Ο Παρτιζάνος
Ο Γκρέγκορι, ηγείται μιας κλειστής κοινωνίας που έχει δημιουργήσει ο ίδιος από απροστάτευτες μητέρες και τα παιδιά τους, τα οποία έχουν μεγαλώσει από μωρά υπό την καθοδήγηση του Γκρέγκορι. Όταν μια νέα μητέρα φτάνει με το μωρό της ,αλλά και τον 11χρονο γιό της, Λίο, στην κοινότητα, τα πράγματα θα αλλάξουν. Ο Λίο με την ευαισθησία του αλλά και τις γνώσεις του, θα ταρακουνήσει τα πιστεύω του Αλεξάντερ, ενός συνομήλικου του μέλος της κοινότητας. Ο Αλεξάντερ, πλέον ,θα αρχίσει να αμφισβητεί τους κανόνες και σταδιακά να απορρίπτει την ηγεμονία του Γκρέγκορι.
Δημιουργώντας μια υποβλητική ατμόσφαιρα ο Άριελ Κλέιμαν, σκηνοθετεί την πρώτη του ταινία μεγάλου μήκους. Η πατριαρχική φιγούρα του Γκρέγκορι (Βενσάν Κασέλ) μοιάζει στα μάτια των προστατευόμενων του σαν θεός, που τους προστατεύει από τα δεινά του έξω κόσμου. Όλοι είναι ευτυχισμένοι, οι γυναίκες ερωτευμένες μαζί του και τα παιδιά τον θαυμάζουν, τον αγαπούν και τον υπακούν αδιαμαρτύρητα. Και εκείνος; Τους μαθαίνει τον τρόπο να αντιμετωπίσουν την πραγματικότητα, εκπαιδεύει τα παιδιά στην σκοποβολή, και στην κατά πρόσωπο δολοφονία. Δεν αρκείται όμως στην εκπαίδευση, παρά τα στέλνει και σε αποστολές εξόντωσης άγνωστων σ’ αυτά ανθρώπων, ενώ ο ίδιος βγάζει λεφτά από αυτό για να συντηρήσει την κοινωνία τους. Αν και ο κορμός του σεναρίου είναι εμπνευσμένος από τα παιδιά -δολοφόνους των καρτέλ της Κολομβίας, ο Κλέιμαν διατηρεί αποστάσεις από οποιαδήποτε τοποθέτηση του κόσμου του Γκρέγκορι σε πραγματικά γεγονότα. Η πόλη στην οποία κινούνται τα παιδιά για την εκπλήρωση των αποστολών τους, μοιάζει σε αποσύνθεση και οι κάτοικοι της μίζεροι και αηδιαστικοί, σαν να λέμε ευτυχώς που υπάρχει και το καταφύγιο του Γκρέγκορι!
Όμως, ένας μικρός υπήκοος, ο Αλεξάντερ (Τζέρεμι Τσάμπριελ )μοιάζει να ξυπνά από τον λήθαργο της επιρροής του Γκρέγκορι και να αντιλαμβάνεται το παράδοξο της στημένης αυτής κοινωνίας. Αναγνωρίζοντας στο πρόσωπο του ηγέτη, στοιχεία βίας και υποκρισίας, εναντιώνεται με όσα τον αναγκάζει να πράξει. Αρχίζει να σκέφτεται και να αξιολογεί με διαφορετικά κριτήρια από αυτά που τον έχουν μάθει να έχει.
Η δημιουργία μιας δυστοπικής κοινωνίας είναι κάτι που μπορεί να ιντριγκάρει έναν οποιοδήποτε άλλο θεατή, αλλά όχι εμάς εδώ στην Ελλάδα. Καθώς εδώ ο Λάνθιμος (και όσοι ακόμα ακολούθησαν ή προηγήθηκαν, απλά μένω στον πιο mainstream) μας έχει μυήσει στο weird cinema από πολύ νωρίς και έχει θέσει τα θεμέλια να απαιτούμε περισσότερα από το είδος. Ο Παρτιζάνος προσεγγίζει πολύ την φιλοσοφία του weird cinema, δείχνοντας καταστάσεις με δύο όψεις, μια ευτυχισμένη με ήρωες που νιώθουν ασφάλεια και ευγνωμοσύνη αποκομμένοι από οτιδήποτε που θα μπορούσε να τους καλλιεργήσει την προσωπική κρίση και μια εγκληματική, κόντρα στους τυπικούς ηθικούς κανόνες και δικαιολογημένη μέσα από την προσωπική ευημερία τους. Με εξαιρετικές ερμηνείες, κυρίως του μικρού Τζέρεμι Τσάμπριελ, και πλάνα που συνοδεύονται από υποβλητική μουσική επένδυση (όπως τα εμβόλιμα tracking in του μοναχικού αγάλματος της αυλής) καταφέρνει ο Παρτιζάνος να κρατηθεί σε ένα υψηλό επίπεδο τεχνικής ποιότητας, όμως εκεί που υστερεί είναι η επιφανειακή προσέγγιση γύρω από τα κίνητρα και τις συμπεριφορές των ηρώων. Και, δυστυχώς, αυτό είναι σοβαρό μειονέκτημα μιας τέτοιου τύπου ταινίας καθώς αυτό είναι το σημαντικότερο στοιχείο της.
Προτείνεται για λάτρεις του weird cinema, αλλά κρατήστε και μικρό καλάθι, ο Λάνθιμος το κάνει καλύτερα!
Ο Λανθιμος το εκανε καλυτερα, στον Κυνοδοντα. Οι Αλπεις δε βλεπονταν.