ΚΡΙΤΙΚΕΣΣινεμά

Xenia

three-half-popcorn

xenia001

Ο Ντάνι (Κώστας Νικούλι) μένει στην Κρήτη. Μετά τον θάνατο της μητέρας του, αποφασίζει να πάει στην Αθήνα και να συναντήσει τον αδελφό του, τον Όντι –ο οποίος θέλει να τον φωνάζουν Οδυσσέα (Νίκος Γκέλια) για να μη θυμίζει την αλβανική του καταγωγή. Του λέει ότι ο βιολογικός τους πατέρας ζει στη Θεσσαλονίκη και τον πιέζει να ταξιδέψουν μέχρι εκεί για να τον βρουν και να του ζητήσουν χρήματα.

Το ταξίδι τους θα γίνει μια μικρή Οδύσσεια, στη διάρκεια της οποίας οι δύο ήρωες καλούνται να αντιμετωπίσουν φαντασιώσεις, όνειρα και φόβους. Και μαζί τη σκληρή ελληνική πραγματικότητα: αυτή που θέλει τους φασίστες να επιτίθενται σε μετανάστες, αυτή που θέλει έναν μετανάστη χωρίς χαρτιά να είναι απελάσιμος ακόμα και αν έχει γεννηθεί στην Ελλάδα, την Ελλάδα της βίας, του ρατσισμού και της μισαλλοδοξίας. Αλλά και την Ελλάδα της διαφορετικότητας.

Ο σκηνοθέτης μένει πιστός στο σινεμά που φτιάχνει: ένα γλυκόπικρο και χρωματιστό medley της ανθρώπινης ύπαρξης, ένα κινηματογραφικό σύμπαν όπου δεν λείπει το κοινωνικό σχόλιο, αλλά και οι ενδιαφέρουσες ιστορίες και χαρακτήρες.

Γιατί αν ο Κούτρας έχει κάτι που τον ξεχωρίζει σαν δημιουργό, αυτό είναι ο τρυφερός τρόπος με τον οποίο προσεγγίζει τους ήρωές του –σαν σπάνιο είδος μιας εύθραυστης πεταλούδας. Εκεί που άλλοι προτάσσουν την αρρώστια, ο Κούτρας προτάσσει την αγάπη, ένα γλειφιτζούρι που χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει την παιδικότητα και όχι με τρόπο προκλητικό), ένα κουνέλι και την… Πάτι
Πράβο.

Υπάρχουν μερικές υπέροχες σκηνές στην ταινία του Κούτρα. Εκείνη με το γιγάντιο κουνέλι για παράδειγμα ή η σκηνή που αδελφός τραγουδάει στην ταράτσα του σπιτιού ή η νυχτερινή σκηνή στο ποτάμι, εξαιρετικά φωτογραφημένη από τον Ελέν Λουβάρ (φωτογράφος του ντοκιμαντέρ Pina) και τον Σίμο Σαρκετζή και με υπέροχη μουσική (Delaney Blue).

Αν υπάρχει μια μεγάλη δύναμη στην ταινία, αυτή είναι η σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στα δυο αδέλφια. Άλλοτε τρυφερή, άλλοτε σκληρή, προβληματική αλλά και δυνατή, μια πραγματική σχέση που δυναμώνει από τον κοινό τους σκοπό. Ναι, η ταινία έχει μάλλον μεγάλη διάρκεια για το θέμα της και ναι δεν είναι μια ιστορία τόσο πρωτότυπη, αλλά αυτό που την κάνει πρωτότυπη είναι η δυναμική της σχέσης του Ντάνι με τον Όντι και ο τρόπος κινηματογράφησης της από τον Κούτρα (με σκηνές σουρεαλιστικές να παρεμβάλλονται στις ρεαλιστικές σκηνές). Οι ερμηνείες έχουν τις στιγμές τους. Μερικές φορές αμήχανες, άλλες συγκινητικές, ενίοτε άνισες, σίγουρα, όμως, όχι κακές.

Αν και πολλοί βλέπουν στοιχεία αλμοδοβαρικά –και αυτά υπάρχουν σίγουρα- ο σκηνοθέτης καταφέρνει να τα κάνει δικά του, να τα εντάξει στο σύμπαν του, αλλά να τα δει με τη δική του ματιά. Όσο σπουδαίος σκηνοθέτης και αν είναι ο Αλμοδοβάρ, ποτέ δεν μίλησε με τέτοιο τρόπο για θέματα όπως ο ρατσισμός, το γεγονός ότι τελικά όλοι μας (Έλληνες, ακροδεξιοί, Αλβανοί, ομοφυλόφιλοι και ετεροφυλόφιλοι), πάντα θα βρίσκουμε κάτι να μας χωρίζει, γιατί έτσι είναι πλασμένη η ανθρώπινη ύπαρξη. Αλλά θα υπάρχει και κάτι που να μας ενώνει. Είτε είναι ένα μικρό κουνέλι, είτε η Πάτι Πράβο.

Τελικά να τη δω;

Το ελληνικό σινεμά προχωράει και αν θέλετε να το παρακολουθήσετε τότε πρέπει σίγουρα να δείτε αυτή την ταινία.

Αγγελική Στελλάκη

Η πρώτη ταινία που είδε σε κινηματογραφική αίθουσα ήταν το Χορεύοντας με τους Λύκους. Κατά τη διάρκεια του οποίου διάβαζε Μίκι Μάους, σπάζοντας τα νεύρα όλων. Σε σινεφίλ μονοπάτια οδηγήθηκε όταν, κατά τη διάρκεια μοναχικών κινηματογραφικών βραδινών περιπλανήσεων, διαπίστωσε ότι νοιώθει μια παράξενη ευτυχία, κάθε φορά που τα φώτα χαμηλώνουν, ο ήχος του προτζέκτορα πλημμυρίζει το χώρο και μυρωδιά ποπ κορν ξεχύνεται στην αίθουσα.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *