Ο Θρύλος του Ταρζάν (The Legend of Tarzan)
Ο Τζον Κλέιτον -δηλαδή ο Ταρζάν- (Αλεξάντερ Σκάρσγκαρντ) βρίσκεται πλέον στην Αγγλία με τη σύζυγό του, Τζέιν (Μάργκο Ρόμπι). Όταν η βρετανική κυβέρνηση του ζητά να επισκεφθεί το Κονγκό, καλεσμένος του βέλγου βασιλιά Λεοπόλδου, εκείνος αρχικά θα αρνηθεί. Ένας απεσταλμένος, όμως, της αμερικανικής κυβέρνησης (Σάμιουελ Τζάκσον) θα τον πείσει να δεχθεί την πρόσκληση, χωρίς να γνωρίζει τα σκοτεινά σχέδια του Βέλγου Λίον Ρομ (Κρίστοφ Βαλτς).
Προς τιμήν τους, οι Άνταμ Κόζακ και Κρεγκ Μπρούερ, σεναριογράφοι του «Θρύλου του Τάρζαν» δεν επέλεξαν να κάνουν άλλο ένα origin story. Γνωρίζουν ότι όλοι ξέρουμε τον μύθο του Τάρζαν, το “Me Tarzan, you Jane”, την κραυγή της ζούγκλας. Μάλιστα, παίζουν με όλες αυτές τις αρχετυπικές πληροφορίες, ενίοτε σατιρίζοντάς τες. Δεν γίνεται, όμως, να αποφευχθεί πλήρως και οποιαδήποτε αναφορά στο παρελθόν του Ταρζάν κι έτσι ψήγματα του παρελθόντος τα βλέπουμε σε flashback. Ίσως τελικά αυτά τα flashback να είναι πιο ενδιαφέροντα από την κανονική ροή της ταινίας, στην οποία γίνονται προσπάθειες αναφοράς στην αποικιοκρατία, αλλά χωρίς καμία αίσθηση πολιτικού βάθους.
Ο Ταρζάν είναι άλλωστε το «όνειρο» της αποικιοκρατίας και της λευκής κυριαρχίας. Ένας ξανθός με γαλανά μάτια άνδρας που έχει μεγαλώσει με άγρια θηρία και καταφέρνει να «εκπολιτισθεί», διατηρώντας, παράλληλα, την εξωτική και άγρια πλευρά του; Η αποικιοκρατική ματιά σε όλο της το μεγαλείο. Και παρ’ όλο που σε αυτή την ταινία εμφανίζεται ως υπερασπιστής των ντόπιων φυλών και της άγριας ζωής, αυτή η πλευρά της γνωστής ιστορίας είναι αναγκαστικά παρούσα.
Και εν μέσω Brexit, η διαμάχη Αγγλίας – Βελγίου στην ταινία (όπως αυτή εκπροσωπείται από τον Ταρζάν από τη μία και από τον Ρομ του Βαλτς από την άλλη σίγουρα θα προκαλέσει τους αναμενόμενους παραλληλισμούς, αλλά αυτό δεν αρκεί για να είναι ενδιαφέρουσα μια ταινία με υποτυπώδες σενάριο -αρκεί να δούμε το τέλος της ταινίας για να καταλάβουμε ότι ούτε οι σεναριογράφοι δεν ήξεραν καλά – καλά τι ήθελαν να κάνουν- και μηδαμινή ανάπτυξη χαρακτήρων.
Για παράδειγμα ο χαρακτήρας που ερμηνεύει ο Σάμιουελ Τζάκσον. Πέρα από την ανάγκη προσθήκης ενός αμερικανού χαρακτήρα για το αμερικάνικο κοινό, ο Τζορτζ Ουάσινγκτον Γουίλιαμς όπως είναι το όνομα του χαρακτήρα, μοιάζει να περιφέρεται και να αποτελεί το ένα από τα δύο μέρη ενός αμήχανου buddy movie.
Οι περισσότεροι ηθοποιοί, άλλωστε, μοιάζουν αμήχανοι στους ρόλους τους. Μάργκο Ρόμπι και Αλεξάντερ Σκάρσγκαρντ δεν δίνουν καλές ερμηνείες, αλλά δεν με ενόχλησαν καθώς από την αρχή γίνεται ξεκάθαρος ο ρόλος τους: είναι δύο μοντέλα που στόχο έχουν να προσφέρουν όμορφες εικόνες στον θεατή. Οποιαδήποτε άλλη απαίτηση υποκριτικής ίσως να ήταν άδικη.
Αλλά και τον Κρίστοφ Βαλτς, μπορεί να τον θεωρώ εξαιρετικό ηθοποιό, αλλά είναι κουραστικό πλέον να τον βλέπεις να τυποποιείται σε ρόλους κακών με αστείες γκριμάτσες. Του αξίζει κάτι καλύτερο.
Οι αναχρονιστικές συμπεριφορές κάνουν έντονη την εμφάνισή τους στην ταινία και ξενίζουν τον θεατή. Πρόκειται για προσπάθειες χιούμορ που δεν ταιριάζουν ιδιαίτερα στην περίοδο που παρακολουθούμε.
Πέρα από αυτά, πάντως, ιδιαίτερη αναφορά αξίζει να γίνει τόσο στη σκηνοθεσία του Ντέιβιντ Γέιτς (σκηνοθέτης των τελευταίων ταινιών Χάρι Πότερ, καθώς και του επερχόμενου «Φανταστικά Ζώα και Πού Βρίσκονται»), όσο και στα ψηφιακά εφέ. Από άποψη εικόνων ο «Θρύλος του Ταρζάν» είναι εντυπωσιακότατος. Υπέροχα τοπία, εξαιρετική χρήση της σύγχρονης τεχνολογίας (έμεινα με το στόμα ανοιχτό στη σκηνή με τους ελέφαντες, σκεπτόμενη πόσα θαυμαστά μάς επιφυλάσσει το σινεμά στο μέλλον), πολύ καλή φωτογραφία από τον Χένρι Μπράχαμ.
Τελικά να τη δω;
Οι εικόνες θα σας εντυπωσιάσουν, αλλά το υποτυπώδες σενάριο θα σας αφήσει μάλλον αδιάφορους.
Trivia: Ο πρωταγωνιστής Αλεξάντερ Σκάρσγκαρντ, γιος του γνωστού ηθοποιού Στέλαν Σκάρσγκαρντ, έχει πει ότι δέχθηκε να ερμηνεύσει τον ρόλο για να εντυπωσιάσει τον πατέρα του που είναι μεγάλος θαυμαστής του Ταρζάν και του Τζόνι Βαϊσμίλερ.