ΚΡΙΤΙΚΕΣΣινεμά

Wild Duck

Μια κοινωνική καταγγελία

Κουβαλώντας τόσα αληθινά στοιχεία και γεγονότα που θα μπορούσαν να το μετονομάσουν σε δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ, το φιλμ αφηγείται τα τρομερά εγκλήματα που γίνονται στα πλαίσια της πιο ‘πολιτισμένης’ ζωής στις πόλεις. Ένας νεαρός μηχανικός τηλεπικοινωνιών μη μπορώντας να αντιμετωπίσει την κρίση χρεοκοπεί και στρέφεται στο παλιό του αφεντικό και τον φίλο του, παρόλο που είχε υποσχεθεί στον εαυτό του να μη το ξανακάνει και να αποφύγει την ακτινοβολία. Ψάχνοντας μια περίπτωση υποκλοπών ανακαλύπτουν μια παράνομη κεραία εντός διαμερίσματος. Αυτό που θα τραβήξει όμως την προσοχή του πρωταγωνιστή είναι η κυρία που μένει στον από πάνω όροφο και πάσχει -πλέον- από καρκίνο.

Η τρυφερή ταινία διασκεδάζει με την ιδέα της υποκλοπής. Ο κεντρικός ήρωας προσπαθώντας να διαλευκάνει την υποκλοπή στο δίκτυο θα υποπέσει κι ο ίδιος στον πειρασμό να υποκλέψει την κυρία του πάνω ορόφου, ακούγοντας τα προσωπικά της τηλεφωνήματα με την κόρη της. Θυμίζοντας το πολύ ωραίο ‘Οι ζωές των Άλλων’ ο χαρακτήρας θα νιώσει οίκτο ως και οργή για την κατάσταση της, θα δεθεί μαζί της και στο πρόσωπό της θα θελήσει να πολεμήσει την αδικία τόσο σε αυτή όπως και στη δικιά του κατάσταση.

Σε όλη την ταινία θα ακούμε συχνά τον ήχο των ραδιοκυμάτων. Όλοι μας πλέον χρησιμοποιούμε κινητά λες και γεννηθήκαμε μαζί τους  και σχεδόν ποτέ δεν έχουμε αντιληφθεί τον κίνδυνο που εμπερικλείουν. Ίσως πάλι τον γνωρίζουμε και απλά αδιαφορούμε. Ο σκηνοθέτης πολύ ωραία μας το τονίζει, αλλά και μας αντιπαραβάλει τον αόρατο κίνδυνο με το μηχανάκι μέτρησης που έχει ο νεαρός. Από την άλλη θα παρουσιάσει πανέμορφα παρένθετα πλάνα φύσης, άλλη μια ισχυρή αντιπαραβολή με τη ζωή της πόλης. Πραγματικά  εξαιρετική η φωτογραφία στην εξοχή, έρχεται σε αντιπαραβολή με τη σειρά της με τα πιο μουντά λοιπά πλάνα. Ενδιαφέρον έχει η φιλική συμμετοχή του πατέρα του πρωταγωνιστή, Ηλία Λογοθέτη, σαν εκφραστή του κατεστημένου, διευθυντή της εταιρείας. Οι δυο τους (στην πραγματικότητα πατέρας και γιος) θα έχουν έναν πολύ ωραίο διάλογο σε ένα παγκάκι.

Ο σκηνοθέτης μιλώντας στο πρόσφατο Πανόραμα Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου είπε ότι πραγματικά με την ταινία έκανε ένα όνειρο του πραγματικότητα, μιας που το πρώτο δεκάλεπτο της ταινίας (μέχρι το σημείο που ο Αλέξανδρος Λογοθέτης συναντά τον Πυρπασόπουλο) αποτελεί ένα όνειρο που είδε ο ίδιος. Μίλησε για την έρευνα που έκαναν, τόσο για τις υποκλοπές όσο και για τις παράνομες κεραίες και τις επιπτώσεις που είχαν (και δυστυχώς έχουν ακόμα) στην υγεία αρκετών πολιτών και πόσων άλλων που τυχόν αρρώστησαν ή και πέθαναν χωρίς να το γνωρίζουν από κεραίες κρυμμένες ή ‘μεταμφιεσμένες’.

Γενικά η ταινία έχει μερικά πολύ ωραία στημένα πλάνα και μια υφή δικιά της, που την κάνει να ξεχωρίζει. O Αλέξανδρος Λογοθέτης έχει ένα βαθύ βλέμμα που θυμίζει Κέβιν Σπέισι, αν και θα τον ήθελα λίγο περισσότερο εκφραστικό. Διατηρώ μια μικρή ένσταση για το συναίσθημα και τη μουσική, που γενικά έχει πάρει καλά σχόλια. Όταν μια ταινία έχει βαρύ θέμα από μόνη της ίσως μερικές φορές είναι καλύτερο να την κάνουμε πιο ανάλαφρη ώστε να βοηθήσουμε το συγκινησιακό στοιχείο να έρθει στην επιφάνεια μέσω της αντίθεσης. Όχι ότι η ταινία γίνεται ψυχοπλακωτική, αλλά θα μπορούσε να κάνει τον θεατή να καρφωθεί πάνω της και να την κάνει περισσότερο ‘δικιά’ του. Στο κάτω-κάτω είναι από το θέμα της και μόνο μια κοινωνική καταγγελία και αυτό από μόνο του έχει τη δυναμική του.

Aς ρίξουμε μια ματιά στο και τι μας μετέφερε ο Τάιλερ από τους cinepivates που είδε την ταινία στο φετινό Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.

Η δεύτερη ελληνική ταινία που συμμετέχει στο διεθνές διαγωνιστικό τμήμα αφηγείται την ιστορία ενός άνδρα που καλείται να ερευνήσει μία υπόθεση υποκλοπών. Σύντομα ανακαλύπτει ένα μεγάλο μυστικό και αρχίζει και ο ίδιος να παρακολουθεί την Παναγιώτα, μία από τις γυναίκες που ζουν στην πολυκατοικία και πάσχει από καρκίνο. Αυτό που εκτίμησα ιδιαίτερα στην ταινία του Γιάννη Σακαρίδη είναι ότι παρ’ όλο που πρόκειται για μία ταινία με σασπένς, δεν εξαντλείται σε αυτό. Δεν γίνεται δηλαδή μια περιπέτεια, αλλά διατηρεί τον προσωπικό της τόνο και χαρακτήρα. Πρόκειται κυρίως για μία σχέση διαπροσωπική: εκείνη της Παναγιώτας (Θέμις Μπαζάκα) με τον Δημήτρη (Αλέξανδρος Λογοθέτης). Μου άρεσε η επιλογή των ηθοποιών, μου άρεσε το γεγονός ότι δεν ακολουθεί τις πεπατημένες όσον αφορά το είδος της σχέσης που αναπτύσσεται μεταξύ τους. Βρήκα πολύ ευαίσθητη την ερμηνεία του Λογοθέτη, ενώ μόνο καλά λόγια έχω να πω και για τον Γιώργο Πυρπασόπουλο -ο οποίος μοίαζει και μεγαλύτερος ηλικιακά σε αυτή την ταινία. Οφείλω να ομολογήσω ότι υπήρχαν στιγμές που έπιασα τον εαυτό μου να αφαιρείται και να σκέφτεται το πρακτικό κομμάτι: γίνεται αυτό; μπορεί να γίνει έτσι η παρακολούθηση; έτσι κλείνει μια κεραία; έτσι μοιάζει; Τις απαντήσεις δεν τις έχω, αλλά κάπως δυσκολεύεται ο θεατής να μπει στο κλίμα της ιστορίας εάν αρχίσει και αναρωτιέται τι έρευνα έχει κάνει ο σκηνοθέτης για το θέμα. Επίσης, αν και διαθέτει υπέροχα πλάνα της ελληνικής υπαίθρου, θεωρώ ότι ο Γ.Σακαρίδης το παράκανε. Πιθανότατα ήθελε να δηλώσει τη μοναξιά του ήρωα, ή να αντιδιαστείλλει τις δυσκολίες της τεχνολογίας με την ομορφιά της φύσης, αλλά και αυτή η χρήση τους ήταν υπερβολική. Διαφωνώ, επίσης, με το τέλος, το οποίο βρήκα μάλλον αφελές. Σε γενικές γραμμές, όμως, η ταινία είχε μια θλιμμένη ποιητικότητα.

Τάιλερ

Αντώνης Γκούμας

Θα μπορούσε να ζήσει εξίσου ευχάριστα στη Μέση Γη όσο στη Metropolis, από τα πιο ρεαλιστικά πλάνα στα πιο σουρεαλιστικά συννεφάκια. Μπαίνοντας στις αίθουσες παθιάζεται αμετανόητα κάθε φορά που σβήνουν τα φώτα. Στα Φεστιβάλ που καλύπτει αντί για τις πολυαναμενόμενες ταινίες προτιμά να ανακαλύπτει άγνωστα μικρά διαμαντάκια που ίσως να μην δούμε ποτέ στις ελληνικές αίθουσες. Συνήθως καλοπροαίρετος, προσέξτε, όμως, όταν κραδαίνει το «τσεκούρι» του.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *