Μήπως είμαστε Μαργαρίτες;
Γράφει ο Γεώργιος Μουστάκας
Ξαναείδα μια γαλλική ταινία, την Marguerite (Μαργαρίτα). Η ταινία πραγματεύεται την ιστορία μιας πολύ πλούσιας γυναίκας που έχει τρέλα με την όπερα και νομίζει ότι είναι μια καταπληκτική σοπράνο. Διοργανώνει φαγοπότια στην έπαυλη της για να κάνει ιδιωτικά κονσέρτα, όχι μόνο στον κλειστό αλλά και στον ευρύτερο κύκλο της. Εκεί ξεκινάνε τα ωραία… Στην πραγματικότητα η Μαργαρίτα είναι φάλτσα! Όχι απλώς δεν πατά καλά στους τόνους αλλά δεν πατά πουθενά! Είναι παράτονη χωρίς να έχει την αυτογνωσία ότι είναι παράτονη! Το θέμα όμως είναι, ότι ΚΑΝΕΙΣ δεν της το λέει. Δεν τολμά κάνεις να της πει την αλήθεια, γιατί όλοι έχουν να κερδίσουν από αυτό το ψέμα. Ακόμα κι όταν κάνει δοκιμαστικό σε έναν από τους καλύτερους τενόρους, ούτε αυτός της το λέει για να μη χάσει τα λεφτά από τα μαθήματα, αλλά και για άλλους λογούς… Ο ενορχηστρωτής αυτού του <<πανηγυριού>> και προστάτης του ψέματος είναι ο υπηρέτης της.
Ο υπηρέτης έχει μια αρρωστημένη σχέση μαζί της, που συνέχεια μου έφερνε στο μυαλό τον υπηρέτη από την εκπληκτική ταινία του Μπίλι Γουάιλντερ, την Λεωφόρο της Δύσης. Μόνο που στη Λεωφόρο ο υπηρέτης ασκούσε πιο πολύ ψυχολογική βία με την παρουσία του, γιατί εκείνη η ταινία ήταν και film noir. Δε θέλω όμως να μιλήσω ούτε για τα υπέροχα σκηνικά ούτε για τις εκπληκτικές ερμηνείες όλων των ηθοποιών (από τα καλύτερα casting…), αλλά να μιλήσω για το θέμα που πραγματεύεται η ταινία . Με άγγιξε πολύ.
Έχοντας συνεργαστεί στο παρελθόν με αμέτρητους τραγουδιστές και τραγουδίστριες επαγγελματικά και έχοντας συναναστραφεί με επαγγελματίες ηθοποιούς αλλά και με πολλούς ερασιτέχνες (που θέλουν να γίνουν επαγγελματίες) αυτή η ταινία με <<πείραξε>> παρά πολύ.
Η μεγαλύτερη πλειοψηφία των καλλιτεχνών που συνεργάστηκα (από αυτούς που δεν ήταν γνωστοί) ήθελαν να γίνουν <<φίρμες>> .Διψούσαν κάποιος να αναγνωρίσει το ταλέντο τους και αν δε γινόταν αυτό ένιωθαν αδικημένοι από το σύστημα… Από αυτούς όμως, μόνο το 10 τις εκατό είχε πραγματική καλλιτεχνική αξία και μόνο το πέντε τις εκατό ήταν πραγματικά κάτι το ξεχωριστό. Εγώ ως ηχολήπτης ήμουν ο πρώτος που δεχόμουν αυτήν την ευλογημένη, αλλά και καταραμένη ερώτηση: ΠΩΣ ΜΕ ΑΚΟΥΣΕΣ; Ή αν είναι για θέατρο, πως με είδες; Σου άρεσε η παράσταση; Τώρα εσύ τι να πεις; Πάντα είχα αυτό το δίλημμα μέσα μου. Λες την αλήθεια; Κόβεις του άλλου τα όνειρα (ή έστω τη φόρα) ; Εγώ προσπαθούσα να βρω τη χρυσή τομή. Έβρισκα τα όποια θετικά τους και τα ξεχείλωνα για να πατήσουν σε αυτά ως μαγιά και να πάρουν αυτοπεποίθηση και ανέφερα ποια πράγματα έπρεπε να δουλέψουν.
Βρισκόμουν σε έναν κόσμο γεμάτο Μαργαρίτες. Ένιωθα ότι οι μισοί Έλληνες ήθελαν να γίνουν τραγουδιστές και οι άλλοι μισοί ηθοποιοί και από αυτούς το 90 τις εκατό δεν έκαναν για αυτό που ονειρευόντουσαν. Αλλά ΔΕΝ ΤΟ ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΑΝ! Το αστείο είναι ότι αυτοί που είχαν πραγματικά ταλέντο, ήταν συνήθως και αυτοί που αναρωτιόντουσαν αν αξίζουν η όχι και είχαν αμφιβολίες. Μετά όμως είχα κι εγώ δικά μου καλλιτεχνικά όνειρα και φυσικά πίστευα και εγώ ότι μου άξιζε να τα πραγματοποιήσω. Αλλά ποιος μου λέει ότι και εγώ δεν ήμουν μια <<Μαργαρίτα>> ;
Στην Αμερικανική εκδοχή του έργου Florence Foster Jenkins (Florence: Φάλτσο Σοπράνο), η ιστορία μας προσεγγίζεται από έναν διαφορετικό τρόπο. Ο άντρας της σοπράνο είναι <<θετικός>> χαρακτήρας σε σχέση με την γαλλική εκδοχή. Στην γαλλική εκδοχή υποβόσκει ότι η έλλειψη συζυγικής στοργής και η μοναξιά είναι γεννεσιουργές αιτίες όχι μόνο της πλάνης της σοπράνο αλλά και του φάλτσου της. Στην Αμερικανική εκδοχή βλέπουμε ότι η έλλειψη υγείας είναι μια βασική αιτία της δικής της πλάνης. Η ενασχόληση και τα όνειρα που κάνει για την όπερα πολύ απλά της δίνουν ζωή.
Μια κοινή συνιστάμενη στις <<αδελφές>> ταινίες είναι η Έλλειψη ! Η έλλειψη αυτών που έχουμε ανάγκη στον ιδιωτικό βίο , μας δημιουργεί πλάνες όχι μόνο στον ιδιωτικό αλλά και στο δημόσιο βίο. Όσο μεγαλύτερη έλλειψη τόσο μεγαλύτερη και η φανατιλα και η έλλειψη κρίσης γι’ αυτό που έχει επιλεχθεί να καλύψει το κενό (το κόμμα , η ομαδάρα κτλ… ακόμα και η προσκόλληση στα παιδιά μας αν μας αγνοεί ο/η σύντροφος). Στην αμερικανική εκδοχή ο Χιου Γκραντ (εκπληκτικός ως σύζυγος της σοπράνο) είπε κάτι εκπληκτικό στον πιανίστα:
<<Νομίζεις ότι εγώ δεν είχα φιλοδοξία; Ήμουν καλός ηθοποιός , αλλά δεν επρόκειτο ποτέ να γίνω μεγάλος ηθοποιός ! Ήταν πάρα πολύ δύσκολο να το παραδεχτώ στον εαυτό μου. Αλλά μόλις το παραδέχθηκα ελευθερώθηκα από την τυραννία της φιλοδοξίας. Άρχισα να ζω! >>
Αυτές οι ταινίες με <<πείραξαν>>. Πόσοι από μας είμαστε ελεύθεροι; Πόσοι έχουμε βγει έξω από τη σπήλια του Πλάτωνα; Πόσοι πιστεύουμε χωρίς καμιά αμφιβολία ότι είμαστε καταπληκτικοί σε κάτι που δεν έχουμε πιάσει ούτε καν τη βάση. Πόσοι ζούμε στο ψέμα ότι είμαστε φοβεροί καλλιτέχνες ή καλοί κριτικοί κινηματόγραφου (κι έχουμε καταστρέψει με τη θεωρία του δημιουργού τον κινηματογράφο και όπου να ναι και το Θέατρο) ή οδήγαρες (και σκοτωνόμαστε στο δρόμο) ή καλοί υπάλληλοι (και ταλαιπωρούμε τον κόσμο) ή καλοί σύζυγοι ή καλοί δάσκαλοι ή καλοί γονείς ή καλοί άνθρωποι (και ταλαιπωρούμε την οικογένεια μας και την κοινωνία από το δικό μας μετερίζι) .
Πόσοι από εμάς όταν πάμε για ύπνο το βραδύ έχουμε μια παραμορφωμένη εικόνα της πραγματικότητας και πόσοι από εμάς τολμούμε δειλά και ψιθυριστά να ρωτήσουμε τον εαυτό μας:
Μήπως είμαστε κι εμείς Μαργαρίτες…;
Υ.γ : Ευχαριστώ πολύ τον Παναγιώτη Τιμογιαννάκη, που από το Pantimo έμαθα την ύπαρξη της ταινίας Marguerite.