Καταδίωξη σε δυο Ηπείρους (Survivor)
H Κέιτ (Μίλα Γιόβοβιτς), υπάλληλος ασφαλείας της πρεσβείας Ηνωμένων Πολιτειών στο Λονδίνο, προσπαθεί να αποτρέψει μια υποκείμενη τρομοκρατική επίθεση, αλλά καταλήγει να βρίσκεται η ίδια μπλεγμένη και κυνηγημένη τόσο από την ίδια της την υπηρεσία όσο και από έναν αδίστακτο δολοφόνο, γνωστό και ως ωρολογοποιό (Πιρς Μπρόσναν).
Το παράδοξο αυτής της ταινίας είναι ότι έχει στους πρωταγωνιστικούς ρόλους δυο ηθοποιούς που μου είναι αρκετά συμπαθείς, οι οποίοι δεν μπορεί να πει κανείς ότι δεν έπαιξαν καλά και έχει και την αναμενόμενη δράση που απαιτείται, όμως παρόλα αυτά δεν καταφέρνει να χορτάσει το θεατή. Τι έφταιξε; Η Μίλα τα έχει τα χρονάκια της και δεν μπορεί να κάνει τις χορευτικές φιγούρες των Resident Evil, όμως στέκεται επάξια στις ανάγκες του ρόλου ενώ παραμένει σαγηνευτική και εκφραστικότατη. Του Πιρς Μπρόσναν είναι αλήθεια ότι δεν του ταιριάζει τόσο ο ρόλος του κακού. Μια έχει μουστάκι μια δεν έχει, μια κάνει μορφασμούς, μια είναι ψυχρός εκτελεστής. Το αντισταθμίζει όμως με την εμπειρία του σε αντίστοιχες ταινίες και από τη θητεία του ως Τζέιμς Μποντ. Εκεί που χάνει η ταινία είναι στο άνευ πρωτοτυπίας σενάριο, καθώς και στην έλλειψη προσωπικού ύφους.
Η Κέιτ έχοντας χάσει πολλούς κοντινούς της συνεργάτες στα γεγονότα της 11/9 δείχνει υπερβάλλον ζήλο στην εργασία της, ενώ διατηρεί ελεύθερη σχέση και με τον προϊστάμενο της (ο Ντίλαν ΜακΝτέρμοτ γενικά μένει αχρησιμοποίητος στην ταινία). Οι τρομοκράτες κρατώντας όμηρο το γιο αξιωματούχου της υπηρεσίας (που πολεμούσε στο Αφγανιστάν) τον εκβιάζουν να εκδώσει άδεια σε άτομα να πάνε στη Νέα Υόρκη. Όταν το κάνει βάζουν βόμβα στο εστιατόριο που είναι όλοι οι υπάλληλοι μετά τη δουλειά για να τους σκοτώσουν. Η Κέιτ από καθαρή τύχη γλυτώνει αλλά χωρίς ιδιαίτερο λόγο η υπηρεσία τη θεωρεί υπεύθυνη και εξαπολύει ανθρωποκυνηγητό εναντίον της. Έτσι βρίσκεται κυνηγημένη τόσο από τους δικούς της όσο και από τους τρομοκράτες και πρέπει να παλέψει τόσο για τη ζωή της, όσο και για να τους ξεσκεπάσει και να αποτρέψει το τρομοκρατικό χτύπημα που σχεδιάζουν.
Εκτός του υπερβάλλοντα εθνικισμού που βγαίνει στην επιφάνεια, όσο και της πεποίθησης για το πόσο καλά κάνουν τη δουλειά τους οι Αμερικάνοι, όλοι οι χαρακτήρες ανεξαιρέτως δεν έχουν κανένα βάθος, ούτε αναπτύσσονται στην πορεία. Χάνει έτσι τη δυνατότητα να πλέξει ένα μυστήριο ή να δώσει στοιχεία έντασης και αγωνίας δημιουργώντας ένα ενδιαφέρον θρίλερ. Οι Τρεις Μέρες του Κόνδορα, η καταπληκτική ταινία του 1975, με τον Ρόμπερτ Ρέντφορντ, που πολλοί ίσως παραλληλίσουν με την ταινία λόγω υπόθεσης, φαντάζει μίλια μακριά. Κινείται γραμμικά εστιάζοντας κυρίως στη δράση, που από μόνη της δε χορταίνει το μάτι, μα και εκεί υστερεί λόγω έλλειψης σκηνοθετικής ματιάς, χωρίς ίχνος προσωπικού ύφους. Θυμίζει περισσότερο ταινία της δεκαετίας του ’90 παρά σύγχρονη. Όλα μοιάζουν υπερβολικά αναμενόμενα από την αρχή ως το τέλος. Ακόμα και ο ελληνικός τίτλος, Καταδίωξη σε δυο Ηπείρους, που αναφέρεται σε Ευρώπη και Αμερική είναι λίγο άστοχος, μιας και η δράση ξεκινά από το Αφγανιστάν.
Τελικά να τη δω; Ίσως έχουμε γίνει απαιτητικοί θεατές στο συγκεκριμένο είδος, μιας που υπάρχουν πάμπολλες τηλεοπτικές σειρές που το αποτυπώνουν ίσως και με μεγαλύτερη επιτυχία από ότι η συγκεκριμένη ταινία. Μια πολύ μουδιασμένη στιγμή δυο γνωστών ηθοποιών που είναι εκεί αλλά και δεν είναι, σε μια ταινία που δεν θα σας συγκινήσει όσο θα έπρεπε. Αν σας κινήσει την περιέργεια, προτιμήστε να τη δείτε σε dvd.