ΚΡΙΤΙΚΕΣΣινεμά

Ο Δικαστής

2popcorn

JUDGE, THE

Ο Χανκ είναι ένας δικηγόρος που υπερασπίζεται μονίμως ενόχους. Οι σχέσεις του με τον πατέρα του είναι πολύ κακές και όταν η μάθει ότι η μητέρα του πέθανε, θα επιστρέψει στην πατρίδα του όπου θα κληθεί να τον αντιμετωπίσει. Ο δικαστής πατέρας του θα έρθει αντιμέτωπος με κατηγορίες και ο Χανκ θα πρέπει να ξεπεράσει την προκατάληψη και να τον βοηθήσει.

2014-10-18-rdjjudgebicycleΕίναι από αυτές τις ιστορίες που αγαπούν οι Αμερικανοί. Για ανθρώπους που έχουν φύγει από τη μικρή επαρχιακή πόλη όπου γεννήθηκαν, για ανθρώπους που στην πραγματικότητα δεν την άντεχαν και επιστρέψουν κάποια στιγμή πίσω για να βρουν τα χαμένα «ιδανικά» που είχαν χάσει.

Τέτοιες επιστροφές έχουμε συχνά στο σινεμά: πιο πρόσφατα στο August: Osage County (του οποίου η υστερία έφερνε την ταινία σε επίπεδα άνω του μετρίου), το Sweet Home Alabama ή τα πιο καλά παραδείγματα Junebug και Grosse Point Blank. Στην περίπτωση του Δικαστή, ο ήρωας καλείται να αντιμετωπίσει μία σειρά θεμάτων: τη σχέση με τον πατέρα του, ένα παράξενο δυστύχημα από το παρελθόν, το θέμα του αδελφού του με νοητική υστέρηση, τον θάνατο της μητέρας του, τις κατηγορίες εναντίον του πατέρα του, την αρρώστια του πατέρα του και τη σχέση του με την πρώην ερωμένη του, καθώς και την αποτυχία του γάμου του. Αυτά είναι θέματα για δέκα ταινίες και όχι για μία. Δυστυχώς, τόσο ο Ντέιβιντ Ντόμπκιν (που τον ξέρουμε από κωμωδίες τύπου The Wedding Crashers, Αλλάζουμε;), όσο και το σενάριο αδυνατούν να τα χειριστούν σωστά, με αποτέλεσμα τα περισσότερα να προσεγγίζονται με τρόπο πρόχειρο και επιφανειακό.

JUDGE, THEΚαι τι είδος είναι ο Δικαστής; Είναι δικαστικό δράμα; Είναι δράμα σκέτο; Είναι ρομαντική κομεντί; Ή μήπως κωμωδία; (γιατί προσπαθεί να κάνει και χιούμορ η ταινία. Η έμφαση στο προσπαθεί). Ο θεατής δεν μπορεί να αποφασίσει, καθώς η ταινία μετακινεί το κέντρο βάρους της, ανάλογα με το τι την συμφέρει κάθε φορά να πει.

Δεν βοηθά και η διάρκεια της ταινίας. 141 λεπτά είναι πολλά και κουράζουν. Αλλά ούτε και το στήσιμο των χαρακτήρων βοηθά. Άνθρωποι με κίνητρα που δεν πείθουν, ένας πατέρας και ένας γιος σε μία διαμάχη σχεδόν χωρίς λογική. Και ακόμα και τα χαρακτηριστικά του χαρακτήρα τους θα ήταν παράλογα, εάν προς το τέλος δεν το καταλάβαινε κάποιος και δεν επιχειρούσε να το εξηγήσει. Η διάρκεια φαίνεται και στο φινάλε. Εκεί που άλλοι θα έλεγαν κάποια πράγματα σε μία σκηνή, το The Judge ξοδεύει τουλάχιστον μισή ώρα στο φινάλε του, ένα φινάλε που μοιάζει να συνεχίζεται. Και να συνεχίζεται. Και να συνεχίζεται.

the-judge_still2Υπάρχουν, πάντως, δύο τεράστια ατού στην ταινία: Ο λόγος για τον Ρόμπερτ Ντιβάλ και τον Ρόμπερτ Ντάουνι Τζούνιορ. Οι δύο ηθοποιοί κάνουν υπέρ του δέοντος προσπάθεια να σώσουν την ταινία και σε μεγάλο βαθμό τα καταφέρνουν. Είναι απόλαυση να τους βλέπεις να παίζουν στη μεγάλη οθόνη, να προσεγγίζουν τους ήρωές τους με τρυφερότητα, να βρίσκουν τα βαθύτερα χαρακτηριστικά τους. Είναι απόδειξη ότι καμιά φορά, ακόμα και με ένα αδιάφορο σενάριο, μπορείς να έχεις μια ταινία συμπαθητική, μόνο και μόνο από τους πρωταγωνιστές (αντίστοιχη περίπτωση ήταν και ο Αύγουστος). Υποθέτω ότι ο σκηνοθέτης τούς άφησε να «κάνουν παιχνίδι» μόνοι τους, είναι και οι δύο αρκετά έμπειροι για αυτό.

Οι χαρακτήρες γύρω από αυτούς είναι αρκετά αδιάφοροι, βέβαια: Για παράδειγμα ο Μπίλι Μπομπ Θόρντον που δεν καταλαβαίνουμε γιατί τον έβαλαν να μοιάζει με τον κακό της ιστορίας. Αλλά τουλάχιστον το πρωταγωνιστικό δίδυμο στέκεται στο ύψος των περιστάσεων ακόμα και σε σκηνές όχι τόσο κομψές (το δέσιμο πατέρα-γιου σε μια σκηνή διάρροιας, την οποία ο θεατής πρέπει για κάποιο λόγο να παρακολουθήσει).

Τελικά να τη δω;

Εάν δεν ήταν ο Ρόμπερτ Ντάουνι Τζούνιορ και ο Ρόμπερτ Ντιβάλ στους πρωταγωνιστικούς ρόλους θα μιλούσαμε για μία αδιάφορη ταινία που αντιμετωπίζει τα πάντα με τρόπο επιφανειακό. Ως έχει, αποκτά ένα ενδιαφέρον, εξαιτίας της παρουσίας των δύο ηθοποιών.

Αγγελική Στελλάκη

Η πρώτη ταινία που είδε σε κινηματογραφική αίθουσα ήταν το Χορεύοντας με τους Λύκους. Κατά τη διάρκεια του οποίου διάβαζε Μίκι Μάους, σπάζοντας τα νεύρα όλων. Σε σινεφίλ μονοπάτια οδηγήθηκε όταν, κατά τη διάρκεια μοναχικών κινηματογραφικών βραδινών περιπλανήσεων, διαπίστωσε ότι νοιώθει μια παράξενη ευτυχία, κάθε φορά που τα φώτα χαμηλώνουν, ο ήχος του προτζέκτορα πλημμυρίζει το χώρο και μυρωδιά ποπ κορν ξεχύνεται στην αίθουσα.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *