ΚΡΙΤΙΚΕΣΣινεμά

Salvo

Μοναχικός και ολιγόλογος, ο Σάλβο μοιάζει να υπάρχει μόνο για την δουλειά του ως πρωτοπαλίκαρο ενός αφεντικού της τοπικής μαφίας. Μετά από μια απόπειρα δολοφονίας του νονού,ο Σάλβο μαθαίνει ποιος είναι ο εντολέας και πηγαίνει στο σπίτι του με σκοπό να τον σκοτώσει. Εκεί συναντά την Ρίτα, την τυφλή αδερφή του στόχου του, που βρίσκεται στο υπόγειο και ετοιμάζει την μισθοδοσία της συμμορίας. Σαν υπνωτισμένος από την παρουσία της την ακολουθεί σε όλο το σπίτι. Όταν ο αδερφός της φτάνει στο σπίτι ο Σάλβο την κλειδώνει στο υπόγειο και τον σκοτώνει. Ετοιμάζεται να την σκοτώσει αλλά κάτι τον κάνει να αλλάξει γνώμη,την παίρνει μαζί του και την κρύβει σε ένα εγκαταλελειμμένο εργοστάσιο. Ο Σάλβο δεν ξέρει πως να αντιδράσει, εγκλωβισμένος ανάμεσα στο καθήκον του και την παράξενη έλξη του για την τυφλή κοπέλα.

Οι σκηνοθέτες και σεναριογράφοι έχουν εμπνευστεί καθαρά από την αριστουργηματική ταινία του Ζαν Πιερ Μελβίλ Ο δολοφόνος με το αγγελικό πρόσωπο. Ο χαρακτήρας του Σάλβο είναι ένας ψυχρός και ανελέητος δολοφόνος που δεν δείχνει στοιχεία ανθρώπινου όντος ,έχει γίνει μια ψυχρή μηχανή που ξέρει μόνο να σκοτώνει. Οι επαφές του με τους ανθρώπους περιορίζονται σε ανταλλαγή πυρών και σε μικρούς διαλόγους με τους ανθρώπους που τον περιβάλλουν. Εδώ έγκειται και το μεγαλύτερο πρόβλημα της ταινίας καθώς οι χαρακτήρες είναι χωρίς βάθος και μοιάζουν με σειρά στερεοτύπων όπως η ιδιοκτήτρια του διαμερίσματος και ο μαμμόθρεφτος γιος της που δείχνει να έλκεται ερωτικά από τον σκληρό εκτελεστή. Αλλά το πιο εκνευριστικό στοιχείο του σεναρίου είναι ο φτηνός συμβολισμός : ο δολοφόνος ακουμπάει τα ματωμένα χέρια του στο κεφάλι της τυφλής κοπέλας και όσο η σχέση τους προχωράει η κοπέλα βρίσκει το φως της. Αυτός ο φτηνός συμβολισμός εμποδίζει και το σενάριο να αναπτυχθεί καθώς η σχέση των δύο ηρώων παραμένει,βεβαρημένη ήδη από το γεγονός ότι ο Σάλβο έχει σκοτώσει τον αδερφό της, συγκεχυμένη.

Αυτό το μικρό θρίλερ είναι χαρακτηριστικό της τάσης των νέων κινηματογραφιστών. Η φωτογραφία είναι άψογη και με την χρήση του χρώματος μας μεταφέρει σε μια Σικελία που πνίγεται από την ζέστη του καλοκαιριού. Οι σκηνοθέτες ξεκινούν την ταινία με μια πολύ δυνατή σκηνή κυνηγητού και ανταλλαγής πυρών σε ένα μικρό δρόμο του Παλέρμο και συνεχίζουν με την πολύ καλή σκηνή του σπιτιού με την αγωνία να κορυφώνεται στα μισοφωτισμένα δωμάτια του σπιτιού καθώς ο Σάλβο ακολουθεί την Ρίτα. Παρότι,κατά την γνώμη μου, η σκηνή είναι μεγάλη σε διάρκεια έχει σκηνοθετηθεί με τέτοια ένταση που νομίζεις ότι ακούς τον ήχο της καρδιάς των πρωταγωνιστών.  Στα συν της ταινίας και η χρήση του ήχου στις σκηνές του φόνου του αδερφού της Ρίτας και την τελική σύγκρουση με τον νονό και τους μπράβους του που μας βάζουν στην θέση ενός παθητικού θεατή. Δυστυχώς η υπόλοιπη ταινία,πριν φτάσουμε στο προβλέψιμο τέλος της, είναι αργή και με σκηνές που δεν προσφέρουν και κάτι το ιδιαίτερο στην ιστορία της ταινίας. Θέλοντας να ξεφύγουν από τα κλισέ των φίλμ νουάρ οι σκηνοθέτες αποξήραναν την συναισθηματική πλευρά του έργου.

Ο παλαιστίνιος ηθοποιός Σαλέ Μπακρί ανταποκρίνεται με μεγάλη οικονομία εκφραστικών μέσων στο ρόλο του ψυχρού εκτελεστή που δεν αναπτύσσει σχέση με τους γύρω του και όταν αρχίζει να ανοίγεται στους ανθρώπους η μεταμόρφωση του γίνεται εύκολα πιστευτή από το θεατή. Αυτή που κλέβει την παράσταση όμως είναι η νεαρή Σάρα Σεράγιοκο στο ρόλο της τυφλής Ρίτα. Με το πρόσωπο και την στάση του σώματος της αναπληρώνει την,προσωρινή,έλλειψη όρασης.Στο πρόσωπο της περνούν όλες οι εναλλαγές συναισθημάτων και η σταδιακή αποκατάσταση της όρασης της που την κάνει και πιο δυνατή ψυχικά δίνουν στην ηθοποιό να πλάσει ίσως το μοναδικό δυνατό χαρακτήρα της ταινίας.

Καταλήγοντας θα λέγαμε ότι δεν είναι μια κακή ταινία. Είναι μια προσπάθεια τεχνικά άρτια που όμως μοιάζει να ψάχνει για την αποδοχή μιας μικρής μερίδας σκληρών διανοούμενων που θα ανακαλύψουν με χαρά τα κρυμμένα σύμβολα πίσω από τα πλάνα αλλά έτσι η ταινία χάνει την συναισθηματική της υπόσταση.

Κωνσταντίνος Σκαρμούτσος

Παρά το γαλλικό μου ψευδώνυμο που είναι και το φιλμικό alter ego του Francois Truffaut, γεννήθηκα στην Αλεξανδρούπολη στης οποίας τους κινηματογράφους είχα τις πρώτες επαφές με τον κινηματογράφο. Από τη μια «Ο πόλεμος των άστρων» και από την άλλη ο «Τοίχος» του Γιλμάζ Γκιουνέι συνέστησαν το δίπολο πού με κυνηγάει. Τα άστρα του Χόλιγουντ και τα διακριτικά φώτα του cinéma d’auteur με οδήγησαν στην Γαλλία όπου ανδρώθηκα στην κινηματογραφική σκέψη. Τι μ’αρέσει; Απλό: όλες οι καλές ταινίες από όλα τα είδη εκτός από τις ρομαντικές κομεντί. Ιδιαίτερη προτίμηση σε ευρωπαïκό, ανεξάρτητο αμερικάνικο και ασιατικό κινηματογράφο. Κλείνω εδώ γιατί ως γνήσιος λάτρης του γαλλικού νέου κύματος μου αρέσει να μιλάω με τις ώρες.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *