ΚΡΙΤΙΚΕΣΣινε-προτάσειςΣινεμά

Μαρία Μαγδαληνή (Mary Magdalene)

magdalene0001

2popcorn

Ρεαλιστικό και φεμινιστικό θρησκευτικό έπος από έναν πολλά υποσχόμενο σκηνοθέτη, το οποίο, όμως, δεν καταφέρνει να ξεφύγει από τα αναμενόμενα.

Αν περιμένετε  μια πραγματικά ανατρεπτική θρησκευτική ταινία, μια ταινία που θα μπορούσε να προκαλέσει την μήνιν της Εκκλησίας, μια ταινία που στέκεται -ή ακόμα και κλείνει το μάτι- σε θεωρίες όπως ότι η Μαρία Μαγδαληνή υπήρξε σύζυγος του Ιησού, τότε αυτή την ταινία δεν θα τη βρείτε εδώ. Ο Γκαρθ Έντουαρτς (Lion) αναλαμβάνει να αφηγηθεί την ιστορία των Παθών μέσα από τη ματιά της Μαρίας της Μαγδαληνής. Και η έμφαση πρέπει να δοθεί στο πρώτο σημείο: Η Μαρία η Μαγδαληνή δεν είναι επί της ουσίας μία ταινία για την μαθήτρια του Ιησού (σύμφωνα με τις Γραφές), αλλά για τον ίδιο τον Χριστό, όπως αυτός φαίνεται στα μάτια της Μαρίας. Ο Έντουαρτς δουλεύει πάνω σε ένα σενάριο των Έλεν Έντμουντσον και Φιλίπα Γκόσλετ, παρουσιάζοντας την Μαρία Μαγδαληνή ως ένα πρόσωπο όχι αμαρτωλό που μετανόησε, αλλά ως… παρεξηγημένο.

Mary-Magdalene-02

Σίγουρα το πρώτο μέρος της ταινίας που δείχνει την Μαρία Μαγδαληνή (Ρούνι Μάρα) σε μία κρίση ταυτότητας και προσωπικής πίστης είναι πιο ενδιαφέρον, καθώς δίνει τη δυνατότητα στην ηθοποιό να ξεδιπλώσει το υποκριτικό της ταλέντο και επικεντρώνεται πραγματικά στην ίδια, στα ήθη της εποχής και στο πώς ένας γυναικείος χαρακτήρας μπορεί να είναι επαναστάτης σε μία ανδροκρατούμενη κοινωνία και αφήγηση (όπως είναι η Βίβλος). Να σημειώσουμε ότι στο πρώτο μέρος βλέπουμε και την Αριάν Λαμπέντ σε κεντρικό ρόλο (στη συνέχεια βλέπουμε και τον Τέο Θεοδωρίδη στον ρόλο του Λαζάρου).

Στο δεύτερο κομμάτι της ταινίας, η Μάρα περιορίζεται σε μια σειρά από βλέμματα και συμπεριφορές που καθόλου δεν βοηθούν στην ανάπτυξη του χαρακτήρα· βρίσκεται εκεί «αντικαθιστώντας» κατά κάποιον τρόπο τον ρόλο που είχε ο απόστολος Πέτρος σε άλλες ταινίες.

magdalene0002

Ο Έντουαρτς ακολουθεί μια ρεαλιστική προσέγγιση που είναι ανακουφιστική σε σχέση με το πομπώδες ή επικό ύφος που έχουν άλλες ταινίες του είδους της θρησκευτικής ταινίας. Επιλέγει αρκετά κοντινά πλάνα, αναδεικνύει τις κακουχίες των κεντρικών χαρακτήρων και βάζει στο επίκεντρο μία σχεδόν ασκητική φιγούρα (απόλυτα ταιριαστή η Μάρα στον ρόλο) και έναν πιο «βρώμικο» Ιησού (ο Χοακίν Φοίνιξ). Το «στοίχημα» στην πρώτη περίπτωση πετυχαίνει, στη δεύτερη είναι μάλλον αποτυχημένο. Όχι τόσο λόγω της απόφασης να δείξει τον Ιησού με έναν τρόπο διαφορετικό από εκείνον που η δυτική εικονογραφία τον δείχνει (αυτό από μόνο του έχει ενδιαφέρον), αλλά κυρίως εξαιτίας της ερμηνείας του Φοίνιξ που καλός ηθοποιός είναι, κανείς δεν το αμφισβητεί, αλλά εδώ είναι απλά αταίριαστος, με την ερμηνεία του να αγγίζει σε στιγμές τα όρια του αστείου. Η μορφή του δεν αναδεικνύει καμία σοφία ή πραότητα, ούτε καν το χάρισμα που θα έπρεπε να έχει μια φιγούρα που θα μπορούσε να εμπνεύσει μια ολόκληρη θρησκεία.

Κινηματογραφικά πρόσωπα του Ιησού

Mary-Magdalene-1-600x400

Άστοχη βρήκα, επίσης, την υπο-πλοκή με τον Ιούδα (ο Ταχάρ Ραχίμ), ο οποίος στην ταινία του Έντουαρτς αποκτά κεντρικό ρόλο. Φαίνεται ότι στόχος ήταν να μην μετατραπεί ο Ιούδας στον απόλυτα κακό της αφήγησης  και αυτό έχει ένα ενδιαφέρον, αλλά εν προκειμένω δεν φαίνεται να εξυπηρετεί ιδιαίτερα την πλοκή (πέρα από το ότι δίνει την ευκαιρία στη Μαρία Μαγδαληνή να μπορεί να επικοινωνεί με όλους και να έχει γνώση κρίσιμων πληροφοριών).

Είναι πραγματικά κρίμα που παρά την ενδιαφέρουσα σκηνοθετική ματιά, την πολύ καλή δουλειά που έχει γίνει σε κοστούμια, σκηνικά και στη μουσική (με τον πρόσφατα χαμένο Γιόχαν Γιόχανσον, αλλά και την Χίλντουρ Γκουοναντότιρ να υπογράφουν το score), αλλά και το εξαιρετικό καστ, η ταινία δεν καταφέρνει να απογειωθεί. Αντίθετα επιλέγει την πεπατημένη και δεν φτάνει στο σημείο να μας δείξει πραγματικά ένα ταξίδι μεταμόρφωσης και ανεξαρτησίας μιας από τις γνωστότερες φιγούρες της Καινής Διαθήκης.

Αγγελική Στελλάκη

Η πρώτη ταινία που είδε σε κινηματογραφική αίθουσα ήταν το Χορεύοντας με τους Λύκους. Κατά τη διάρκεια του οποίου διάβαζε Μίκι Μάους, σπάζοντας τα νεύρα όλων. Σε σινεφίλ μονοπάτια οδηγήθηκε όταν, κατά τη διάρκεια μοναχικών κινηματογραφικών βραδινών περιπλανήσεων, διαπίστωσε ότι νοιώθει μια παράξενη ευτυχία, κάθε φορά που τα φώτα χαμηλώνουν, ο ήχος του προτζέκτορα πλημμυρίζει το χώρο και μυρωδιά ποπ κορν ξεχύνεται στην αίθουσα.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *