Μια Θάλασσα από Δέντρα
Μετά τον θάνατο της συζύγου του, ο Αμερικανός Άρθουρ Μπρέναν αποφασίζει να πάει στο δάσος Οουκιγκαχάρα στην Ιαπωνία, αναζητώντας το τέλειο μέρος για να πεθάνει κανείς. Εκεί θα συναντήσει τον Ιάπωνα Τακούμι, ο οποίος έχει χάσει τον δρόμο του. Ο Άρθουρ δεν μπορεί να τον αφήσει πίσω του και αποφασίζει να τον βοηθήσει. Στην πορεία θα έρθει αντιμέτωπος με τη δική του θλίψη και αίσθημα της απώλειας.
Ψευδοφιλοσοφική απόπειρα πνευματισμού, με τον Γκας Βαν Σαντ να υπογράφει μία από τις πιο αδιάφορες ταινίες της καριέρας του και να αποδεικνύει για ακόμα μία φορά πόσο άνισο είναι το έργο του.
Παρά το γεγονός ότι θα ήθελε να μοιάσει στον Τέρενς Μάλικ και στο δέντρο της ζωής, ο Γκας Βαν Σαντ δεν τα καταφέρνει και τόσο καλά. Το σενάριο έχει μεγαλύτερη συνοχή, αλλά και το φτηνό συναίσθημα που βρίσκουμε ακόμα και σε ταινίες του Μάλικ, ενώ η χρήση της μουσικής ενοχλεί τον θεατή, καθώς «επιβάλλει» την παρουσία της και εκβιάζει το συναίσθημα -το οποίο έτσι κι αλλιώς αποτυγχάνει να προκαλέσει.
Γεμάτη μεγαλοστομίες, εικόνες σκηνοθετημένης συγκίνησης, όπου το πραγματικό συναίσθημα διαφεύγει για χάρη εικόνων που δείχνουν τους χαρακτήρες με δακρυσμένα μάτια και βλέμμα γεμάτο θλίψη, το Μια Θάλασσα από Δέντρα καταφεύγει σε σεναριακές αφέλειες (όπως η αλλαγή στη δυναμική τη σχέση του ζευγαριού Μάθιου Μακ Κόναχι – Ναόμι Γουότς) μετά την ανακοίνωση της αφέλειας και απιθανότητες (ένας σύζυγος που δεν γνωρίζει καν το αγαπημένο βιβλίο ή εποχή της συζύγου του;)
Ο Μάθιου Μακ Κόναχι είναι απλά υποφερτός σε έναν κακογραμμένο ρόλο, ενώ ο Κεν Ουατανάμπε είναι υπερβολικός.