Θεώρημα Μηδέν: Η τάξη του χάους
Σε ένα μελλοντικό Λονδίνο όπου οι πολίτες ντύνονται παρδαλά και σκέφτονται όλο και λιγότερο, όπου ο Μπάτμαν ο λυτρωτής έχει τη δική του εκκλησία και όπου ο κόσμος μπορεί να είναι ταυτόχρονα λογικός και χαοτικός, ο Κόεν Λεθ, ένας μοναχικός και ανασφαλής άνδρας, παλεύει να διατηρήσει την ψυχική του υγεία, ενώ περιμένει ένα κρίσιμο τηλεφώνημα που θα λύσει το νόημα της ύπαρξής του.
Για να καλύψει τον χρόνο του θα κληθεί να λύσει ένα πρόβλημα, το λεγόμενο θεώρημα μηδέν, ενώ θα έρθει σε επαφή με έναν έφηβο και μία όμορφη ερωτική συνοδό.
Εκ πρώτης όψεως, φαίνεται ότι ο σκηνοθέτης Τέρι Γκίλιαμ πραγματοποιεί ένα εντυπωσιακό οπτικό ταξίδι χωρίς προορισμό. Στην πραγματικότητα, κάνει αυτό που ξέρει να κάνει καλά: έναν σουρεαλιστικό εφιάλτη που θυμίζει γιγαντιαίο γλειφιτζούρι, μόνο που αντί για ζάχαρη περιέχει μπόλικη δόση παράλογου, χρώμα και πικρή ειρωνεία.
Διαθέτει, βέβαια, και μπόλικες αδυναμίες. Μία φαινομενικά απλοϊκή ιστορία, η οποία στα χέρια του Γκίλιαμ μετατρέπεται σε εικαστικό παραλήρημα –και όχι με την κακή έννοια.
Διαθέτει, όμως, και εννοιακό βάθος. Ο πιο έντονος εξ αυτών είναι ο τόπος κατοικίας του Κοέν Λεθ: μία εκκλησία μετατρέπεται σε σπίτι, γεγονός που περιέχει περισσότερους από έναν συμβολισμούς. Ο ήρωας αναζητά τη γαλήνη, περιμένοντας ένα τηλεφώνημα (μια κλήση αν θέλετε) από μια ανώτερη «δύναμη», η οποία θα του αποκαλύψει το σκοπό της ζωής του. Η φωνή που περιγράφει ο Λεθ είναι η φωνή που θα περίμενε κανείς από μια ανώτερη και θεϊκή δύναμη, γεμάτη ζεστασιά και σκοπό.
Οι συμβολισμοί δεν σταματούν εκεί. Ο Γκίλιαμ περιγράφει μια κοινωνία όπου η θρησκεία πεθαίνει: ναοί αδειάζουν, οι άνθρωποι λατρεύουν τον Μπάτμαν τον λυτρωτή και τα αγάλματα πέφτουν και γίνονται θρύψαλα όταν γίνεται φανερό στους ήρωες ότι ένας Θεός δεν μπορεί να τους σώσει.
Το βασικό θέμα της ταινίας, όμως, είναι η διαχείριση της τάξης και του χάους. Είσαι ολοκληρωμένος όταν ακολουθείς την απόλυτη τάξη ή όταν αγκαλιάζει το χάος; Η απάντηση που δίνει ο Γκίλιαμ στο τέλος έχει ενδιαφέρον, ειδικά εάν προσέξει κανείς την άποψη που έχει προηγηθεί από τον ισχυρό άνδρα της εταιρείας στην οποία εργάζεται ο Λεθ.
Μπορεί ο Γκίλιαμ να έχει ξανακάνει παρόμοιας θεματικής ταινίες (Μπραζίλ, 12 Πίθηκοι, Tideland) και να τις έχει κάνει πολύ καλύτερα, ωστόσο, η σκηνοθετική δεινότητά του δίνουν στην ταινία ενδιαφέρον, παρά τις σεναριακές ευκολίες.
Σε επίπεδο ερμηνειών, ο Κρίστοφ Βαλτς είναι εξαιρετικός. Ένας ανασφαλής Γούντι Άλεν του μέλλοντος που δεν ξέρει πώς να χειριστεί τις ανθρώπινες σχέσεις, βρίσκεται στο χείλος της ψυχολογικής κατάρρευσης.
Εκεί θα τον βρουν μια πόρνη και ένας έφηβος. Η Μελανί Τιερί και ο Λούκας Χέτζις δίνουν και οι δύο πολύ καλές ερμηνείες. Η πρώτη ως ερωτικό ξύπνημα για τον Κένεθ, ο δεύτερος ως καταλύτης για την ανάπτυξη πραγματικών συναισθηματικών σχέσεων.
Το πρόβλημα έγκειται στις σεναριακές τρύπες που προαναφέραμε. Το τέλος είναι μπερδεμένο (όχι και ο συμβολισμός του, όμως), ενώ όσα αναμένεται να προκαλέσουν περισσότερα ερωτηματικά στον θεατή περνούν από την οθόνη μάλλον βιαστικά.
Το μεγάλο ατόπημα της ταινίας ακούει στο όνομα Ματ Ντέιμον. Όχι τόσο από ερμηνεία, όσο από άποψη χαρακτήρα, η Διοίκηση του Ντέιμον φαίνεται να μην κάνει τίποτε διαθέτει εκκεντρικό ντύσιμο και ψευδοφιλοσοφικό ύφος, αλλά η ουσία είναι ότι όταν ανοίγει το στόμα του, ελάχιστοι καταλαβαίνουμε τι θέλει να πει.
Τελικά να τη δω;
Μπερδεμένο και χωρίς σαφή προσανατολισμό, θα ξενίσει αρκετούς θεατές. Αν όμως σας αρέσει η ιδιότροπη ματιά του Τέρι Γκίλιαμ, τότε θα σας γοητεύσει και ας μην καλοκαταλάβετε το πώς και το γιατί της υπόθεσης. Αν, πάλι, δεν είστε θα απολαύσετε κοστούμια, σκηνικά, ερμηνείες και θα αδιαφορήσετε για όλα τα υπόλοιπα.