Home CinemaΚΡΙΤΙΚΕΣ

Ο παράγοντας Μηδέν

Ένα κοριτσάκι, τυλιγμένο στο παλτό του, στέκεται με σεβασμό μπροστά στην προτομή  ενός  συγγραφέα, που βρίσκεται στο παλιό νεκροταφείο της πόλης. Στα χέρια του κρατάει  το βιβλίο του εν λόγω συγγραφέα, στο οποίο περιγράφονται λεπτομερώς και  ” όπως ακριβώς  μου τις διηγήθηκαν” οι περιπέτειες ενός ανώτερου υπαλλήλου σε τρανό ξενοδοχείο, κάτω απ΄τις ‘Αλπεις. Ενός  εξαίρετου  concierge.

Μ’ εναρκτήριο πλάνο- φόρο τιμής στον Pieter Bruegel  εικάζω, ο οποίος είναι της αρέσκειας του  σκηνοθέτη(κατά δήλωσή του), και με την αλάνθαστη τακτική ” όσα αφηγείται ο  συγγραφέας είναι μυθοπλασία, αλλά όσα αφηγούνται οι ήρωές του είναι  γεγονότα”, ο αγαπημένος  μας Wes Anderson  ξαναχτύπησε με την τελευταία δημιουργία του με τίτλο  THE GRAND BUDAPEST HOTEL . Το ότι και αυτή η ταινία του “διαβρώνεται” απ΄το χιούμορ, δηλώνεται ήδη απ΄τη σεκάνς όπου ο συγγραφέας ( ο Tom Wilkinson), συνοδεία ενός  μικρούλη που κρατάει ψεύτικο όπλο, μας  διαβεβαιώνει ότι όσα θα  παρακολουθήσουμε ειναι αληθή.

Η ταινία του Anderson είναι απολαυστικότατη. Ένα χιουμοριστικό , πολύχρωμο, μεσοπολεμικό θρίλερ, εκτυλισσόμενο στην Γηραιά ‘Ηπειρο, στο φανταστικό κρατίδιο της Ζουμπρόβγκα ( με νόμισμα το κλούμπεκ  παρακαλώ) κι έχει δολοφονημένες δούκισσες ( άπαιχτη Tilda Swinton  στο ρόλο της σοβαντισμένης  καρόγριας  Σελίν Ντεϊγκούντ ούντ  Τάξις), λυσσασμένους κληρονόμους ( ο Adrien Brody  απόλαυση, όπως και το τσιράκι του που τον υποδύεται ο Willem Dafoe), κλεμμένους πίνακες και  πάνω απ΄όλα, έναν εξαίρετο , εχέμυθο και αξέχαστα παρφουμαρισμένο   concierge  ονόματι Γκουστάβ Χ. ( ο Ralph Fiennes  δίνει ρεσιτάλ, τόσο αστείος , τόσο  ενταγμένος στο ρόλο του ) ο οποίος ακολουθείται απ΄τον πιστό του βαλέ-μαθητευόμενο-προστατευόμενο κι εν τέλει διάδοχό του Ζήρο  Μουσταφά( πολύ καλός και πλήρως εναρμονισμενος με το σουρεάλ  σύμπαν του Anderson, ο Tony Revolori ).  Με πανέμορφα “κάδρα”-υπόδειγμα  συμμετρίας  και χρωματικής  αρμονίας, ο Anderson  σα να μιμείται το βωβό σινεμά  του Buster Keaton  ,μας προσφέρει μιά πινακοθήκη απίθανων τύπων , οι οποίοι πίσω απ΄την αστεία εν πολλοίς συμπεριφορά τους, κρύβουν  πολύ πόνο, όνειρα και φρίκη. Ειναι εύκολο  να παρασυρθεί  κανείς απ ΄το κουκλίστικο περιβάλλον της ταινίας και να τη χαρακτηρίσει χαζοχαρούμενη, ανούσια  ακομη και βαρετή. Παρόλο που το σενάριό της δεν είναι και το πιό συναρπαστικό του κόσμου,  νομιζω πως αποδεικνύεται περιτρανα οτι σημασία δεν  έχει  μόνο η πρωτότυπη ιστορία  αλλά και ο πρωτότυπος χειρισμός μιάς  κοινότοπης  ιστορίας. Εν προκειμένω, όπως το είχα υποψιαστεί ήδη από τοτε που ο σκηνοθέτης ανακοίνωσε την  πρόθεσή του να φτιάξει μιά  ταινία εποχής,  ο φακός  στρέφεται όχι στους μεγάλους και τρανούς πελάτες του θρυλικού ξενοδοχείου, αλλά στον υπηρέτη τους. Ο άξονας της αφήγησης του μεσήλικα πλέον Ζήρο ( o F.Murray Abraham) ειναι ο μυστηριώδης κύριος Γκουστάβ, που προσφωνεί τους πάντες “αγάπη μου”,  εποπτεύει ωσάν κέρβερος το υπόλοιπο προσωπικό και πηδάει τις πλούσιες, ξανθές και ηλικιωμένες απαραιτήτως, πελάτισσες.

