Truman
Ο Χούλιαν (Ρικάρντο Νταρίν) είναι ένας αναγνωρισμένος Αργεντίνος ηθοποιός που ζει στην Ισπανία με κύρια παρέα του τον Τρούμαν, τον κανελί Μαστίφ σκύλο του. Τα τελευταία χρόνια πολεμά χωρίς αποτέλεσμα τον καρκίνο και πήρε πλέον την απόφαση να σταματήσει τη θεραπεία. Για να τον μεταπείσει καταφτάνει από τον Καναδά ο κολλητός του φίλος, Τομάς (Ξαβιέρ Κάμαρα), αμέσως μόλις τον ενημέρωσε η ξαδέρφο του Χουλιάν, Πάολα (Ντολόρες Φόνζι).
Είναι πραγματικά σπουδαίο το πόσα πολλά θα μπορούσε να διδαχτεί το ελληνικό σινεμά από τα ξαδερφάκια του, το ισπανικό και το αργεντίνικο. Δυο σχολές που τόσο θεματολογικά, όσο και σε ιδιοσυγκρασία είναι πολύ κοντά μας, όπως εξάλλου και οι ίδιοι οι λαοί, σε ταμπεραμέντο και κοινωνικοπολιτικές συνθήκες. Εδώ όμως, με αυτή την ταινία μοιάζουν να κάνουν «μάθημα» και στο Χόλιγουντ, που τα τελευταία χρόνια μας έχει εξαντλήσει με ταινίες αναφορικά με τον καρκίνο, τον οποίο έχουν προσεγγίσει σχεδόν από κάθε δυνατή πλευρά. Το εύλογο ερώτημα, λοιπόν, είναι τι παραπάνω έρχεται να προσδώσει το Τρούμαν. Η απάντηση είναι: το τρίπτυχο ανθρωπιά-σενάριο-ερμηνείες.
O σκηνοθέτης Σεσκ Γκάγκ, που συνυπογράφει το σενάριο με τον Τομάς Αραγκάγκ σεβάστηκαν το θέμα τους, μελετώντας πολύ τους χαρακτήρες και τη ροή της ιστορίας, ώστε να αποφύγουν το υπερβολικό μελό, αλλά να πλάσουν μια ιστορία διδακτική για τους χαρακτήρες τους, όπως είναι για όλους όλες οι εμπειρίες της ζωής μας. Σίγουρα, παρά τα όποια κωμικά στοιχεία, το θέμα της ταινίας είναι δραματικό και οι καταστάσεις που περιγράφουν ψυχοπλακωτικές για το θεατή, λιγότερο ή περισσότερο -αναλόγως, όμως το Τρούμαν έχει ενδιαφέροντες χαρακτήρες που τραβούν πάνω τους την προσοχή περισσότερο από το ίδιο το πρόβλημα που αντιμετωπίζουν. Έτσι, δε χρειάζεται να εκβιάσει το συναίσθημα ή να «βασανίσει» το θεατή με τα συνηθισμένα συγκινησιακά εργαλεία, κοντινά πλάνα στο δάκρυ που κυλά υπό τους ήχους λυπητερών βιολιών.
Αντίθετα, εδώ αποτυπώνεται το μεγαλείο της αντρικής φιλίας, διότι η δύναμη της μετράται στα δύσκολα και όχι στις εύκολες καταστάσεις. Οι δυο έμπειροι ηθοποιοί δίνουν υπέροχα αυτή τη σχέση δυο φίλων, που υπήρξαν συγκάτοικοι από τα εφηβικά τους χρόνια, αργότερα τα έφερε έτσι η ζωή και χάθηκαν, ο ένας έκανε οικογένεια στη Μαδρίτη και ο άλλος κατέληξε στον Καναδά. Όταν όμως ξαναβρίσκονται γίνεται πασιφανές ότι αυτοί οι δυο είναι αχώριστοι φίλοι, όταν μιλάνε και όταν δεν μιλάνε, στο χιούμορ και τα πειράγματα, στα βλέμματα. Θα έλεγε κανείς ότι ακόμα και στη δύσκολη αυτή συνθήκη που τους έφερε κοντά ότι και οι δυο τους καταβάθος το διασκεδάζουν που ξανασυναντιούνται και το περνάνε μαζί, με ένα μαύρο χιούμορ όμως εντελώς ανθρώπινο και τρυφερό.
Παράλληλα, εξετάζονται και σημαντικά παράπλευρα στοιχεία, όπως η αγάπη του ιδιοκτήτη προς το σκύλο του. Αν και τελικά η σχέση των δυο αντρών κλέβει το χρόνο και το ενδιαφέρον από τον σκύλο, γεγονός που ίσως απογοητεύσει τους φιλόζωους που επηρεασμένοι από τον τίτλο θα περίμεναν περισσότερο χρόνο συμμετοχής στον Τρούμαν, όμως στο τέλος δίνει μια ωραία σεναριακή τροπή που θα το δικαιολογήσει. Ενώ οι άνθρωποι είναι ικανότεροι να ανταπεξέλουν, ο σκύλος είναι πλήρως εξαρτημένος από το αφεντικό του. Από τη δυσκολία του Χούλιαν να αποχωριστεί τον Τρούμαν βλέπουμε πως για αυτόν τον άνθρωπο είναι τελικά περισσότερο εύκολο να αποχαιρετίσει την οικογένεια του, από το κατοικίδιο του.
Από την άλλη, η ταινία πιάνει ένα λεπτό σημείο που οι περισσότερες αντίστοιχες ταινίες δεν το αγγίζουν ή δε το αποτυπώνουν σωστά, δηλαδή το πόσο βαριά είναι η πετριά για τα γύρω πρόσωπα του ασθενή. Πολλές φορές, η κατάσταση είναι πιο εξοντωτική για τους ίδιους, παρά για τον άνθρωπο τους που αντιμετωπίζει το πρόβλημα. Αντίστοιχα, το πως αντιμετωπίζουν τον ασθενή οι τρίτοι γύρω του, με τα δυο ξεχωριστά περιστατικά γνωστών του που ο Χούλιο συναντά σε εστιατόρια, που εμπίπτουν στο διδακτικό μέρος για τον ίδιο.
Το Τρούμαν αποτελεί ένα αξιοπρεπέστατο δράμα, δοσμένο με ανθρωπιά και ζεστές ερμηνείες. Αν κάτι το κρατά λίγο κάτω είναι η σχετικά αργή αφήγηση του, διαθέτει όμως τον καλύτερο Αργεντίνο ηθοποιό Ρικάρντο Νταρίν («Το Μυστικό στα Μάτια τους», «Η Αγελάδα που έπεσε από τον Ουρανό», «ΧΧΥ»), τον εξίσου δυνατό ερμηνευτικά Ισπανό Ξαβιέρ Κάμαρα (αξέχαστος πρωταγωνιστής του Αλμοδοβάρ στο «Μίλα της») και την Ντολόρες Φόνζι (πρωταγωνίστρια της εκρηκτικής «Paulina», μιας από τις ταινίες που με είχε συναρπάσει στο περσινό BFI London Film Festival και που δυστυχώς τελικά δεν είδαμε στις ελληνικές κινηματογραφικές αίθουσες).