Σινεμά

Εγώ κι Εσύ (Io e Te)

Ο Μπερνάρντο Μπερτολούτσι όσο περνάνε τα χρόνια ξανανιώνει και γίνεται όλο και πιο φρέσκος!

three-half-popcorn

Χθες το βράδυ παρακολουθήσαμε, (μαζί με όσους φίλους του site μας κέρδισαν στο διαγωνισμό μας προσκλήσεις), την πρεμιέρα της νέας ταινίας του Μπερτολούτσι, Io e Te (Εγώ κι εσύ), που διοργάνωσε η Odeon.

Ο γνωστός σκηνοθέτης (Το Τελευταίο Ταγκό Στο Παρίσι, Κλεμμένη Ομορφιά, Ο Τελευταίος Αυτοκράτορας, Οι Ονειροπόλοι, Little Buddha), παρά τα χρονάκια του, επιστρέφει με μια φρέσκια νεανική ταινία,  βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Ιταλού συγγραφέα Νικολό Αμανίτ. Το έργο περιγράφει την ιστορία ενός εσωστρεφή εφήβου αγοριού, του Λορέντζο, που λέει ψέματα στους γονείς του ότι πάει εκδρομή ενώ αυτός  κάθεται στο υπόγειο της πολυκατοικίας του. Το σχέδιο του όμως θα ανατραπεί όταν θα τον ανακαλύψει η εκκεντρική μεγαλύτερη θετή αδερφή του, Ολίβια.

Όσοι τον έχετε παρακολουθήσει, θα δείτε ότι ο σκηνοθέτης εδώ έχει επιλέξει έναν πολύ πιο απλοϊκό τρόπο κινηματογράφησης, πιο εκμοντερνισμένο, αλλού πιο “θεατρικής αντίληψης” κλειστοφοβικά εγκλωβισμένο, πάντοτε όμως επικεντρωμένο στη δύναμη των δυο πρωταγωνιστών του. Φυσικά, για τον Μπερτολούτσι μιλάμε κι έτσι θα του ξεφύγουν κάποιες σκηνές σκηνοθετικής μαγείας -εκλάμψεις παρελθόντος- όπως η φοβερή ανάποδη, του ‘γυάλινου πατώματος’, με τη μάνα και τον πατέρα του Λορέντζο.

Ο δημιουργός, όμως θα χαλιναγωγήσει τον εαυτό του και θα επικεντρώσει το βλέμμα του στον νεαρό ελπιδοφόρο πρωταγωνιστή του. Αυτό το παιδί (Jacopo Olmo Antinori, να το θυμάστε αυτό το όνομα) παίζει τόσο φυσικά, έχοντας ταυτόχρονα το σκληρό ύφος και το έντονο βλέμμα της τρέλας μέσα του. Προσωπικά, μου θύμισε τον Γιούαν Μακ Γκρέγκορ στα πρώτα του βήματα και μακάρι να έχει την ίδια εξέλιξη. Όλο το πρώτο μέρος της ταινίας είναι αποκλειστικά δικό του και για να πω την αλήθεια ίσως είναι και το πιο ενδιαφέρον. Καυστικοί διάλογοι προς τη μητέρα του και τους γύρω του περισσότερο για να προκαλέσει δείχνουν ένα παιδί που αποζητά την προσοχή αλλά συνεχώς απογοητεύεται και στρέφεται όλο και προς τον εαυτό του.

Το δεύτερο μέρος εισάγει την ‘χαμένη’ αδερφή. Η ετεροθαλής Ολίβια μπαίνει δυναμικά στην ταινία, μια εισβολή στο προσωπικό καταφύγιο απομόνωσης του νεαρού Λορέντζο. Τα δυο παιδιά είναι σχεδόν άγνωστα μεταξύ τους καθώς τα δυο αδέρφια με δυσκολία αναγνωρίζουν το ένα το άλλο. Η επίσης αρκετά καλή Tea Falco έρχεται και κουβαλάει μαζί της τα δικά της προβλήματα που θα φανούν ασήκωτα για το μικρό αδερφό της να τα αντιμετωπίσει. Το ουσιώδες δεν είναι η μεταμόρφωση των δυο χαρακτήρων, του Λορέντζο από κλειστό σε πιο κοινωνικό και της Ολίβια από απότομης και σκληρής σε τρυφερή. Ο στόχος του σκηνοθέτη είναι η ταύτιση των δυο αυτών φαινομενικά τόσο διαφορετικών ατόμων.

Αναπτύσσοντας και εδώ, αυτή τη φορά μέσα από το στόμα της Ολίβια, αγαπητές θεωρίες Βουδισμού (όπως και στο Μικρό Βούδα), ο σκηνοθέτης επιχειρεί να μας αλλάξει την οπτική αντίληψη βάζοντας μέσα τον παράγοντα των εμπειριών. Μέσα από τη ματιά του αλλά και τη συνύπαρξη τα δυο αδέρφια ανακαλύπτουν περισσότερα κοινά παρά διαφορές. Στα πλαίσια του νεοτερισμού του ο Μπερτολούτσι αποφεύγει τις έντονα συγκινητικές στιγμές (όπως στα αντίστοιχα καταπληκτικά φετινά Με Λένε Ερνέστο και Εγωιστή Γίγαντα) και χτίζει την ταινία μέσα από την πλοκή της γνωρίζοντας μας όλο και καλύτερα τους ήρωες του. Όταν τελειώσει θα αισθανθείτε σίγουρα ότι θα θέλατε να συνέχιζε κι άλλο.

Ένα άλλο ευχάριστο σημείο του ‘ρεκτιφιέ’ του σκηνοθέτη είναι η μουσική. Η ταινία ξεκινά με Cure και κλείνει με Bowie και τα ακούσματα αποτελούν γενικότερα στο σύνολο ένα από τα ατού της. Δεν είναι για να τρέξετε να αγοράσετε το soundtrack, αλλά σίγουρα προσθέτει το λιθαράκι του στο αποτέλεσμα. Το ‘πρόγραμμα’ περιέχει μεταξύ άλλων τα τραγούδια The Cure (Boys don’t Cry), Arcade Fire (Rebellion), Muse (Sing for Absolution), Red Hot Chili Peppers (The Power of Equality), David Bowie (Space Oddity, Ragazzo solo, ragazza sola).

Α, ρε μπαγάσα Μπερτολούτσι στην επόμενη προβλέπω space electro και dubstep!

Αντώνης Γκούμας

Θα μπορούσε να ζήσει εξίσου ευχάριστα στη Μέση Γη όσο στη Metropolis, από τα πιο ρεαλιστικά πλάνα στα πιο σουρεαλιστικά συννεφάκια. Μπαίνοντας στις αίθουσες παθιάζεται αμετανόητα κάθε φορά που σβήνουν τα φώτα. Στα Φεστιβάλ που καλύπτει αντί για τις πολυαναμενόμενες ταινίες προτιμά να ανακαλύπτει άγνωστα μικρά διαμαντάκια που ίσως να μην δούμε ποτέ στις ελληνικές αίθουσες. Συνήθως καλοπροαίρετος, προσέξτε, όμως, όταν κραδαίνει το «τσεκούρι» του.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *