Σνόουντεν (Snowden)
Μετά το CitizenFour που κέρδισε και Όσκαρ ντοκιμαντέρ, ο σκηνοθέτης Όλιβερ Στόουν επιχειρεί να μεταφέρει και αυτός την συγκλονιστική ιστορία του Έντουαρντ Σνόουντεν, αυτή τη φορά σε ταινία μυθοπλασίας, στην οποία όμως ακολουθεί όσο μπορεί πιο πιστά την αληθινή ιστορία.
Πρόκειται, λοιπόν, περισσότερο για ένα δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ, που δεν έρχεται να προσθέσει τίποτα περισσότερο σε όσα ήδη γνωρίζαμε, αλλά στοχεύει περισσότερο να εγείρει ενδιαφέρον και να ευαισθητοποιήσει περισσότερο κόσμο, κυρίως μέσα στις ΗΠΑ, όπου η υπόθεση παρόλο που σόκαρε, μοιάζει μάλλον να έχει πλέον ξεχαστεί.
Έτσι πρέπει να το αξιολογήσουμε, διότι αν το αξιολογήσουμε ως θέμα είναι μεν πολύ δυνατό, αλλά δεν προσθέτει τίποτα σε όσα ήδη έχουν δημοσιευθεί από το 2013 και ύστερα. Αν πάλι το αξιολογήσουμε σαν ταινία, εκεί ο Όλιβερ Στόουν επιλέγει μια κλασική σκηνοθεσία, μένει μακριά από τον καλό παλιό εαυτό του, με μικρά ψήγματα του βλέπουμε σε ελάχιστες σκηνές, όπως στις κρίσεις επιληψίας του χαρακτήρα του. Από την άλλη, ως παρουσίαση, με τις επιλογές του τελικά μπλέκει την αφήγηση του με αρκετά flash backs (αναδρομές στο παρελθόν), για να εξηγήσει σημεία, ενώ μια ομαλή συνεχής αφήγηση θα έδινε περισσότερη ένταση και αγωνία. Όμως, όπως είπαμε, εδώ δεν επιδιώκει να κάνει κάτι τέτοιο, δεν θέλει να κάνει μια τέτοιου είδους ταινία, όπως το The Insider με τον Ράσελ Κρόου ή τον Πληροφοριοδότη (The Departed), του Μάρτιν Σκορσέζε. Το «Σνόουντεν» δεν θέλει να είναι μια τέτοια ταινία, διασκέδασης, αλλά μια ταινία που θα κάνει τον κόσμο να συλλογιστεί τι πραγματικά συμβαίνει, σε τι κόσμο ζει.
Με την ίδια πρόθεση και σκεπτικό, έρχονται και οι επιλογές των δυο πρωταγωνιστών του. Ο Όλιβερ Στόουν δεν θέλει φαντεζί σταρ που να λάμπουν, χολιγουντιανούς υπερήρωες, αναζητά όσο γίνεται πιο απτούς, πραγματικούς ανθρώπους, που θα μπορούσαν να είναι κάποιος από εμάς. Ο Τζόζεφ Γκόρντον Λέβιτ, που δε μοιάζει τόσο στον πραγματικό Σνόουντεν εμφανισιακά, επιλέγει να κάνει και πιο βαθιά τη φωνή του, αποβλέποντας περισσότερο στο να αποδώσει τον εσωτερικό κόσμο του «σπασίκλα» κομπιουτερά και τη μεταμόρφωση από συντηρητικού σε φιλελεύθερου σε ελεύθερα σκεπτόμενο πολίτη. Θα οδηγηθεί στις πράξεις του, όχι επειδή είναι τρομοκράτης, αναρχικός ή χάκερ, όπως τον χαρακτήρισε ο Ομπάμα, αλλά ένας ηθικός άνθρωπος που αγαπά τη χώρα του και την ανθρωπότητα και θέλει να βελτιώσει μια λανθασμένη πορεία που έχει πάρει ο κόσμος. Όσο περνά η ώρα έχει αυτόν τον ελπιδοφόρο ρομαντισμό στο βλέμα του, διατηρώντας παράλληλα το παγωμένο υπολογιστικό ύφος του ευφυούς ανθρώπου που επεξεργάζεται όλες τις παραμέτρους. Δύσκολος πραγματικά ρόλος και ο Λέβιτ ορθά επιλέχθηκε, ήταν εγγύηση στο να αποδοθεί σωστά. Από την άλλη, η πανέμορφη κοπέλα του, Λίνσεϊ, μάλλον θα έχει νευριάσει με τον σκηνοθέτη που επέλεξε την Σάιλιν Γούντλεϊ να την ενσαρκώσει, αλλά κι αυτό ίσως πρέπει να του το δικαιολογήσουμε στα πλαίσια της προσπάθειας του να παρουσιάσει τα πρόσωπα πιο πραγματικά, ως κοινούς ανθρώπους. Η αλήθεια είναι ότι αν και η Γούντλεϊ έκανε κάποια προσπάθεια και βελτίωσε κάπως το σώμα της, μάλλον ούτε εγώ μπορώ να του το συγχωρήσω αυτό το τελευταίο. Στις υπόλοιπες ερμηνείες βρίσκουμε πολλά γνωστά πρόσωπα, Ρις Ίφανς, Μελίσα Λέο, Ζαχάρι Κουίντο, αλλά και Νίκολας Κέιτζ και τον Σκοτ γιο Ίστγουντ, σε μικρότερους ρόλους.
Τέλος, αν κάτι μας έλειψε, από ταινία Όλιβερ Στόουν είναι το δυνατό σάουντρακ. Ο σκηνοθέτης μας είχε καλομάθει στο παρελθόν με τις μουσικές επιλογές του, κυρίως ροκ μουσικής, που εδώ δεν κάνει την εμφάνιση της, κάνει κι αυτή ένα βήμα πίσω και μένει στο παρασκήνιο. Το ζήτημα «Σνόουντεν», ένα θέμα ακόμα επίκαιρο και καυτό, απασχόλησε έντονα τον σκηνοθέτη και αποτέλεσμα είναι αυτή η ταινία, αρκετά διαφορετική από τις προηγούμενες. Είναι λάθος να την αντιμετωπίσουμε ως ταινία της σειράς, περιπέτεια δράσης, κατασκοπική ταινία, ή συνωμοσίας, ούτε να τη δούμε αποβλέποντας σε αυτό.