Ο περίφημος πίνακας που εμφανίζεται στην ταινία και βάζει σε περιπέτειες τον Γκουστάβ, είναι ένα  mcguffin  κατά πως θα ‘λεγε κι ο Χίτσκοκ ( κατασκευή  που βοηθάει στην πλοκή αλλά σταδιακά εξαφανίζεται). Σημειωτέον ότι  ο ζωγράφος στον οποίο αποδίδεται δεν υπάρχει, ο πίνακας ζωγραφίστηκε ειδικά για την ταινία απ’ τον Michael Taylor.

Βλέποντας και ξαναβλέποντας το πανέμορφο πόνημα του Αμερικάνου που τρελαίνεται για  τα παντελόνια με τα κοντά μπατζάκια ( υπαρχει σχετικό κοντινό πλάνο με τον Willem Dafoe ), σκεφτόμουν πως  η ιστορία του Γκουστάβ ( την οποία αφηγείται  ο Ζήρο,  που την αφηγήθηκε στον συγγραφέα ο οποίος την λέει  σ’ εμάς) ειναι το πρόσχημα και το σχήμα για να  μας παρασύρει για άλλη μία φορά στο  παραμυθένιο, ξεκαρδιστικό σύμπαν του. Σα ν’ ανοιγουμε  τις πόρτες  ενός τεράστιου κουκλόσπιτου και έντρομοι να παρακολουθούμε τα όσα συμβαίνουν στα δωμάτιά  του (  η ταινία διανθίζεται με  περιστατικά αφόρητης βίας- ποιός σας είπε  ότι τα ζαχαρωτά είναι ακίνδυνα ; ).  Με την τρελιάρικη μουσική απ’ τον συνήθη συνεργάτη του Alexandre Desplat , τα πολύ ωραία κοστούμια  δια χειρός  Milena Canonero  και κυρίως με τη φοβερή αισθητική και τις απολαυστικές ερμηνείες απ όλο το καστ, ο Anderson  έφτιαξε μιά ταινία- πάστα σοκολατίνα γαρνιρισμένη με πολύχρωμη τρούφα και λευκή σαντιγύ, σαν το χιόνι των ‘Αλπεων. Σαν τα απίθανα γλυκά Mendl’s που  παρακευάζει η  γλυκύτατη ζαχαροπλάστισα  ‘Αγκαθα (  η Saoirse Ronan ) .

‘Εχει σημασία τελικά , αν διεκρινίζεται τι ήταν ακριβώς  ο κύριος Γκουστάβ ή η μυστηριώδης οργάνωση/σωματείο  ονόματι “Εταιρεία των Σταυρωτών Κλειδιών” ; ‘Εχει σημασία αν η  φόρμα  των υπέροχων πλάνων της ταινίας, καταβροχθίζει  την ουσία, το  “τί  θέλει να  μας πεί επιτέλους”;  Νομίζω πως όχι και τόσο. Ειναι  τόσο απερίγραπτα όμορφα φτιαγμένη, τοσο αστεια, τόσο ακαταμάχητα παιχνιδιάρικη, που οι όποιες ενστάσεις  υπάρχουν για το τυχον αδύναμο σενάριο,  λιώνουν  σαν παγάκια  μέσα στην  πολύχρωμη γρανίτα που είναι. Ο Anderson φτιάχνει  πρωτίστως όμορφες και ευφάνταστες ταινίες.

Αν σκοπός της Τέχνης είναι η Ομορφιά, γιατί να μας ενοχλεί ο,τιδήποτε άλλο πέραν της Ασχήμιας;

 

Για τον Μάκη

Κατερίνα Καρά

Την πρώτη ταινία την είδε πριν πολλά χρόνια σε συνοικιακό σινεμά. Τραυματική εμπειρία... Επική η ταινία. Από τότε δηλώνει ανερυθριάστως ότι οι ταινίες (όπως και τα βιβλία) την έχουν πάρει κανονικά στο λαιμό τους. Πιστεύει ότι το σινεμά, όπως και η Τέχνη γενικώς, ΔΕΝ θα πεθάνει ποτέ, επειδή η τρισάθλια πραγματικότητα ειρωνεύεται χοντρά τις προθέσεις και τα όνειρά μας... Άρα κάπως πρέπει να αποδίδεται δικαιοσύνη.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *