Ένας Άλλος Κόσμος (Worlds Apart)
Τρεις ιστορίες για τον έρωτα στην Αθήνα της -οικονομικής και ηθικής- κρίσης. Μία Ελληνίδα φοιτήτρια ερωτεύεται Σύρο πρόσφυγα που της σώζει τη ζωή. Στέλεχος επιχείρησης που αναζητά την εξυγίανση ερωτεύεται μία βορειοευρωπαία που έχει έρθει στην Ελλάδα, ενώ μία μεγαλύτερης ηλικίας νοικοκυρά συναντά κάθε εβδομάδα στο σουπερμάρκετ έναν Γερμανό ιστορικό που της μιλά για τη φιλοσοφία και για τον έρωτα.
Πριν από δύο χρόνια ο Χριστόφορος Παπακαλιάτης έσπασε ταμεία με το Αν. Και μπορεί σε αρκετούς να μην άρεσε, αλλά σαν κομεντί περνούσες μια χαρά για δύο ώρες μέσα σε σκοτεινή αίθουσα.
Αυτή τη φορά, ο σκηνοθέτης-σεναριογράφος-ηθοποιός επιστρέφει με κάτι φαινομενικά πιο δύσκολο. Προσπαθεί να μιλήσει για τον έρωτα, αλλά στο βάθος του καταλήγει να μιλά για την κρίση και την ηθική κατάπτωση που αυτή προκαλεί.
Ο θεατής παρακολουθεί τις τρεις ιστορίες σε σειρά. Ο Χριστόφορος Παπακαλιάτης χρησιμοποιεί μικρά κόλπα (όπως την ημέρα του Επιταφείου), προκειμένου να τις συντονίσει χρονικά, μέχρι να φτάσει στο τέλος να τις συνδέσει -όπως θα περίμενε κανείς ότι θα συμβεί.
Ο Χριστόφορος Παπακαλιάτης δείχνει ότι θέλει να πει σημαντικά πράγματα. Και αυτό σίγουρα είναι καλύτερο από το να μην έχεις να πεις τίποτα. Παρ′ όλα αυτά, η προσέγγισή του είναι μάλλον επιφανειακή. Φαίνεται να ρίχνει μία εξωτερική ματιά σε όσα συμβαίνουν στη χώρα, σαν κάποιος να έχει διαβάσει και να έχει ενδιαφερθεί για το τι συμβαίνει εδώ και να θέλει να το αφηγηθεί με εικόνες, αλλά χωρίς ουσιαστικά να πιάνει τον παλμό και το συναίσθημα. Δεν βοηθούν και οι ατάκες-τσιτάτα που εκτοξεύουν στο μεγαλύτερο μέρος οι πρωταγωνιστές της ταινίας.
Αλλά τι εικόνες είναι αυτές. Ο Παπακαλιάτης αποδεικνύει ότι είναι πολύ καλός σκηνοθέτης και σίγουρα πολύ καλύτερος από ότι σεναριογράφος -όπως έγινε γνωστός- ή ηθοποιός. Οι εικόνες του δεν είναι καθόλου τηλεοπτικές (όπως δεν ήταν και στο Αν): ο σκηνοθέτης έχει τη δυνατότητα να παρουσιάζει μία άλλη Ελλάδα, μια Ελλάδα σε στιγμές larger than life, σαν όνειρο σινεμασκόπ. Όταν ανοίγει το παράθυρο και ακούει τη ρετρό μουσική από τα στενά της Πλάκας έχοντας απέναντί του ένα θερινό σινεμαδάκι. Είναι μια Ελλάδα που μόνο να τη φανταστούμε μπορούμε.
Οι τρεις ιστορίες έχουν διαφορετικό ύφος. Η πρώτη είναι ρομαντική και τρυφερή, λίγο πιο σκοτεινή και φοβισμένη. Η δεύτερη είναι κλασικός Παπακαλιάτης, κοντά στο ύφος του Αν. Ως σεναριογράφος αποδεικνύεται περισσότερο συγκρατημένος σε αυτή τη δεύτερη ταινία. Αν και παντρεμένος, για παράδειγμα, η παρουσία της γυναίκας του δεν απασχολεί τον θεατή, καθώς το βλέμμα του δεν τη συναντά ποτέ ξεκάθαρα.
Πιο δυνατή, πιο τρυφερή, ιδιαίτερη η τρίτη ιστορία. Το γεγονός ότι επικεντρώνεται μονάχα σε έναν χώρο τη βοηθά σεναριακά, ενώ διαθέτει και δύο εξαιρετικούς ηθοποιούς. Ο Τζ.Κ.Σίμονς είναι απλά υπέροχος, γλυκύτατος και σε έναν ρόλο πολύ διαφορετικό από εκείνον που του χάρισε το Όσκαρ (καταλαβαίνεις γιατί ήθελε να τον ερμηνεύσει). Ισάξια στέκεται δίπλα του η Μαρία Καβογιάννη, έχοντας φυσικά τις κωμικές στιγμές που περιμένει κανείς, αλλά κρατώντας και πιο δραματικές ισορροπίες. Λίγο αργότερα, σε μία άλλη σκηνή, η Μαρία Καβογιάννη ξεσπά και είναι συγκλονιστική. Αξίζει ένα βραβείο ερμηνείας στα βραβεία της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου.
Εξαιρετικός και ο πρόσφατα εκλειπών Μηνάς Χατζησάββας, μεταφέροντας σε όλο του το σώμα τη φρίκη του ρατσισμού και της ακροδεξιάς ιδεολογίας.
Ο Ένας Άλλος Κόσμος με προβλημάτισε αρκετά. Από τη μία, με ενόχλησε η κάπως απλουστευμένη λογική του, από την άλλη είναι μία ταινία που στόχος της είναι να συναντήσει το ευρύ κοινό. Υπό αυτή την άποψη, το μήνυμα «να αγαπιόμαστε και να μην είμαστε ρατσιστές» δεν μοιάζει αμελητέο.
Υπάρχουν, όμως, και σκηνές που σε εκπλήσσουν. Ανθρωποι που απολύονται εναλλάσσονται μονταζιακά με σκηνή από το Μετρόπολις του Φριτς Λανγκ, σκηνές από «στρατιωτάκια» που εργάζονται ακατάπαυστα χωρίς αντιρρήσεις. Δεν είναι μια επιλογή που περιμένεις να δεις σε ταινία του Παπακαλιάτη.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα της ταινίας είναι η διαφορά ύφους ανάμεσα στις τρεις ιστορίες. Το αποτέλεσμα είναι η σύνδεση των τριών ιστοριών να μοιάζει βίαιη και εξαναγκαστική. Και τελικά, η ταινία μοιάζει να μην διαθέτει την απαραίτητη συνοχή.
Τελικά να τη δω;
Ενδιαφέρουσες ιδέες, αλλά αρκετά απλοϊκή αντιμετώπιση. Την αναδεικνύουν κάποιες από τις ερμηνείες, κυρίως εκείνες των Τζ.Κ.Σίμονς, Μαρία Καβογιάννη και Μηνά Χατζησάββα.
Fun trivia: Ανάμεσα στα άλλα μέρη που πραγματοποιήθηκαν γυρίσματα, ήταν και η παραλία της Βοϊδοκοιλιάς.