και ο Πολ Τζιαμάτι είναι εξαιρετικοί στους ρόλους τους και κλέβουν την παράσταση από τους νεαρούς εραστές. Δεν δηλώνω το ίδιο ενθουσιασμένη για τον Ντέμιαν Λούις, ο οποίος με αυτό το κούρεμα, μάλλον με γελοτοποιός μοιάζει, παρά με σπουδαίο άρχοντα της Βερόνα.

Από άποψη σκηνικών και κοστουμιών, η παραγωγή είναι εντυπωσιακή. Η ταινία έχει γυριστεί όντως στην Ιταλία και σε πολλά από τα μέρη που περιγράφει ο Σαίξπηρ στο έργο του (όπως η Βερόνα για παράδειγμα), γεγονός που προσδίδει μια αυθεντικότητα και έναν χαρακτήρα στην ταινία.

Ωστόσο, αυτό που λείπει από το εγχείρημα είναι η ψυχή και η πρωτοτυπία. Ο Ρωμαίος και η Ιουλιέτα είναι μια ιστορία τόσο γνωστή που μια πολύ καλή εκδοχή της μπορεί κανείς να δει στην τηλεόραση, στο θέατρο. Το να δώσεις στο κοινό κάτι φρέσκο και ενδιαφέρον είναι αυτό που δυσκολεύει τα πράγματα.

Τελικά να τη δω;

Θα περίμενα το DVD. Είναι μια μάλλον αδιάφορη μεταφορά, με εντυπωσιακά κοστούμια και σκηνικά, πολύ καλή ερμηνεία από τον Πολ Τζιαμάτι, αλλά ελάχιστη φρέσκια πνοή.

Αγγελική Στελλάκη

Η πρώτη ταινία που είδε σε κινηματογραφική αίθουσα ήταν το Χορεύοντας με τους Λύκους. Κατά τη διάρκεια του οποίου διάβαζε Μίκι Μάους, σπάζοντας τα νεύρα όλων. Σε σινεφίλ μονοπάτια οδηγήθηκε όταν, κατά τη διάρκεια μοναχικών κινηματογραφικών βραδινών περιπλανήσεων, διαπίστωσε ότι νοιώθει μια παράξενη ευτυχία, κάθε φορά που τα φώτα χαμηλώνουν, ο ήχος του προτζέκτορα πλημμυρίζει το χώρο και μυρωδιά ποπ κορν ξεχύνεται στην αίθουσα.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *