Ο Γιος του Σαούλ
Ο Σαούλ είναι «κάπο» στο Άουσβιτς. Οι «κάπο» απολαμβάνουν το προνόμιο να παραμένουν ζωντανοί, την ώρα που καλούνται να κάνουν τη «βρώμικη» δουλειά. Αναγκάζουν τους κρατούμενους στο Άουσβιτς να δουλεύουν σκληρά, οδηγούν τους υποψήφιους νεκρούς στα κρεματόρια, καθαρίζουν τα πτώματα. Ο Σαούλ δεν αντιδρά. Για αυτόν φαίνεται να είναι απλά ένας τρόπος επιβίωσης. Μέχρι τη στιγμή που θα δει μπροστά του ένα αγόρι που θα θεωρήσει ότι είναι ο γιος του.
Θυμίζοντας την επιμονή της Αντιγόνης να θάψει τον αδελφό της, ο Σαούλ είναι αποφασισμένος να προσφέρει στο αγόρι μια πραγματική ταφή. Γυρισμένο σε τετράγωνο κάδρο, με μία εξαιρετική ηχητική μπάντα, ο ούγγρος σκηνοθέτης Λάσλο Νέμες δεν μας δείχνει στην πραγματικότητα τη φρίκη, μάς κάνει να την ακούμε και να τη φανταστούμε.
Η κάμερά του είναι στραμμένη στον πρωταγωνιστή του, τον Γκέζα Ρέρινγκ και στη φρενήρη προσπάθειά του να καταφέρει να πραγματοποιήσει τον στόχο του.
Σε έναν κόσμο όπου κάθε αίσθηση ανθρωπιάς έχει χαθεί, ο Σαούλ κρατιέται από την ελπίδα της αξιοπρέπειας του θανάτου. Ο Νέμες σε μεταφέρει στα βρώμικα υπόγεια του Άουσβιτς του 1944, στις άθλιες αίθουσες, έξω στη φύση. Δείχνει το πώς οι κρατούμενοι κρατιούνται από κάτι, δεν σταματά λεπτό, τρέχει – τρέχει, μπαίνοντας μέσα στην κόλαση της Ιστορίας.
Και σου δίνει την αίσθηση του κλειστοφοβικού, του τρόμου, του θανάτου. Είτε γιατί ο Σαούλ δεν φαίνεται να ενδιαφέρεται για τη δική του ζωή, αλλά ούτε και για τα σχέδια των συγκρατουμένων του να ξεφύγουν από τον θάνατο και τον τρόπο.
Αξίζει εδώ να σημειώσουμε ότι ο Νέμες παρουσιάζει διάφορες εθνικότητες να βιώνουν τη φρίκη του Άουσβιτς, ανάμεσά τους και τους Έλληνες. Ο Σαούλ συναντά έναν έλληνα ιερέα, ενώ σε μία σκηνή στους θαλάμους αερίων ακούγεται ένας τρομαγμένος έλληνας να προσεύχεται.
Δικαίως ο Νέμες «βγάζει» την ταινία του από το κλειστοφοβικό στρατόπεδο στα τελευταία πλάνα της ταινίας. Χωρίς να της αφήνει χρόνο να ξεκουραστεί, της δίνει την απαραίτητη «ελευθερία», κινούμενος σε ένα ύφος ουτοπικό, αλλά και απαραίτητο.
Τελικά να τη δω;
Οπωσδήποτε. Ένα σκληρό, αλλά πολύτιμο είδος σινεμά που μάς θυμίζει όσα δεν πρέπει να ξεχαστούν, παρασύροντάς μας στην ιστορία του.
Trivia: Η ταινία είναι γυρισμένη αποκλειστικά με φακό 40 mm.