ΚΡΙΤΙΚΕΣΣινε-προτάσειςΣινεμά

Success Story

success story 01

one-half-popcorn

Αγαπάω τον Νίκο Περάκη, όχι μόνο για τις ταινίες που μας έχει χαρίσει, αλλά και γιατί είναι ένας άνθρωπος που παραμένει φρέσκος στο πνεύμα, κοντά στους νέους και είναι ένας από τους λίγους σκηνοθέτες που θα δούμε συχνά σε κινηματογράφους, σε πρεμιέρες και φεστιβάλ να παρακολουθεί πολλές και διαφορετικού είδους ταινίες, να θέλει να είναι στην εποχή του και να εξελίσσεται. Δε θα κρύψω όμως, με κάθε ειλικρίνεια, ότι απογοητεύτηκα από τη νέα του ταινία, μια «γκρίζα» κωμωδία, όπως τη χαρακτήρισαν, που ενώ είχε καλές προθέσεις, μοιάζει κάπου στο δρόμο να το χάνει.

Στην υπόθεση της, σενάριο που υπογράφει πάλι η Κατερίνα Μπέη, ένας ψυχίατρος γόνος πλούσιας οικογένειας ερωτεύεται μικροαστή ηθοποιό και στα χρόνια που θα ακολουθήσουν, που συμβαδίζουν με το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης, θα κονταροχτυπηθούν αλύπητα, σε ένα παιχνίδι εξουσίας, δολοπλοκίας και διαφθοράς. Με γνωστό καστ που απαρτίζεται από το πρωταγωνιστικό δίδυμο Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη και Φιόνας Γεωργιάδη, τους Πάνο Μουζουράκη, Τόνια Σωτηροπούλου, Τζένη Θεωνά, Ανδρέα Κωνσταντίνου, Νάσο Παπαργυρόπουλο να τους πλαισιώνουν, μαζί με αρκετές άλλες quest εμφανίσεις, ανάμεσα στις οποίες γνωστούς κριτικούς κινηματογράφου ως γκαρσόνια και το αναμενόμενο τραγουδάκι κλεισίματος, «Στον Αέρα» της Demy.

Μετά το τέλος της ταινίας κάθισα αρκετή ώρα και αναρωτήθηκα τι πήγε στραβά. Φταίει το σενάριο της Μπέη, που μοιάζει «παλιακό» και δε μπορεί να μιλήσει στον σύγχρονο Έλληνα; Διότι ουσιαστικά πατά στη δομή σαπουνόπερας (βλέπε Δυναστεία, Santa Barbara) και προσπαθεί να διακωμωδήσει μια ερωτική ιστορία και τη ζωή των πλουσίων που κινούν τα νήματα,  μιλώντας παράλληλα για την κρίση στη χώρα μας. Μια συσχέτιση που μάλλον μένει ασύνδετη. Δυστυχώς, το σενάριο από μόνο του δεν βγάζει γέλιο, πέραν από κάποιες αποσπασματικές ατάκες και ως κωμωδία καταστάσεων μόνο προς το τέλος μοιάζει να αποκτά ενδιαφέρον. Το σενάριο είναι από τα πιο βασικά συστατικά μιας ταινίας, η πρώτη ύλη πάνω στην οποία όλοι οι συντελεστές θα δουλέψουν και αν αυτό δεν έχει δύναμη εξ αρχής κάνει πολύ δύσκολη τη δουλειά όλων.

Σε αυτό έρχεται να προστεθεί μια σκηνοθετική επιλογή, η ανακατεμένη χρονικά αφήγηση που πάει μπρος-πίσω ώστε να προσδώσει μια δόση μυστηρίου, που προσωπικά θεωρώ ότι περισσότερο μπερδεύει παρά κινεί το ενδιαφέρον του θεατή. Ίσως μια περισσότερο γραμμική αφήγηση να ταίριαζε καλύτερα και φαίνεται από τη μέση και μετά που γίνεται περισσότερο γραμμική ότι έχει πιο στρωτή ροή. Κουραστικό θεωρώ ότι είναι και το συνεχόμενο διπλό voice over των δυο κεντρικών πρωταγωνιστών, τουλάχιστον με τον τρόπο που αφηγούνται, σαν να θέλουν να μας πουν πράγματα που θα έπρεπε αντίθετα να παίξουν.

Με αυτό περνάω στις ερμηνείες, που επίσης θεωρώ ότι υπάρχει πρόβλημα, κυρίως στο πρωταγωνιστικό δίδυμο που δεν δείχνει να βρίσκει ιδιαίτερη χημεία. Ο Μαρκουλάκης με στεναχώρησε περισσότερο, επιλέγει ένα θεατρικό στήσιμο και αποφεύγει να προσδώσει κάτι παραπάνω στο ρόλο του, που με έκανε τελικά να αναρωτηθώ αν ο Μουζουράκης θα ήταν πιο ταιριαστός για το ρόλο. Από τις ερμηνείες ξεχωρίζουν κάποιοι δεύτεροι ρόλοι, που είναι ίσως πιο καρικατούρες, όπως της Τζένη Θεωνά και του Νάσου Παπαργυρόπουλου ως φουσκοτού μπράβου, που μαζί με κάποια από τα γνωστά ξεσπάσματα Μουζουράκη προκαλούν αβίαστα χαμόγελα στο θεατή.

Τέλος υπάρχει και μια άλλη σκέψη που τριγυρίζει το μυαλό μου. Το σενάριο αυτό, έχει τα θέματα του, δεν έχει όμως μεγάλη διαφορά στη δομή του, από άλλα, τα οποία αποτέλεσαν στο παρελθόν μεγάλες επιτυχίες του Περάκη. Βέβαια αυτά έγιναν και έστεκαν σε παλαιότερες δεκαετίες και ίσως για αυτό η ταινία να αφήνει αυτή την 90s αίσθηση, παρόλο που είναι γυρισμένη στη σύγχρονη εποχή. Μήπως τελικά ο Νίκος Περάκης παραμένει ίδιος και έχουμε αλλάξει εμείς; Ή μήπως οι σύγχρονοι ηθοποιοί αδυνατούν να ενταχθούν σε αυτό το ύφος και να το αποδώσουν όπως έκαναν οι παλιότεροι; Αυτό το σκεπτικό είναι ο λόγος που πιστεύω ότι η ταινία ίσως αρέσει περισσότερο σε μεγαλύτερης ηλικίας (άνω των 60) άτομα παρά σε νεότερους.

Αντώνης Γκούμας

Θα μπορούσε να ζήσει εξίσου ευχάριστα στη Μέση Γη όσο στη Metropolis, από τα πιο ρεαλιστικά πλάνα στα πιο σουρεαλιστικά συννεφάκια. Μπαίνοντας στις αίθουσες παθιάζεται αμετανόητα κάθε φορά που σβήνουν τα φώτα. Στα Φεστιβάλ που καλύπτει αντί για τις πολυαναμενόμενες ταινίες προτιμά να ανακαλύπτει άγνωστα μικρά διαμαντάκια που ίσως να μην δούμε ποτέ στις ελληνικές αίθουσες. Συνήθως καλοπροαίρετος, προσέξτε, όμως, όταν κραδαίνει το «τσεκούρι» του.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *