Τρεις Μέρες Διορία
Ο Ήθαν Ρένερ (Κέβιν Κόστνερ) είναι από τους αποδοτικότερους πράκτορες της CIA. Φέρνει πάντα εις πέρας τις αποστολές του και αφήνει βουνά πτωμάτων πίσω του. Όταν μαθαίνει ότι είναι άρρωστος και δεν του απομένουν παρά ελάχιστοι μήνες ζωής, αποφασίζει να επιστρέψει στο Παρίσι να συναντήσει την εν διαστάσει συζυγό του και την έφηβη κόρη τους και να ανοικοδομήσει τις σχέσεις τους. Μια ατελείωτη ανοιχτή εκκρεμότητα, όμως, φαίνεται πως ακολουθεί κι αυτή ξωπίσω του.
Ίσως από τις χειρότερες εναρκτήριες σκηνές που έχουμε δει τελευταία σε ταινία, κάντε όμως λίγο υπομονή. Αρχίζει μουδιασμένα, θυμίζοντας στην καλύτερη περίπτωση τηλεταινία. Γρήγορα όμως θα βρεί τους ρυθμούς της και θα ξεδιπλώσει μια χλιαρή feelgood περιπέτεια και παράλληλα ένα family movie με κωμικές προεκτάσεις, μια καλή πρόταση για συνοικιακό θερινό σινεμαδάκι και καλή παρέα.
Δεν χρειάζεται να είναι κανείς ειδήμων για να αντιληφθεί σχεδόν εξαρχής ότι το σενάριο ανήκει στον Λυκ Μπεσόν. Το ύφος και η γραφή παραπέμπει άμεσα στο στιλ του δημιουργού (Λεόν, Νικίτα) κάτι που ο McG προσπαθεί να προσεγγίσει και σκηνοθετικά. Μπαλατζάροντας άγαρμπα ανάμεσα στην περιπέτεια και την κωμωδία κουβαλά στοιχεία από το the Family (Malavida). Παρόλο που διαδραματίζεται στο Παρίσι, το αμερικανικό στοιχείο μπερδεύει το μείγμα, το οποίο θα απογείωνε η γαλλική φινέτσα, όπως συμβαίνει σε αρκετές γαλλικές κωμωδίες.
Υπάρχει και μια μικρή ένσταση ως προς την επιλογή του Κέβιν Κόστνερ. Γοητευτικός και συμπαθής, όπως πάντα, ο Κόστνερ αναλαμβάνει ξανά μεγάλο ρόλο στο πανί μετά από καιρό -την τελευταία φορά που τον είχαμε δει σε πρωταγωνιστικό ρόλο ήταν το 2007 στο Mr Brooks. Δυστυχώς, όμως, ενώ στην περιπέτεια τα πάει καλά, δυσκολεύεται να βγάλει αβίαστα το κωμικό μέρος του ρόλου. Θυμηθείτε όταν την παρακολουθείτε πόσο συχνά θα πείτε «εδώ ο Μπρους Γουίλις θα ταίριαζε γάντι». Πάντως η παρουσία του Κόστνερ αποτελεί μια ευχάριστη αλλαγή στους ρόλους πατέρα που έχει «κλείσει» ο Λιαμ Νίσον. Η εισαγωγή του Κέβιν προσφέρει την ευκαιρία για την προσθήκη της σκηνής που αυτοσαρκάζει την κλασική σκηνή του Bodyguard όπου κουβαλά σε αργή κίνηση στα χέρια του την κόρη του αυτή τη φορά αντί της αδικοχαμένης Γουίτνεϊ Χιούστον.
Μόνο σαν μια προσπάθεια να προστεθεί μια κωμική πινελιά μπορούμε να δικαιολογήσουμε την παράλογη παρουσία στην ταινία της Άμπερ Χέρντ, της κλέφτρας της καρδιάς του Τζόνι Ντεπ μετά το Rum Diaries. Η Χέρντ ξεκινά στην εισαγωγή ως ψυχρή πράκτορας «Σκάλι» αλλά όσο προχωρά η ταινία ξεδιπλώνει έναν διόλου απαραίτητο και άνευ λόγου αισθησιακό χαρακτήρα, της μυστηριώδους Βίβυ, που αλλάζει περούκες και κολ-γκέρλ ενδυμασίες τριγυρνώντας σαν τη μουρλή στους δρόμους του Παρισιού και σκορπώντας τον τρόμο οδηγώντας επικίνδυνα. Είναι ολίγον παράταιρη και αχρείαστη, δείχνοντας παράλληλα ότι θα μπορούσε πολύ άνετα να φέρει μόνη της εις πέρας την αποστολή του κουρασμένου και ταλαίπωρου παππού-Κόστνερ. Αντίθετα, μένει στο ρόλο της προϊσταμένης που επιβλέπει την επιχείρηση, σε έναν κωμικό ρόλο εξουσίας που θυμίζει Ελίζαμπεθ Χάρλεϊ και 7 Ευχές (Bedazzled).